Διακοσμητικός ο ρόλος τους στη Θεσσαλονίκη και σε όλη τη Β. Ελλάδα. Μια πρωτόγονη κατάσταση, που εκτρέφει στο έπακρο την εργοδοτική ασυδοσία, τη "μαύρη εργασία", την παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.-
Διακοσμητικός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σήμερα ο ρόλος των Επιθεωρήσεων Εργασίας. Η σκόπιμη εγκατάλειψη από το κράτος έχει μετατρέψει το, πάντα προβληματικό, Σώμα των επιθεωρητών Εργασίας σε υπηρεσία - φάντασμα. Σε ένα ανύπαρκτο γραφειοκρατικό μηχανισμό, που δεν μπορεί πια να διεκπεραιώσει ούτε καν την αλληλογραφία του! Πόσο μάλλον να ασχοληθεί με τα προβλήματα των εργαζομένων ή να πραγματοποιήσει ελέγχους στις επιχειρήσεις και να φροντίσει για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας.
Μετά την υπαγωγή των Επιθεωρήσεων Εργασίας στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και με τους όρους που αυτή έγινε, η κατάσταση επιδεινώθηκε. Η Επιθεώρηση Εργασίας έχει απολέσει κάθε δυνατότητα παρέμβασης και έχει απογυμνωθεί από όλα τα απαραίτητα στοιχεία οργάνωσης, αλλά και κύρους και δυναμισμού που απαιτούνται στην εκτέλεση του έργου της, που εξ αντικειμένου τη φέρνει σε αντίθεση με την εργοδοτική αυθαιρεσία. Οι δυνατότητες ελέγχου των επιχειρήσεων και προστασίας των εργαζομένων από τις συνεχείς παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας έχουν περιοριστεί στο κατώτερο επίπεδο, ενώ το κύρος της τόσο στα μάτια των εργατών όσο και απέναντι στους εργοδότες είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο.
Η λειτουργία της από τους εργαζόμενους και το συνδικαλιστικό κίνημα χαρακτηρίζεται πλέον ως σκανδαλώδης και οι εργοδότες δεν έχουν κανένα λόγο να ανησυχούν ή να διαμαρτύρονται. Οι μηνήσεις, όταν γίνονται και όταν εκδικάζονται, τις περισσότερες φορές δε δικαιώνουν τους εργαζόμενους και τα πρόστιμα που επιβάλλονται, όταν επιβάλλονται, είναι ευτελή σε σχέση με όσα κερδίζουν οι επιχειρήσεις παραβιάζοντας την εργατική νομοθεσία. Οι έλεγχοι γίνονται κάτω από πιέσεις και μόνο όταν υπάρχει επώνυμη καταγγελία. Και αυτό ξέρουν καλά πώς να το αντιμετωπίζουν οι εργοδότες. Με τρομοκρατία, πρόστιμα, εντατικοποίηση και απολύσεις.
"Στους χώρους δουλιάς επικρατεί καταστρατήγηση των νόμων, αυταρχισμός και εργοδοτική αυθαιρεσία, τονίζει ο Νίκος Αθανασιάδης,μέλος της διοίκησης της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας. Τους καλούμε και δεν έρχονται ποτέ. Τους καταγγείλαμε επανειλημμένα, αλλά το πρόβλημα δε λύνεται έτσι. Εχει ευθύνες η πολιτεία απέναντι στους εργαζόμενους".
