ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 20 Μάρτη 2007
Σελ. /32
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός και ο ρόλος του απέναντι στην εργατική τάξη

Ελάχιστοι τολμούν να αρνηθούν τη διαπίστωση ότι, παρά την ένταση, την όξυνση της επίθεσης σε βάρος των εργαζομένων, παρά τη χειροτέρευση της θέσης τους, της αμφισβήτησης του συνόλου των δικαιωμάτων και των κατακτήσεών τους, οι αγώνες τους, η αντίστασή τους όλο το προηγούμενο διάστημα δεν ήταν ανάλογοι.

Η κάθε παράταξη, βεβαίως, δίνει τις δικές της ερμηνείες για την κατάσταση αυτή και κάνει τις δικές της προτάσεις. Για εμάς, οι λόγοι για την κατάσταση αυτή είναι αρκετοί. Είναι η συνεχιζόμενη επιθετικότητα και αντιδραστικοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος, οι ανατροπές στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, η ήττα του παγκόσμιου εργατικού και ευρύτερα του λαϊκού κινήματος, η σοβαρή (έστω και προσωρινά) υποχώρηση του συνεπούς επαναστατικού, του ταξικού κινήματος.

Ταυτόχρονα με αυτές τις αιτίες, ένας από τους βασικότερους λόγους, από τις κυριότερες αιτίες που η εργατική τάξη καθυστερεί να οργανωθεί και να απαντήσει, να αντεπιτεθεί στις δυνάμεις του κεφαλαίου, των πολιτικών του εκπροσώπων, είναι ο ρόλος, η επίδραση των δυνάμεων του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού, έτσι όπως δεκαετίες εκφράζεται συνολικά, στην Ευρώπη, αλλά και στη χώρα μας από τις παρατάξεις ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ, «Αυτόνομη Παρέμβαση», σε αρκετές από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, μαζί και στη ΓΣΕΕ.

Ο κυβερνητικός και εργοδοτικός συνδικαλισμός μπορεί να παραδέχεται ότι τα μεροκάματα είναι μικρά, η ακρίβεια μεγάλη, οι απολύσεις πολλές και άδικες, η εργοδοτική αυθαιρεσία καθημερινή, η «δημόσια» Παιδεία και η Υγεία ακριβές και υποβαθμισμένες. Διαμορφώνει όμως τα αιτήματά του στα όρια που του επιτρέπει ο ομφάλιος λώρος που τον δένει με τα αστικά κόμματα, στα όρια που του επιτρέπουν οι αστικές στατιστικές για το ΑΕΠ, το ύψος του πληθωρισμού, την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα.

Ούτε διανοήθηκε, ούτε μπορεί να διανοηθεί να αμφισβητήσει το «δικαίωμα» του κεφαλαιοκράτη να κερδίζει από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, να έχει μέσα παραγωγής που δεν του ανήκουν και που είναι προϊόν της συσσωρευμένης ανθρώπινης εργασίας, παρακρατημένης κλεμμένης υπεραξίας.

Ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός είναι ικανός να προκηρύξει και να κάνει κινητοποίηση σε ένα εργοστάσιο, σε μια υπηρεσία ή έναν κλάδο, να προκηρύξει και να κάνει ακόμα και πανεθνικές απεργίες. Ούτε διανοήθηκε, ούτε θέλει βεβαίως να οργανώσει απεργιακές επιτροπές, απεργιακές φρουρές για την προετοιμασία και την εκτέλεση των κινητοποιήσεων. Απεχθάνεται το συντονισμό των τμημάτων της εργατικής τάξης, εχθρεύεται ανοιχτά την κοινή δράση με τα άλλα λαϊκά στρώματα στην πόλη και το χωριό. Τρομάζει στη σκέψη κλιμάκωσης και συντονισμού των αγώνων. Τα όριά του φτάνουν έως κάποιες κινητοποιήσεις επετειακού χαρακτήρα και διόρθωσης των αποκλίσεων του συστήματος.

Για τα προβλήματα, κατά τον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό, μπορεί να ευθύνονται άλλοτε η διαχείριση της ΝΔ, άλλοτε η διαχείριση του ΠΑΣΟΚ (κατά την «Αυτόνομη Παρέμβαση», η διαχείριση και των δύο), να ευθύνονται άλλοτε οι Αμερικανοί, άλλοτε οι Ευρωπαίοι, ποτέ όμως ο καπιταλισμός ως κοινωνικό σύστημα, ποτέ η συμφωνία αυτών των παρατάξεων με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, με τη στρατηγική του κεφαλαίου. Ποτέ το γεγονός ότι τα βασικά, τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, καθώς και η πολιτική εξουσία, είναι στα χέρια των κεφαλαιοκρατών ή αξιοποιούνται για λογαριασμό τους.

Για τον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό οι αγώνες μπορεί να φτάνουν έως το «αέρα-αέρα να φύγει η χολέρα», υπονοώντας άλλοτε τη «χολέρα» της ΝΔ και άλλοτε τη «χολέρα» του ΠΑΣΟΚ. Ποτέ όμως δε στρέφονται ενάντια σε κάθε διαχειριστή του καπιταλισμού, ποτέ ενάντια στην ίδια τη «δεξιά» πολιτική που εφαρμόζουν και τα σοσιαλδημοκρατικά και τα συντηρητικά κόμματα ή συνασπισμοί τους, όπως ο «ροζ» σχηματισμός του Πρόντι στην Ιταλία ή των χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών της Μέρκελ στη Γερμανία.

