Απλοί άνθρωποι της Σίφνου, περιγράφουν τον επίσημο επισκέπτη μέσα από τις καθημερινές δραστηριότητες των διακοπών του.
Το Νοέμβρη του 1999 αυτός ο "καλός άνθρωπος, η ψυχούλα" θα υποδεχτεί και θα συνομιλήσει με έναν άλλο "καλό άνθρωπο, μια ψυχούλα". Γιατί και ο Κλίντον λευκό κρασί, φαντάζομαι, θα πίνει με το ψάρι του, μιλάει σ' όλους, παίζει γκολφ και σαξόφωνο, κάνει ήσυχους περιπάτους.
Ευγενικά θα συναντηθούν, θα χαιρετίσουν και θα χαμογελάσουν "αταξικά", θα φωτογραφηθούν χαϊδεύοντας και κάποιο παιδάκι και θα πάρουν αποφάσεις για το"καλό της ανθρωπότητας". Καλοί άνθρωποι... ψυχούλες...
Τι είναι "καλοσύνη"; "Ψυχούλα"; Είναι ανεξάρτητη από τη δράση, τις επιλογές, τις πράξεις ή παραλείψεις μας; Το να συμπεριφέρεσαι με φυσιολογικό κοινωνικό τρόπο, να ψαρεύεις, να κάνεις περιπάτους ανάμεσα σε απλούς ανθρώπους, να σιγοτραγουδάς. Ισως; Αυτά φτάνουν για να πεις "καλό άνθρωπο, ψυχούλα" οποιονδήποτε πολιτικό αρχηγό και ηγέτη μιας χώρας;
Κι όταν αυτός σκέπτεται, σχεδιάζει, αποφασίζει και, κυβερνώντας, υπηρετεί τα συμφέροντα που χωρίζουν τους ανθρώπους σε πλούσιους και φτωχούς, σε άνεργους και υποαπασχολούμενους, σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, σε προνομιούχους και αναξιοπαθούντες;
Οταν υπηρετεί την κοσμοθεωρία που χωρίζει τη ζωή στα δύο, από δω η γνώση, η εξέλιξη, η ευημερία, η άνεση, οι λίγοι οι εκλεκτοί, κι από κει η άγνοια, η αφέλεια, ο πόνος, η δυστυχία, η καταπίεση; Καλός και τότε; Ψυχούλα; Η μήπως δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος;
Από ποια αφετηρία, λοιπόν, να ξεκινήσουμε να κρίνουμε έναν πολιτικό αρχηγό, έναν πολιτικό εκφραστή συμφερόντων; Από τα επουσιώδη, τα κοινωνικά ή από τα ουσιώδη και κρίσιμα; Αν ξεκινήσουμε από τα επουσιώδη, τότε "όλοι τους είναι καλοί άνθρωποι". Αλλά η οπισθοχώρηση της ιστορίας προς τον μεσαίωνα, από ποιους προκλήθηκε; Από τους "καλούς"; Και τότε, ποιοι είναι οι "κακοί"; Αυτοί που αγωνίζονται, αντιδρούν στην καταπίεση, διεκδικούν καλύτερη ζωή, οι αγωνιστές, οι επαναστάτες; Γι' αυτό τους χτυπούν, τους φυλακίζουν, τους εκτελούν;
Καλός ο πρωθυπουργός για τους βιομήχανους, τους τραπεζίτες, τους χρηματιστές, τους στρατοκράτες, τους εκμεταλλευτές, καλός για τα γεράκια του ΝΑΤΟ, καλός για τους επιχειρηματίες της ΕΕ.
Καλός και για τους απλούς ανθρώπους, που στενάζουν από τη λιτότητα, για τους ψαράδες, τους αγρότες, τις ταβερνιάρισσες, τους νεολαίους, τους άνεργους, τους κάθε λογής αυτόχειρες της ελπίδας; Καλός για όλους;
Δε λέω, σαν λαός, είμαστε γενναιόφρονες και γενναιόδωροι στα συναισθήματά μας, αλλά η λανθασμένη επιλογή κριτηρίων για τα συμπεράσματα και τις κρίσεις μας καταπονεί και ισοπεδώνει τις έννοιες. Και με ισοπεδωμένες τις έννοιες, με συγκεχυμένα τα νοήματα, και η μεταξύ μας επικοινωνία θα είναι συγκεχυμένη και η μεταξύ μας συνεννόηση θα ακυρώνεται, δε θα υπάρχει.