Οι Επιθεωρήσεις Εργασίας κυριολεκτικά έχουν αφεθεί στη μοίρα τους και στην ευσυνειδησία των λιγοστών υπαλλήλων τους. Στη Θεσσαλονίκη, το μεγαλύτερο βιομηχανικό κέντρο της Β. Ελλάδας με 16.000 μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις και 130.000 περίπου εργαζόμενους, σύμφωνα με τους πίνακες προσωπικού, τα 7 γραφεία της Επιθεώρησης Εργασίας είναι στελεχωμένα μόλις με 32 υπαλλήλους!Το 1985 διέθετε 56 άτομα, ενώ ο οργανισμός του 1988 προέβλεπε 88 θέσεις, οι οποίες ποτέ δεν πληρώθηκαν. Και να θέλουν οι υπάλληλοι να βγουν σε ελέγχους, αδυνατούν, λόγω και της αναχρονιστικής οργάνωσης και λειτουργίας της υπηρεσίας. Παραμένουν καθηλωμένοι στα γραφεία, γιατί δεν υπάρχει καμία υποδομή μηχανοργάνωσης, ενώ δεν καλύπτονται ούτε τα έξοδα μετακίνησης.
Η υπηρεσία στη Θεσσαλονίκη δε διαθέτει κανένα αυτοκίνητο.Το ένα αυτοκίνητο που υπάρχει, χρησιμοποιείται για δουλιές της Νομαρχίας και οι κάρτες πολλαπλών διαδρομών των υπαλλήλων περικόπηκαν από πέρσι για λόγους οικονομίας.
Ο προϋπολογισμός του 1996 για τα τρέχοντα έξοδα της Επιθεώρησης Εργασίας στον Νομό Θεσσαλονίκης μόλις φτάνει στο ποσό των 17.932.000 δρχ., από τα οποία τα 16.848.000 προορίζονται για ενοίκια! Σύμφωνα πάντα με τον προϋπολογισμό, προβλέπονται 780.000 δρχ. για θέρμανση, όταν το πραγματικό έξοδο ξεπερνά τις 1.200.000 δρχ. και 15.000 δρχ. για χαρτικά, έντυπο υλικό, βιβλιοδεσία και αναλώσιμα γραφείου. Οπως λένε οι εργαζόμενοι, η υπηρεσία χρωστά τους πάντες και δεν αποστέλλει την αλληλογραφία, γιατί δεν έχει εγκριθεί το κονδύλι για τα γραμματόσημα! Δε διαθέτει φαξ, αλλά ούτε και φωτοτυπικό! Πρωτόγονες καταστάσεις, που εξυπηρετούν όμως απόλυτα τη μετατροπή της Θεσσαλονίκης σε βασίλειο της παραοικονομίας, της μαύρης εργασίας και της εργοδοτικής ασυδοσίας, με τις ευλογίες του κράτους.
"Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση έχει απαγορεύσει να πηγαίνουν οι επιθεωρητές Εργασίας στα δικαστήρια, τονίζει ο πρόεδρος των Εμποροϋπαλλήλων Θεσσαλονίκης Αντώνης Χανίδης.Γίνονται οι μηνήσεις, ακολουθούν οι δίκες και οι εργαζόμενοι, που ζητούν να πληρωθούν δεδουλευμένα, χάνουν τη δίκη, γιατί πολλές φορές δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα για δικηγόρο. Να μη μιλήσουμε για τους χώρους δουλιάς. Εκεί δεν έρχονται ποτέ, μόνο όταν τους πιέζουμε πολύ. Η υπηρεσία για μας τους εργαζόμενους είναι ανύπαρκτη".
Είναι χαρακτηριστικό πως στον ανατολικό τομέα με τις 3.500 επιχειρήσεις και τους 30.000 εργαζόμενους υπάρχουν μόνο 2 επόπτες Εργασίας!Στο δυτικό τομέα, όπου βρίσκεται η Βιομηχανική Περιοχή Θεσσαλονίκης με τριπλάσιο αριθμό επιχειρήσεων και πολλαπλάσιο αριθμό εργαζομένων, εποπτεύουν 4 επιθεωρητές Εργασίας!