Ποτέ δεν αμφισβητούν την άποψη ότι τα προβλήματα λύνονται με κοινωνική συνένωση μέσω των «κοινωνικών διαλόγων», με αντιπαράθεση επιχειρημάτων μεταξύ «κοινωνικών εταίρων» και με διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής. Βεβαίως, μια τέτοια στάση δεν ξαφνιάζει, από συνδικαλιστικές ηγεσίες που αποτελούν και είναι ενεργά τμήματα των πολιτικών δυνάμεων που προωθούν τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, στηρίζουν τον καπιταλισμό. Από μια συνδικαλιστική ηγεσία που μοιράζεται ένα σημαντικό μέρος του παραγόμενου πλούτου και της σημερινής εξουσίας.

Ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός είναι ανίκανος. Ούτε θέλει, ούτε και μπορεί:

  • Να αναδείξει τις πραγματικές αιτίες που γεννούν και αναπαράγουν τα προβλήματα. Να ομολογήσει δηλαδή ότι οι αναδιαρθρώσεις δεν είναι ένα προσωρινό φαινόμενο της καπιταλιστικής οικονομίας αλλά ότι πρόκειται για βαθιές αλλαγές που πηγάζουν από τις εσωτερικές αντιθέσεις και αντινομίες του καπιταλιστικού συστήματος. Αλλαγές που αγκαλιάζουν τόσο τη βάση (δηλαδή, την οικονομία, την παραγωγή), όσο και το εποικοδόμημα (δηλαδή, τους θεσμούς, το πολιτικό σύστημα) και που καθιστούν τον καπιταλισμό όλο και πιο απάνθρωπο, αντιδραστικό
  • Να ομολογήσει ότι όποιος και να τον διαχειρίζεται τον καπιταλισμό αυτός δε γίνεται ανθρωπινότερος. Χρόνο με το χρόνο θα γίνεται αντιδραστικότερος, όσο θα ολοκληρώνεται ως κοινωνικο-πολιτικό σύστημα. Ούτε θέλει, ούτε μπορεί να αναδείξει και να εναντιωθεί ενιαία και συνολικά στις πολιτικές δυνάμεις που προωθούν τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, όντας ενεργό, δραστήριο τμήμα τους
  • Να προβάλει και να διεκδικήσει αιτήματα που να αντιστοιχούν, να απαντούν στις σύγχρονες ανάγκες μας, στον παραγόμενο πλούτο, αφού κάτι τέτοιο δε χωρά στο στενό κορσέ της διατήρησης της κερδοφορίας, της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας
  • Να αντιπαραθέσει ένα ενιαίο, συνεκτικό, κλιμακούμενο σχέδιο δράσης που να παίρνει υπόψη του την ένταση της επίθεσης, οι μορφές του να αντιστοιχούν στην πείρα των εργαζομένων και στην ένταση της επίθεσης

Ακριβώς σε αυτούς τους παράγοντες, της ανάδειξης των πραγματικών αιτιών των προβλημάτων, των ευθυνών των πολιτικών δυνάμεων που προωθούν τις αναδιαρθρώσεις, της προβολής και της διεκδίκησης ουσιαστικών αιτημάτων, της απάντησης με ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα δράσης και της ταξικής πάλης ως στοιχείου προόδου, παρεμβαίνει στοχευμένα ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός, παράγοντας αρνητικά για τους εργαζόμενους αποτελέσματα και προσφέροντας πολύτιμες για τις δυνάμεις του κεφαλαίου και τους πολιτικούς του εκπροσώπους υπηρεσίες.

Γι' αυτό και οι εργαζόμενοι της χώρας μας είναι ανάγκη γρήγορα να συνειδητοποιήσουν στην πλειοψηφία τους ότι η αποδυνάμωση του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού πρέπει να αντιμετωπιστεί και είναι ενιαία διαδικασία αντιμετώπισης των δυνάμεων του κεφαλαίου και των πολιτικών του εκπροσώπων.

Είναι από τις βασικότερες προϋποθέσεις, σε συνδυασμό με την ενίσχυση του ΠΑΜΕ, για να οργανωθεί η εργατική τάξη, να αναπτύξει τους αγώνες της, να δράσει από κοινού με τα άλλα λαϊκά στρώματα ενάντια στις δυνάμεις του κεφαλαίου και την Ευρωπαϊκή Ενωση, που αποτελεί το θεματοφύλακα των συμφερόντων τους.

Η 29η του Μάρτη, με την απεργία που έχουν κηρύξει οι ταξικές δυνάμεις, είναι μια μέρα σύγκρουσης με τους εργοδότες, την κυβέρνηση, την ΕΕ, για την υπογραφή ουσιαστικών Συλλογικών Συμβάσεων. Κάθε εργάτης και εργάτρια έχει χρέος να πάρει αποφασιστικά μέρος σ' αυτή τη μάχη, η οποία δεν αφορά μόνο στην κατάκτηση ουσιαστικών αυξήσεων, αλλά και στο χρόνο εργασίας, στην ασφάλιση, στις άδειες και τα δώρα, στην Υγεία και την Παιδεία των σύγχρονων αναγκών μας. Η επιτυχία αυτής της απεργίας θα είναι ένα σημαντικό βήμα στον ανειρήνευτο και αδυσώπητο ταξικό πόλεμο, που δίνει καθημερινά η εργατική τάξη της χώρας μας με μπροστάρη και αιμοδότη το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, το ΠΑΜΕ.


Του Γιώργου ΣΚΙΑΔΙΩΤΗ *
(* Η ομιλία του στελέχους του ΚΚΕ στο 33ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ, όπου συμμετείχε ως εκλεγμένος αντιπρόσωπος της ΔΑΣ)



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