"Ηταν από τη στόφα των ανθρώπων που δε χωράνε στα στενά, ασφυκτικά κι εγωιστικά όρια του αλλοτριωμένου ανθρώπου. Ηταν από τα πολύ νεανικά χρόνια της ως το τέλος της ζωής της μια αντάρτισσα, μια επαναστάτρια κι αληθινή αγωνίστρια".Αυτή είναι μια πρώτη, σύντομη περιγραφή της Λιλίκας Παπακηρύκου,όπως ήταν το πατρικό της όνομα. Ποιος την περιγράφει; Ο πληγωμένος από το χαμό της σύντροφός της στον αγώνα και στη ζωή επί 66 χρόνια, Βάσος Γεωργίου,στο συγκινητικότατο βιβλιαράκι του "Αποχαιρετισμός στη Λιλίκα μας",που εκδόθηκε πριν μερικές ημέρες σαν ύστατος φόρος τιμής και χρέους όχι μόνο στην αγαπημένη του γυναίκα, αλλά και στην αγωνίστρια. Αγωνίστρια από τα μικράτα της, αφού πέντε χρονών ορφάνεψε κι είχε, μαζί με τη χήρα γιαγιά της την ευθύνη να μεγαλώσουν και τα άλλα τρία, μικρότερα, αδέρφια της.
Εικοσάχρονη ήταν η όμορφη, καλλίφωνη, φιλότεχνη Λιλίκα όταν, στα 1932 περίπου, τη γνώρισε ο κομμουνιστής (οργανωμένος από το 1930, στο ΚΚΕ) δημοσιογράφος Βάσος Γεωργίου. Από το 1934 δέσανε τις ζωές, τις ιδέες και τους αγώνες τους για πάντα. Η πρώην "προοδευτική φεμινίστρια" Λιλίκα ήταν ήδη πια συνδικαλίστρια στο δημοσιοϋπαλληλικό τομέα με φάκελο "επικίνδυνης κομμουνίστριας". Από τότε αρχίζουν οι διώξεις της για να ενταθούν κατά τη μεταξική δικτατορία με καταδίκη για τρίχρονη φυλάκιση μαζί με άλλες σπουδαίες αγωνίστριες (στις φυλακές Αβέρωφ) και ένα χρόνο εξορία, αλλά μακριά από τον επίσης καταδικασμένο άντρα της. Κι ήρθαν μετά... το μοναχοπαίδι τους, η Μάχη, οι αγώνες της Εθνικής Αντίστασης, η εκπροσώπηση της ελληνικού γυναικείου κινήματος στη σύνοδο της ΠΟΔΓ (1946) από τη Λιλίκα Γεωργίου, ο Εμφύλιος, ο δρόμος της πολιτικής προσφυγιάς στην Πολωνία όπου η Λ. Γεωργίου δίδασκε για ένα διάστημα τη γλώσσα μας στα Ελληνόπουλα και τέλος ο επαναπατρισμός, η σπιτική θαλπωρή κι οι χαρές από τα εγγόνια της, που με περηφάνια την αποχαιρέτησαν για πάντα στις 7/11/1998.
Α. Ε.
Ενα πολυτελές, έξοχο εκδοτικά, πλούσιο εικονογραφικά "πανόραμα" του εικαστικού έργου του Ν. Νικολάου, "ως συμβολική ανταπόδοση στην προσφορά του", το οποίο καλύπτει όλες τις περιόδους της δημιουργίας του. Το λεύκωμα σε επιστημονική επιμέλεια της ιστορικού Τέχνης Ολγας Μετζαφού - Πολύζου περιέχει "μαρτυρίες" - κείμενα για το έργο του καλλιτέχνη των: Δημήτρη Παπαστάμου, Μανόλη Χατζηδάκη, Ολγας Μετζαφού - Πολύζου, Γιάννη Νεγρεπόντη, Αλέξανδρου Ξύδη, Οδυσσέα Ελύτη, Χρύσανθου Χρήστου.
Η "Πόλη" του δημοτικού τραγουδιού, του Καβάφη, του Δημήτρη Χατζή, κάθε πόλη, με δική της ταυτότητα και ιστορία, αποτελεί βασικό σύμβολο στην ποίηση, όπως και στη ζωή.