Μεγάλο ποσοστό εργοδοτών δε συμπληρώνει ποτέ πίνακες μισθοδοσίας και καθώς ποτέ δε γίνονται προληπτικοί έλεγχοι, ιδιαίτερα στους κλάδους της μεταποίησης, η καταπάτηση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας είναι ο νόμος που επικρατεί. Φυσικά έλεγχοι δε γίνονται ούτε για τις υπερωρίες ούτε για παράνομη απασχόληση τις αργίες και τις Κυριακές και τη νυχτερινή εργασία, γιατί η υπηρεσία δεν προβλέπει υπερωριακή απασχόληση των υπαλλήλων.
Ανάλογη είναι η κατάσταση και στους άλλους νομούς της Μακεδονίας. "Η υπηρεσία είναι ανύπαρκτη, τονίζει ο γγ του Εργατικού Κέντρου Καβάλας,Βαγγέλης Παπάς.Για 30.000 εργαζόμενους διαθέτουν 3 άτομα, που φυσικά δεν επαρκούν.Θέση μας είναι να επιστρέψουν οι Επιθεωρήσεις στον έλεγχο του υπουργείο Εργασίας".
Στη Χαλκιδική εδώ και 10 χρόνια δεν υπάρχει επόπτης Εργασίας!"Ελέγχους κάνει μια υπάλληλος απόφοιτη λυκείου, χωρίς καμία γνώση Εργατικού Δικαίου, επισημαίνει ο γγ του ΕΚ Χαλκιδικής, Θανάσης Τσόλτας.Εχουμε 5.000 εργαζόμενους και το καλοκαίρι τριπλασιάζονται. Ουσιαστικά δε γίνεται κανένας έλεγχος".
Στην Αλεξανδρούπολη είναι 2 υπάλληλοι και στην Κομοτηνή 3, οι οποίοι συνήθως δεν έχουν χρόνο για ελέγχους. "Τα παράπονα των εργαζομένων είναι πολλά, σημειώνει ο γγ του ΕΚ Κομοτηνής Παναγιώτης Ταξόπουλος.Υπάρχουν πρώην επόπτες, που έχουν διοριστεί προϊστάμενοι σε επιχειρήσεις. Η κατάσταση είναι απαράδεκτη".
Οι υπάλληλοι των Επιθεωρήσεων Εργασίας της Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Θράκης πρόσφατα συγκρότησαν το δικό τους σωματείο και στις εκλογές ψήφισαν 103 άτομα. Ο πρόεδρος του συλλόγου Νίκος Παπαμαρίνος μίλησε στο "Ρ" για τις θέσεις των υπαλλήλων σχετικά με το έργο της υπηρεσίας και τα αιτήματα που θέτουν προς την πολιτεία.
"Οι αδυναμίες των Επιθεωρήσεων Εργασίας είναι μεγάλες. Δεν αρκεί να πω ότι εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε. Πολλοί εργαζόμενοι πιστεύουν πως εμείς είμαστε αδιάφοροι και μας κατηγορούν μέχρι και για σχέσεις με τους εργοδότες. Οι επιθεωρητές Εργασίας προσπαθούν να κάνουν το καθήκον τους, αλλά το πρόβλημα είναι σύνθετο και οι ευθύνες βαρύνουν κύρια την πολιτεία, αλλά και τα συνδικάτα. Πολλοί συνδικαλιστές μάς θυμούνται μόνο πριν από τις εκλογές. Ζητάμε να ενισχυθεί ουσιαστικά η υπηρεσία σε υποδομή και προσωπικό και να εξασφαλιστεί η απόλυτη ανεξαρτησία της από κάθε είδους επιρροή. Με τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση δεν υπάρχει κανένας συντονισμός, κανένας σχεδιασμός και τα προβλήματα οξύνθηκαν. Με τα πόδια πηγαίναμε στις βιοτεχνίες του Φοίνικα το 1960, με τα πόδια πηγαίνουμε στα εργοστάσια της Σίνδου το 1996".
