Μια σιωπηρή πορεία μη κυβερνητικών οργανώσεων απ' το Καλλιμάρμαρο μέχρι την πλατεία Συντάγματος, όπου οι συμμετέχοντες άφησαν αναμμένα φανάρια, χτες το βράδυ, σηματοδότησε τη σημερινή Παγκόσμια Μέρα κατά του ΕΪΤΖ. Η κυβέρνηση περιορίστηκε στη στήριξη αυτής της κίνησης, ενώ το Εθνικό Σχέδιο που παρουσίασε πριν μια βδομάδα αποτελεί επανάληψη παλιότερων υποσχέσεων και σχεδιασμών.
Τα κρούσματα στη χώρα μας παρουσιάζουν - όπως και σε όλο τον κόσμο - μια σχετική στασιμότητα. Για το 2007, αναφέρθηκαν 420 νέα περιστατικά, απ' τα οποία 48 νόσησαν και κατέληξαν 30 άτομα.
Εκτός απ' την εξάπλωση της επιδημίας, είναι εξίσου σοβαρό το γεγονός για τα άγρια μεσάνυχτα που έχουν οι νέοι μας - και ιδιαίτερα οι έφηβοι - καθώς η «συνεργασία των υπουργείων Υγείας και Παιδείας για το σχεδιασμό της ενσωμάτωσης του προγράμματος - μαθήματος της σεξουαλικής αγωγής και πρόληψης στα σχολεία» όλο στη μέση μένει. Κι έπειτα, η εξάπλωση της επιδημίας δε διαπιστώνεται μέσα από οργανωμένες έρευνες του γενικού πληθυσμού, αλλά κατά δήλωση. Δηλαδή, όταν κάποιος το διαπιστώσει.
Για να φωτιστούν όλες αυτές οι πλευρές δε φτάνουν τόσα κι άλλα τόσα φανάρια, που τοποθετήθηκαν στο Σύνταγμα. Χρειάζεται πρωτίστως πολιτική πρόληψης.
Οσο δοκιμάζεται στην πράξη τόσο πέφτουν οι «φιλολαϊκές» μάσκες και αποκαλύπτεται το πραγματικό πρόσωπο της πολιτικής που υπερασπίζεται και ο «επικουρικός» ρόλος του απέναντι στην κυβέρνηση. Ο λόγος για το κόμμα του ΛΑΟΣ, που σε καθημερινή βάση βάζει πλάτες για να περάσουν τα αντιλαϊκά μέτρα, ακριβώς γιατί συμφωνεί επί της ουσίας με την εφαρμοζόμενη πολιτική, όσο και αν προσπαθεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις με φραστικά πυροτεχνήματα. Η πρόταση, για παράδειγμα, του ΛΑΟΣ για το ασφαλιστικό βάζει ταφόπλακα στα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων, αφού επί της ουσίας «καταργεί» τη δημόσια καθολική και υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, πλειοδοτεί υπέρ της αύξησης των ορίων ηλικίας «εφόρου ζωής», υιοθετεί ευθέως την κατώτατη σύνταξη (πείνας) για όλους. Σε κάθε περίπτωση, οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να προσδοκούν βελτίωση της θέσης τους μέσω των προτάσεων του ΛΑΟΣ. Ακριβώς γιατί είναι συμπληρωματικές της αντιασφαλιστικής πολιτικής της κυβέρνησης και του ΠΑΣΟΚ.
Σύσσωμος ο κλάδος των δημοσιογράφων κινητοποιείται κατά της κυβέρνησης της ΝΔ, η οποία εποφθαλμιά τα αποθεματικά του ασφαλιστικού τους ταμείου και επιδιώκει - μέσω της ενοποίησης με άλλα ταμεία - τη μείωση των συντάξεων και την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Σύσσωμοι; Εκτός ορισμένων ελάχιστων θλιβερών εξαιρέσεων. Προχτές έσκασαν μύτη στα τηλεοπτικά παράθυρα ο γνωστός και μη εξαιρετέος Λοβέρδος - ο ...δημοσιογράφος - και ο ...Βέλιος. Οι οποίοι μιλούσαν για ...κατάρρευση των ταμείων, αν δεν προχωρήσουν οι κυβερνητικές ανατροπές. Μη μένετε στα πρόσωπα. Αυτό που πρέπει να μείνει, είναι ότι η κυβέρνηση έχει θορυβηθεί από τις μέχρι σήμερα κινητοποιήσεις, αλλά κυρίως φοβάται την περαιτέρω κλιμάκωσή τους και έριξε στη μάχη τις εφεδρείες... Αυτό όμως δε μας πτοεί. Αμεσος στόχος η ανατροπή των αντιασφαλιστικών σχεδίων και μεσοπρόθεσμος η εκ βάθρων ανατροπή της πολιτικής, που απειλεί στη ρίζα της τη λαϊκή οικογένεια. Γιατί, εκτός από οργάνωση της οικονομίας, που προσβλέπει στην ευημερία των κεφαλαιοκρατών, υπάρχει και άλλος δρόμος. Της οικονομικής οργάνωσης που θα προσβλέπει στη βελτίωση των όρων ζωής των εκατομμυρίων παραγωγών του κοινωνικού πλούτου.
«Η αγορά είναι ελεύθερη, οι τιμές είναι ελεύθερες σε πάρα πολλά προϊόντα. Από εκεί και πέρα, λοιπόν, ο καθένας ας αναζητήσει την τιμή που τον αντιπροσωπεύει». Τάδε έφη υφυπουργός Ανάπτυξης Γ. Βλάχος χτες επισκεπτόμενος τη «Βαρβάκειο». Κι αν θυμίζει κάτι από προκατόχους του των προηγούμενων κυβερνήσεων, τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ, όχι δεν είναι σύμπτωση. Είναι συνειδητή επιλογή η κοροϊδία και η πρόκληση. Από τη μια μεριά, τόσο οι προηγούμενες όσο και η σημερινή κυβέρνηση με τις πολιτικές που εφαρμόζουν ενθαρρύνουν την ακρίβεια και την κερδοσκοπία σε βάρος των λαϊκών νοικοκυριών κι από την άλλη προτρέπουν τους εργαζόμενους να... αναζητούν τις τιμές που τους «αντιπροσωπεύουν», γνωρίζοντας ότι αυτές οι τιμές δεν υπάρχουν πουθενά. Ε, λοιπόν, άλλη πολιτική, άλλες τιμές, άλλα εισοδήματα. Αυτό «αντιπροσωπεύει» τους εργαζόμενους.