Ελένη ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ
Δύο χρόνια συμπληρώνονται την Παρασκευή από το θάνατο της Σωτηρίας Μπέλλου
"Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική, την κίνηση. Από τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, με ένστικτο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές, σαν φτάνει στα όρια της τελειότητας, θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία... Κάποτε θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίζουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούρια ζωή μάς επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Ομως εμείς θα 'χουμε στο μεταξύ πια νιώσει τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε, πολύ φυσικά και σωστά, να υψώνουν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν, πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας βοηθούν να συνειδητοποιούμε το βαθύτερο εαυτό μας".
Ανοιξη του 1949, στο Θέατρο Τέχνης. Ο Μάνος Χατζιδάκις μιλά για τη δύναμη του ρεμπέτικου τραγουδιού και παρουσιάζει σ' ένα πολυπληθές κοινό ορισμένους από τους πρωταγωνιστές του. Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από εκείνη την ιστορική βραδιά, που με "οδηγούς" τον Μάρκο Βαμβακάρη και την Σωτηρία Μπέλλου,ο συνθέτης πραγματοποιούσε ένα τολμηρό, γοητευτικό "ταξίδι" στο ρεμπέτικο τραγούδι. Η διάλεξη - τομή στη μουσική ζωή του τόπου, που έδωσε ο συνθέτης, τεκμηριώνοντας θεωρητικά την αξία του ρεμπέτικου, ενισχύθηκε από τη ζωντανή παρουσίαση τραγουδιών, που μαρτυρούσαν την αξία του είδους για το οποίο ο Μ. Χατζιδάκις συνηγορούσε. "Φραγκοσυριανή κυρά μου", "Εγώ είμαι το θύμα σου", "Σταμάτησε μανούλα μου", "Πάμε τσάρκα στο μπαξέ τσιφλίκι", "Ανοιξε - άνοιξε γιατί δεν αντέχω", "Καπετάν Ανδρέα Ζέπο", "Αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή", τραγούδια που δόνησαν το κατάμεστο θέατρο μέσα από τις ερμηνείες της Σωτηρίας Μπέλλου,του Μάρκου Βαμβακάρη,του Ανέστου Αθανασίου και άλλων. Η ιστορική βραδιά, που συνεπήρε όσους είχαν συρρεύσει στο Θέατρο Τέχνης, αποτέλεσε συνάμα αφορμή σχολίων, κρίσεων κι επικρίσεων, καθώς εκείνα τα χρόνια ήταν πολλοί ακόμη εκείνοι που μάχονταν το ρεμπέτικο.
Πενήντα χρόνια μετά, έρχεται στη μνήμη μας, με αφορμή μια πικρή επέτειο. Τη συμπλήρωση, στις 27 Αυγούστου, δύο χρόνων απουσίας της "αρχόντισσας του ρεμπέτικου", της Σωτηρίας Μπέλλου.Γι' αυτή τη βραδιά, εξάλλου, καμάρωνε και η ίδια, η αξέχαστη ερμηνεύτρια. Ο λόγος της καταγράφεται από την Σ. Αδαμίδου στη βιογραφία της Σ. Μπέλλου "Πότε ντόρτια, πότε εξάρες" (εκδόσεις Λιβάνη). "Δε θα ξεχάσω", έλεγε με περηφάνια, "ένα βράδυ, χειμώνα του 1949, που δούλευα με τον Μάρκο Βαμβακάρη στου Παναγάκη, έρχεται και μας βρίσκει ο Μάνος Χατζιδάκις, σχεδόν άγνωστος συνθέτης τότε. Συζητά μ' εμένα και τον Μάρκο και μας λέει ότι οργανώνει μια διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι και θα επιθυμούσε στη συνέχεια να γίνει συναυλία με ρεμπέτικα". Η Σωτηρία τον συμπάθησε αμέσως. "Ηταν ένας νεαρός συνθέτης, πολύ όμορφος και ευγενικό παιδί. Αγαπούσε το γνήσιο ελληνικό τραγούδι. Ο τρόπος που μιλούσε με έπεισε αμέσως να πω το ναι για τη συναυλία. Με τον Μάρκο ήμασταν οι πρώτοι που τραγουδήσαμε ρεμπέτικα δημόσια, έτσι σε συναυλία δηλαδή".