Σε ψήφισμά τους οι Επιθεωρητές Εργασίας Β. Ελλάδας τονίζουν πως κάτω από το θεσμό της ΝΑ παραβιάζεται η 81η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας, που προβλέπει ενιαία λειτουργία του σώματος των Εποπτών Εργασίας για να μη διασπάται η ομοιόμορφη εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας και ζητούν την επιστροφή της Επιθεώρησης Εργασίας στον έλεγχο του υπουργείου Εργασίας.
Σχετικά με το θέμα, αλλά και για το έργο της Επιθεώρησης Εργασίας ο γγ του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, Βασίλης Ρέβας δήλωσε στο "Ρ":
"Η υπαγωγή των Επιθεωρήσεων στις νομαρχίες είναι ένα ακόμα βήμα υποβάθμισης του ρόλου τους και συμβαδίζει με την αντεργατική και αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης. Το ελεγκτικό έργο τους είναι ανύπαρκτο, ενώ για τις εργατικές διαφορές συνήθως προσπαθούν να βρουν τρόπο να διευθετήσουν το πρόβλημα, αποφεύγοντας την αντιπαράθεση με την εργοδοσία. Οι επιθεωρητές δε δείχνουν την επιμονή που πρέπει και έχουμε πολλές καταγγελίες εργαζομένων για ευνοϊκή διάθεση προς τους εργοδότες. Αλήθεια ποια λύση μπορεί να βρεθεί όταν ένας εργαζόμενος είναι απλήρωτος 6 μήνες και διεκδικεί 1 εκατομμύριο;".
Φίλιππος ΔΕΡΓΙΑΔΕΣ
Με το νομοσχέδιο Τζουμάκα, προωθείται η νομιμοποίηση όλων των παράνομων καταπατήσεων στις δασικές εκτάσεις. Αναγνωρίζονται ιδιοκτησίες τρίτων - οικοδομικών συνεταιρισμών, ρητινευόμενα δάση κλπ. - σε δημόσιες δασικές εκτάσεις και νομιμοποιούνται αυθαίρετα και παράνομα κτίσματα σε δασικές περιοχές...
Την αντιδασική πολιτική όλων των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων, συνεχίζει η σημερινή κυβέρνηση με το νομοσχέδιο Τζουμάκα, που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα. Από το χρόνο που επέλεξε, αλλά και από τις διατάξεις που περιλαμβάνει αυτό το νομοσχέδιο, αποκαλύπτονται οι πραγματικές επιλογές της για τη νομιμοποίηση παρανομιών και το ξεπούλημα των δασών και δασικών εκτάσεων, την εξυπηρέτηση του μεγάλου και μικρού κεφαλαίου που κερδοσκοπεί σε βάρος των δασών, αλλά και, με διαφαινόμενο στόχο, την εξασφάλιση εκλογικής πελατείας. Το νομοσχέδιο αυτό έρχεται ως συνέχεια των αντιδασικών νόμων 998/79 της κυβέρνησης της ΝΔ και 1734/87 της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Εισάγει ουσιαστικά μια νέα φάση, ποιοτικά, στην καταστροφή των δασών και δασικών εκτάσεων. Μάλιστα, γίνεται προσπάθεια, στη βάση αντιμετώπισης κάποιων υπαρκτών προβλημάτων, να εξασφαλιστεί η κοινωνική συνενοχή με στόχο να περάσουν οι νέες αντιδασικές ρυθμίσεις.
Συγκεκριμένα με το νομοσχέδιο αυτό:
Με σοβαρές ασάφειες που υπάρχουν στο σχέδιο νόμου, ανοίγει ο δρόμος για νομιμοποιήσεις εκχερσώσεων, κι αυτά σε συνδυασμό με τη χρησιμοποίηση αεροφωτογραφιών του 1945, αν και, πχ για την Αττική αλλά και αλλού, υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία παλαιότερα τα οποία πρέπει να χρησιμοποιηθούν (άρθρο 1).