Ο Διονύσης Πιτταράς, επιστρέφοντας στο χρόνο, θα πει, με πίκρα: "Την πόλη μου τη σήκωσαν οι άγριοι καιροί", kαθώς "γυρίζει να βρει τους παλιούς δρόμους", δε συναντά παρά το άδειο. Παντού οι άνθρωποι, έπαψαν να μεταγγίζουν την ψυχή τους στα πράγματα. Ολα γύρω του, τερατώδη και νεκρά. Την ανθρωπιά "τη σήκωσαν οι άγριοι καιροί" κι ολόκληρη την πόλη του, που δεν υπάρχει, όπως τη βίωσε, κάποτε. Τότε "ένας ήλιος θεός γαλήνευε τα πνεύματα". Τώρα κρύβεται πίσω από νέφη μοναξιάς και απόγνωσης. Πού είναι "ο θεός κι ο γείτονας", όπως εύστοχα λέει ο λαός μας; Πού είναι η ζωή, που ακτινοβολούσε ο άνθρωπος για τον άνθρωπο; Μόνο στη μνήμη: "Σε θυμάμαι ζωή/ όμορφη που ήσουν στη μικρή μας πόλη" - νοσταλγεί ο ποιητής. Και στηλιτεύοντας την απληστία του σήμερα, λέει για το χτες: "... με μια μπουκιά ψωμί και χορταίναμε". Τότε υπήρχε ο πλούτος της ανθρωπιάς, της Ιστορίας. Μπροστά στο κενό ρωτά: "Πού κύλησαν τριάντα αιώνες Ιστορίας σου, πόλη μου άδεια;". Αδεια η πόλη, κι απ' αυτούς που δε γύρισαν απ' την εξωτερική ή εσωτερική μετανάστευση. Σήμερα ο Οδυσσέας δεν επιστρέφει.
Οπως λέει το δημοτικό τραγούδι "πρώτο φιλί αναστέναξε, δεύτερο τον πλανάει/ τρίτο φιλί φαρμακερό, τη μάνα λησμονάει". Ο Δ. Π. ξέρει ποιοι άδειασαν τις πόλεις, γεμίζοντας τον κορβανά τους. Και τους καυτηριάζει: "Ουαί υμίν οδηγοί τυφλοί", ξέροντας ότι "την πόλη του τη ρήμαξαν ανάξιοι άρχοντες". Τελικά, όμως, πιστεύει ότι "Αύριο θα 'ναι καλύτερα. Οι πολιορκητές/ θ' αφομοιωθούν/ απ' τον τόπο και την ιστορία του. Οπως γίνεται πάντα". (Εκδόσεις Διον. Πιτταρά, Φλέμιγκ 91, Βύρωνας - Τηλ. 7669.817).
Γιάννης ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ
Σοβαρά προβληματισμένη με ώριμο πολιτικό και κοινωνικό στοχασμό η Σάσσα Ε. Πούλκου επιδίδεται στην προσπάθεια να δώσει απάντηση σε δύσκολα πνευματικά θέματα σχετικά με τον πνευματικό δημιουργό και τη δημιουργία του στο έργο της: "Το κράτος είναι μέσα μου". Εφοδιασμένη με γερό επιστημονικό οπλοστάσιο(σπούδασε Νομικά, Φιλοσοφία, Θέατρο) στέκεται συχνά στη μοναδικότητα του δημιουργού, στην αγωνία του ώσπου να εκφράσει το αντικείμενο της έμπνευσής του και με το αποτέλεσμα των ιδιαίτερων στον καθένα διεργασιών "είναι ήδη υπόλογος στον εαυτό του και στο σύνολο των πολιτών για ό,τι έπραξε και σίγουρα έπραξε αμερόληπτα", αφού "ο δημιουργός κατευθύνει το αντικείμενό του στην υπηρεσία του συνόλου για να έχει λόγο ύπαρξης".
Πίσω, όμως, από τις πλάτες του καραδοκεί η απληστία του κέρδους που στηρίζεται στην εκμετάλλευση του πνευματικού του προϊόντος: "Δεν υπάρχει έλεος όταν πρόκειται για το κέρδος και δεν αντιμετωπίζεται το υποκείμενο της δημιουργίας σαν τέτοιο, αλλά χωρίς σεβασμό και ιεραρχία".
Νόμοι και διατάγματα ανά τους αιώνες προσπάθησαν να διαφυλάξουν την πνευματική ιδιοκτησία που στην πράξη, μένει πάντα βορά των εκμεταλλευτών κι ο δημιουργός ζει την πίεση από την αβεβαιότητα των αφύλακτων συνόρων του".Το δοκίμιο επεκτείνεται και σε θέματα αισθητικά, φιλοσοφικά, φιλολογικά, που η περιορισμένη έκτασή τους παράλληλα με την εύληπτη και ξεκάθαρη διατύπωσή τους βοηθά στην εύκολη πρόσληψη και κατανόηση από τον αναγνώστη.Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει και η ενισχυτική, για τον ενδιαφερόμενο στα ειδικά θέματα, βιβλιογραφία. Προλογίζει ο Βασίλης Αλεξάκης. (Εκδόσεις "συλλογές" - Αργύρης Βουρνάς. Αθήνα 1998).
Ευγενία ΖΩΓΡΑΦΟΥ