Η συμμετοχή της στη συναυλία και τα λόγια του Μ. Χατζιδάκι την συγκίνησαν και την έκαναν να νιώθει πιο περήφανη για την τέχνη που υπηρετούσε. "Εγώ, έλεγε, δε θα μπορούσα ποτέ να μιλήσω έτσι γι' αυτά που τόσο αγαπώ, για τα ρεμπέτικα, που είναι τα γνήσια λαϊκά τραγούδια. Ο Μάνος όμως τα είπε πολύ ωραία". Την άποψη της ίδιας για το ρεμπέτικο, σε μια εποχή σύγχυσης και συζητήσεων για οριοθέτηση του είδους, την αντλούμε από άλλο σημείο του βιβλίου: "Τι θα πει ρεμπέτικο και τι θα πει ρεμπέτης;", έλεγε η Σ. Μπέλλου. "Λαϊκό τραγούδι είναι το ρεμπέτικο και ρεμπέτης ο λαϊκός τραγουδιστής. Αλλά, όταν μιλάμε για λαϊκό, εννοούμε το γνήσιο, το αυθεντικό. Είπαν διάφοροι ότι ρεμπέτης ήταν ο δυστυχισμένος, ο αδικημένος, ο κυνηγημένος και άλλα τέτοια. Αν υποθέσουμε ότι έτσι ήταν: ποιος ήταν ο αδικημένος και ο κυνηγημένος; Ο απλός λαός δεν ήταν ο αδικημένος και ο κυνηγημένος, από τους πρόσφυγες μέχρι και μετά, στα δύσκολα εκείνα χρόνια; Αρα ρεμπέτικο είναι το λαϊκό. Οι ρίζες του είναι βγαλμένες από τον καημό του Ελληνα, ο οποίος έχει υποστεί και έχει τραβήξει τόσο πολλά. Το ρεμπέτικο, οι ρίζες του βαστάνε από την Ανατολή, αλλά από Ελληνες όμως".
Ταυτισμένη και η ίδια με τους καημούς και τις αγωνίες του λαού μας, συνεπαρμένη από τους αγώνες και την ελπίδα του για καλύτερες μέρες, η Σ. Μπέλλου σφράγισε με τη μοναδική φωνή της δεκάδες μουσικές δημιουργίες και καταγράφηκε ως μια από τις κορυφαίες αυθεντικές ερμηνεύτριες του λαϊκού μας τραγουδιού. Οι ερμηνείες της δυνατές, συγκλονιστικές, δεν περιορίστηκαν στο να ψυχαγωγήσουν, αλλά κατάφεραν να συνεπάρουν, αγγίζοντας πολύ συχνά ευρύτερες κοινωνικές καταστάσεις. Η φωνή της, για μισό περίπου αιώνα, έδωσε φτερά σε δεκάδες τραγούδια, κάνοντάς τα αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής ψυχής. Αν και υπήρξε κατ' εξοχήν τραγουδίστρια του ρεμπέτικου η Σ. Μπέλλου, το ίδιο επιτυχημένα ερμήνευσε και κομμάτια του "έντεχνου" τραγουδιού. Εχοντας στο ενεργητικό της τραγούδια των Παπαϊωάννου, Χιώτη, Μητσάκη, Καπλάνη, Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Καλδάρα, Χατζηχρήστου, Περιστέρη κ. ά., δε δίστασε να καταθέσει τη δωρική φωνή της σε δημιουργίες των Ξαρχάκου, Σαββόπουλου, Μούτση, Ανδριόπουλου, Λάγιου, Κουνάδη κ. ά.
Δύο χρόνια τώρα η Σωτηρία Μπέλλου βρίσκεται συντροφιά με τους Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Καπλάνη, Νίνου, Ζαμπέτα, Χιώτη και τόσους άλλους αξέχαστους λαϊκούς δημιουργούς κι ερμηνευτές. Η πολιτεία οφείλει, επιτέλους, να δημιουργήσει ένα Αρχείο Ελληνικού Τραγουδιού, μια στέγη που θα φιλοξενήσει τη δημιουργική τους κατάθεση. Το οφείλει στην ανεκτίμητη προσφορά τους, το οφείλει σε όλους μας, καθώς η μνήμη είναι πηγή του σύγχρονου πολιτισμού.
Ρ. Σ.