Η κυβέρνηση προωθεί ουσιαστικά την ιδιωτικοποίηση του Δασικού Κτηματολογίου (άρθρο 5),ενώ θα έπρεπε με ολοκληρωμένο ουσιαστικό και αποτελεσματικό τρόπο να εναρμονιστεί το Εθνικό Κτηματολόγιο με τη δασική νομοθεσία και το Δασικό Κτηματολόγιο, του οποίου η οριστική υλοποίηση προηγείται αντικειμενικά.
Επίσης, ενώ προβλέπει ότι τα δικαστήρια θα αντιμετωπίζουν τις ιδιοκτησιακές διαφορές, ουσιαστικά με άλλη διάταξη δίνει τη δυνατότητα να αποφαίνονται και για το χαρακτήρα μιας έκτασης (άρθρο 6).
Ακόμη, αποχαρακτηρίζει δασικές εκτάσεις επειδή... "φέρουν μεν τα χαρακτηριστικά των δασικών εκτάσεων, αλλά λόγω του εμβαδού τους και της επιλεγείσας κλίμακας του δασικού χάρτη δε δύνανται να εμφανιστούν σε αυτόν"(άρθρο 4).
Συνολικά η κατεύθυνση του σχεδίου νόμου, που είναι και αντισυνταγματικό, εξουδετερώνει και ορισμένες διατάξεις οι οποίες έχουν, κάτω από προϋποθέσεις, θετικό χαρακτήρα - χωρίς όμως αυτές οι επιμέρους διατάξεις να χαρακτηρίζουν τη συνολική κατεύθυνσή του, η οποία παραμένει αντιδασική.Οι ρυθμίσεις αυτές αφορούν:
- Την προσαρμογή των διατάξεων του Εθνικού Κτηματολογίου με τη δασική νομοθεσία (τεκμήριο κυριότητας κλπ.) - διατάξεις οι οποίες με συμπλήρωση και με συνολική αντιμετώπιση θα επιβαλλόταν να ψηφιστούν από τη Βουλή σαν ξεχωριστός νόμος.
- Την ίδρυση Ταμείου Δασών για χρηματοδότηση των δασών με ποσοστό 0,5 % του προϋπολογισμού. Τον οριστικό χαρακτηρισμό μιας έκτασης από τη Δασική Υπηρεσία χωρίς αμφισβήτηση, την αντιμετώπιση του προβλήματος των δασωμένων αγρών,κάτι που γίνεται όμως ανεξάρτητα από κοινωνικού και οικολογικού χαρακτήρα κριτήρια και τυχόν διεκδικήσεις ιδιοκτησιακές σε δασικές εκτάσεις και δάση, οι οποίες θα κρίνονται στα αστικά δικαστήρια.
- Προβλέπει τέλος, την κατάργηση του Συμβουλίου Ιδιοκτησίας Δασών,το οποίο σε πολλές περιπτώσεις, μαζί με τις επιτροπές του Ν.998/79, αποτελούσαν τη "λεωφόρο" αποχαρακτηρισμού δασών. Για αυτές τις θετικού χαρακτήρα διατάξεις, εκφράζονται από αρμόδιους σοβαρές επιφυλάξεις για το κατά πόσο θα περιέχονται στο τελικό σχέδιο που θα κατατεθεί στη Βουλή και πολύ περισσότερο για το αν θα υπερψηφιστούν, εφ' όσον φθάσουν, στη Βουλή.
Οπως προκύπτει και αποδείχνεται και με το συγκεκριμένο σχέδιο, η προστασία και αναβάθμιση των δασικών οικοσυστημάτων, είναι ασύμβατη με την κυβερνητική πολιτική. Η υπόθεση της προστασίας, της οικολογικής ανόρθωσης και της σωστής διαχείρισής τους εξαρτάται από την αντίσταση και πάλη όλου του λαού. Ο στόχος πρέπει να είναι, άμεσα, να αποσυρθεί το καταστροφικό νομοσχέδιο και, γενικότερα, να επιλυθούν οριστικά, σε θετική για τα δάση και το κοινωνικό σύνολο κατεύθυνση, τα βασικά προβλήματα που αφορούν τα Δασικά Οικοσυστήματα. Κι αυτά είναι το ιδιοκτησιακό, η υλοποίηση του Δασικού Κτηματολογίου από τη Δασική Υπηρεσία μέσα από άλλο θεσμικό και νομικό πλαίσιο και με την εξασφάλιση του αναγκαίου ανθρώπινου δυναμικού, μέσων και οικονομικών πόρων, ο σχεδιασμός χρήσεων γης. Να υπάρξει σύγχρονος αντιπυρικός σχεδιασμός, να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη χρηματοδότηση και να υλοποιηθεί ο Ενιαίος Φορέας Δασοπροστασίας στα πλαίσια της Δασικής Υπηρεσίας.
Αυτή η πάλη πρέπει περισσότερο από ποτέ να είναι αποτελεσματική, αποφασιστική και να συμβάλλει στη διαμόρφωση άλλων συσχετισμών σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, γιατί σε τελευταία ανάλυση οι στόχοι αυτοί έχουν τη θέση τους στη διαμόρφωση του μετώπου πάλης που είναι ανάγκη να οικοδομηθεί.
Αντώνης ΡΑΛΛΑΤΟΣ
δασολόγος
Οι Επιθεωρήσεις Εργασίας στην πόλη μας αποτελούν μια ανάγλυφη εικόνα των πολιτικών του καπιταλιστικού συστήματος και των κυβερνήσεών του. Αποδυναμωμένες, χωρίς υποδομή και αναγκαίο προσωπικό, χωρίς νομοθετική υποστήριξη του έργου τους, αφημένες στον "πατριωτισμό και στο φιλότιμο" των υπαλλήλων τους.
Στα πλαίσια του "μααστριχτικού εκσυγχρονισμού", οι Επιθεωρήσεις Εργασίας, μετά το 1992, εντάχθηκαν σαν υπηρεσίες στο σχεδιασμό των "γαλαζοπράσινων" κυβερνήσεων σαν όργανα ταξικής συνεργασίας και περάσματος των θεωριών του"κοινωνικού εταιρισμού" στους εργαζομένους, με στόχο την υποταγή και την ενσωμάτωσή τους στην κυριαρχία της εργοδοσίας. Μαζί με τον ΟΜΕΔ, η Επιθεώρηση Εργασίας καλείται να παίξει μέσα από το θεσμό των Συλλογικών Συμβάσεων το ρόλο του οργάνου της συμφιλίωσης μεταξύ εργοδότη και σωματείου.
Καταργούνται και τυπικά πλέον οι εργατικές διαφορές, που μετονομάζονται σε διαδικασίες "συμφιλίωσης", όπου το αποτέλεσμα είναι από την πρώτη στιγμή καθορισμένο για τον εργαζόμενο που αδικείται από τον εργοδότη: να πάει στα πολιτικά δικαστήρια για να βρει το δίκιο του! Που αν το βρει, μετά 2 - 3 χρόνια δικαστικών εξόδων, δε θα έχει κανένα νόημα για τον εργαζόμενο, αφού πάλι ο εργοδότης δεν είναι σίγουρο ότι θα συμμορφωθεί. Η εφαρμογή της "Λευκής Βίβλου" (μερική απασχόληση, κατάργηση ΣΣΕ, απεριόριστες απολύσεις) σηματοδοτεί από σήμερα και στο μέλλον - αν δεν υπάρχει αντιστροφή αυτής της κατάστασης - την αποδιάρθρωση των Επιθεωρήσεων Εργασίας.
Ηδη το πρώτο μήνυμα δόθηκε με την υποταγή των Επιθεωρήσεων Εργασίας στις νομαρχίες, φεύγοντας από το φυσικό τους χώρο το υπουργείο Εργασίας, εντείνοντας έτσι την αποδυνάμωσή τους σε μέσα, υποδομή και προσωπικό. Στη Θεσσαλονίκη για όλο το νομό υπηρετούν 32 άτομα και - όπως λένε οι ίδιοι οι εργαζόμενοι - χρειάζονται πάνω από 100 επόπτες. Ανάλογη και ακόμα χειρότερη κατάσταση επικρατεί και στην Τεχνική Επιθεώρηση.
Αντανάκλαση, λοιπόν, των αντεργατικών πολιτικών των κυβερνήσεων αποτελούν οι Επιθεωρήσεις Εργασίες και γι' αυτό οι υπάλληλοι των υπηρεσιών αυτών θα πρέπει να συντονίσουν την πάλη τους με το υπόλοιπο συνδικαλιστικό κίνημα της πόλης, για την αναβάθμισή τους και την ένταξή τους στην υπηρεσία της Εργατικής Τάξης.
Η ΕΣΑΚ Θεσσαλονίκης υποστηρίζει τις προτάσεις των συνδικάτων για την ενίσχυση των Επιθεωρήσεων Εργασίας σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή και για την αλλαγή του νομικού καθεστώτος, που θα προσδίδει αποφασιστικές αρμοδιότητες στην υπηρεσία, καθώς και την επαναφορά της στην αρμοδιότητα του υπουργείου Εργασίας.
Η ΕΣΑΚ Θεσσαλονίκης θεωρεί ότι η πάλη των συνδικάτων στα κύρια μέτωπα, όπως η ανεργία, η "Λευκή Βίβλος", οι απολύσεις, πρέπει να είναι δεμένη με την αναβάθμιση του ρόλου των Επιθεωρήσεων Εργασίας προς όφελος των εργαζομένων.
Θεόδωρος ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Γραμματέας ΤΕ Θεσσαλονίκης της ΕΣΑΚ
Η ευθύνη για την παράνομη καταπάτηση και διεκδίκηση τεράστιων δασικών εκτάσεων βαρύνει όλες τις κυβερνήσεις
Κατά το παρελθόν, αλλά κυρίως από τη μεταπολίτευση και μετά, το πρόβλημα των καταπατήσεων, παράνομων αλλαγών στη χρήση δασών και δασικών εκτάσεων, των εκχερσώσεων κλπ., αναδείχτηκε ως τεράστιο πρόβλημα παρανομίας και καταστροφής του περιβάλλοντος αλλά και πειρατείας - κλοπής της δημόσιας περιουσίας και συγκεκριμένα των δασών και δασικών εκτάσεων που, κατά τεκμήριο, ανήκουν στο δημόσιο.
Το ιδιοκτησιακό πρόβλημα ξεκινά από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, το οποίο ποτέ μέχρι σήμερα δε θέλησε ουσιαστικά να προσδιορίσει στο έδαφος ποιες εκτάσεις αναγνώριζε, παραχωρούσε, ποιες εκτάσεις ανήκουν στο δημόσιο. Η πολιτική αυτή οδήγησε στον πολυτεμαχισμό της δασικής γης, τη σκόπιμη ασάφεια των ιδιοκτησιακών όρων, κάτι που διευκολύνει την επέκταση της ιδιωτικής σε βάρος της δημόσιας δασικής γης. Ιδιαίτερα σε περιοχές που δέχονται τις επιδράσεις των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών επιλογών. Σε αυτές τις εκτάσεις τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα είναι τεράστια. Ενώ το υπάρχον νομικό και θεσμικό πλαίσιο επιτρέπει τη μεταβολή των Δ. Οικ. σε γεωργικά και στη συνέχεια για άλλες χρήσεις, που είναι ο πιο πρόσφορος τρόπος για την αλλαγή και του ιδιοκτησιακού καθεστώτος κυρίως σε βάρος του δημοσίου.
Ειδικότερα, για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις πρέπει να επισημάνουμε ότι στη χώρα μας υπάγονται σε ειδικό νομικό καθεστώς. Προσδιορίζονται και προστατεύονται από τις διατάξεις του Συντάγματος (άρθρα 24 και 117) και της ισχύουσας δασικής νομοθεσίας (Δ.Ν.). Από όπου γίνεται φανερό ότι ως δασικού χαρακτήρα εκτάσεις ορίζονται, όχι μόνο αυτές που σήμερα έχουν τα απαραίτητα από το νόμο χαρακτηριστικά όσον αφορά τη βλάστηση, αλλά και αυτές που είχαν τα χαρακτηριστικά αυτά στο παρελθόν και κάηκαν ή εκχερσώθηκαν αργότερα.
Για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις ισχύει από το έτος 1836 το "μαχητό Τεκμήριο Κυριότητας υπέρ του Δημοσίου", ενώ από το έτος 1915 και μετά έπαψε να ισχύει στις εκτάσεις αυτές η δυνατότητα απόκτησης εμπράγματων δικαιωμάτων διά της έκτακτης χρησικτησίας. Ο λόγος της καθιέρωσης των παραπάνω ρυθμίσεων είναι η προστασία της περιουσίας του Δημοσίου.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ως προκριματικό στοιχείο για την αντιμετώπιση του ιδιοκτησιακού ζητήματος μιας έκτασης, προβάλλει ο δασικός ή μη χαρακτήρας της. Νομικό αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας είναι ότι τα βλαστητικά γνωρίσματα μιας έκτασης (σήμερα ή στο παρελθόν) την υπάγουν ή όχι σε ιδιαίτερο ιδιοκτησιακό καθεστώς.
Η μέχρι σήμερα δασική πολιτική, τόσο συνολικά όσο και στο ιδιοκτησιακό πρόβλημα, κυρίως λόγω πολιτικών επιλογών, των αντιφάσεων, τον αντιδασικό και αναχρονιστικό χαρακτήρα της νομοθεσίας, αλλά και των ιδιαιτεροτήτων που προαναφέρθηκαν, έχει οδηγήσει το ιδιοκτησιακό σε αδιέξοδο, και το δημόσιο σε συνεχείς αντιπαραθέσεις με τους πολίτες. Η σημερινή κυβέρνηση, υλοποιώντας πολιτικές κατευθύνσεις και δεσμεύσεις από την ΕΕ και στα πλαίσια συστηματικής και καλά οργανωμένης μεθόδευσης, προσπαθεί και έχει ήδη υλοποιήσει διαδικασίες ιδιωτικοποίησης τομέων της δασοπονίας. Οι συγκεκριμένες καταστροφικές για τα δασικά οικοσυστήματα επιλογές, πρέπει να ιδωθούν σε συνδυασμό με τις επιλογές και ρυθμίσεις για την υλοποίηση "κατ' όνομα" του Εθνικού Κτηματολογίου, οι οποίες θα οδηγήσουν τελικά και στη νομιμοποίηση των καταπατήσεων, εκχερσώσεων, παράνομων αλλαγών στη χρήση κλπ. στα δάση και τις δασικές εκτάσεις.
Οπως τονίζουν οι εργαζόμενοι στους χώρους δουλιάς τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. "Εκεί οι επιθεωρητές εργασίας δεν έρχονται ποτέ, μόνο όταν τους πιέζουμε πολύ. Η υπηρεσία για μας τους εργαζόμενους είναι ανύπαρκτη"
Αναγνωρίζει ιδιοκτησίες σε καταπατημένες δασικές εκτάσεις και νομιμοποιεί τα παράνομα στα δάση, το νομοσχέδιο Τζουμάκα!