ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 3 Μάρτη 1996
Σελ. /48
ΚΕΝΗ
Ερώτηση πρώτη!

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Δεν τον γνωρίζω, ξέρω μόνο πώς τον λένε και πως ζει στο Γκάμπροβο της Βουλγαρίας. Πριν από λίγες μέρες, πήρα ένα γράμμα του και ένα σονέτο, όπου προσπαθούσε με έμμετρο λόγο να μου πει το πόσο χαίρεται τις επιφυλλίδες που δημοσιεύω στο "Ριζοσπάστη", όχι μόνο γιατί βρίσκει ενδιαφέροντα τα όσα προσπαθώ να αναπτύξω μέσα σ' αυτά τα βιαστικά κείμενα, αλλά και γιατί μέσα από αυτά βρίσκει την ευκαιρία να επικοινωνήσει, νοερά έστω, με την Ελλάδα, να θυμηθεί ενδιαφέρουσες στιγμές από τη ζωή του, να ξεφύγει από ό,τι τον απασχολεί". Οσον αφορά τα πολιτικά του οράματα, να βρει ίσως και κάποιες απαντήσεις στα ερωτήματα και στις διαφωνίες, που έχει μ' αυτούς που δεν έρχονται κοντά στις δικές του απόψεις. Βέβαια, από αυτά τα συγκινητικά λόγια του συντρόφου από το Γκάμπροβο δεν κράτησα τους απλοϊκούς του επαίνους ούτε τις ευγενικές του υπερβολές. Δεν είπα ούτε καν μια στιγμή να φανταστώ πως βρήκα τον τρόπο να απαντώ, χωρίς λάθη, σε απορίες ανθρώπων, που ψάχνουν σε όλη τους τη ζωή να βρουν την αλήθεια ούτε μ' έκαναν να πιστέψω, τα ευγενικά στιχάκια του καλού μου συντρόφου πως βρίσκομαι στο δρόμο που πρέπει και πως όλα, όσα γράφω, πλουτίζουν τη σκέψη των άλλων, που θέλουν να σκέφτονται, όπως κι εγώ. Ωστόσο, πήρα ένα πολύ σημαντικό μήνυμα από τούτο το αναπάντεχο γράμμα, το συνοδευμένο από το συγκινητικό στιχούργημα. Πήρα το μήνυμα που βασανίζει πολλούς συνανθρώπους μας σήμερα, ένα μήνυμα που αποκαλύπτει με οξύ τρόπο την ανάγκη της επικοινωνίας. Εκείνη την ανάγκη, που ξεπερνάει σύνορα και ηλικίες, καιρούς και προσωπικά δράματα κι αναζητάει μέσα στο χρόνο, στο χρόνο που για τα πρόσωπα είναι άπειρος, παλιές φιλίες, ακόμα και φανταστικές φιλίες, μικρά αναρίθμητα καθημερινά δράματα, αγαπημένους νεκρούς, χαλασμένους αγώνες, οράματα ξεχασμένα, πεταμένα επάνω σε αναχώματα, σε μονοπάτια βουνών, μέσα σε σπηλιές, που δεν έχουνε τέλος και δίπλα σε όχθες ποταμών, που το χειμώνα κατεβάζουν νερό και το καλοκαίρι πετάνε πέτρες στη θάλασσα.

Να, λοιπόν, μια άλλη ανάγκη, που μας κατατρώει τα στηρίγματα της καθημερινής μας ζωής, η ανάγκη της επικοινωνίας. Η ανάγκη ν' ανοίξουμε κουβέντα με τους άλλους ανθρώπους της ζωής, με τα άλλα τα πρόσωπα αυτής της δραματικής πράξης που λέγεται δουλιά. Ν' ανοίξουμε κουβέντα με τα πρόσωπα του αγώνα, που λίγο ως πολύ τον ξεχάσαμε και τρέχουμε τώρα λαχανιασμένοι, πίσω από εικόνες που μιλούνε για θανάτους και καταστροφές. Να ανοίξουμε κουβέντα με τους θλιμμένους ανθρώπους, που περιμένουν με τις άδειες σακούλες στις στάσεις των λεωφορείων, στα εξωτερικά ιατρεία του ΙΚΑ, στα ταμεία των τραπεζών, όπου ρέουν τα στερεμένα ρέματα των συντάξεων, τα πονεμένα εμβάσματα και τ' αποφάγια των πετυχημένων.

Και πώς να την ανοίξουμε αυτή την κουβέντα; Θα με ρωτήσετε, όπως το κάνετε κάθε Κυριακή. Από ποιο θέμα θα πάρουμε την αφορμή; Και ποιος θα μας ακούσει από αυτούς τους κουρασμένους των δρόμων και των στάσεων, των συντάξεων και των εμβασμάτων; Τι μας συνδέει, εν πάση περιπτώσει, με όλα αυτά τα δραματικά πρόσωπα των καθημερινών καταστροφών; Εδώ ήθελα να τη φέρω τη σημερινή μου ιστορία. Ηθελα να σας αναγκάσω να με ρωτήσετε ποια είναι τα πονεμένα θέματα, που μας δίνουν αφορμές, για να επικοινωνήσουμε, να σφίξουμε μέσα στα δικά μας τα χέρια τη ζέστα των άλλων χεριών. Ηθελα να στρωθούμε όλοι μαζί γύρω από το ίδιο τραπέζι, ν' ανοίξουμε τα χαρτιά μας και να ξεφυλλίσουμε, προσεκτικά, όλα τα κεφάλαια από την αρχή. Γιατί μπορεί να λέμε πως διαβάσαμε καλά το μάθημά μας και πως το ξέρουμε "απ' έξω κι ανακατωτά", μας ξεφεύγουν, όμως, πολλές λεπτομέρειες. Και, ίσως, όχι πολλές λεπτομέρειες, μα και ολόκληροι τίτλοι ακόμα σημαντικών κεφαλαίων.

Ερώτηση πρώτη, λοιπόν, και συγχωρέστε μου το δασκαλίστικο ύφος. Σας δίνω το λόγο μου, όμως, πως δεν κρατάω κατάλογο ούτε και βαθμούς σκοπεύω να μοιράσω. Κρατάω, ωστόσο, βαθιά μέσα στη συνείδησή μου την εικόνα της βέργας, που μ' έμαθε να γράφω και να διαβάζω για πρώτη φορά κάτω από τη μουριά της κυρίας Μαριόγκας, εμπειρικής δασκάλας του "σπιτικού σχολείου" της γειτονιάς μας, στην Ανω Τούμπα. Ερώτηση πρώτη, λοιπόν: Τι ξέρετε ακριβώς για το Μάαστριχτ; Πού είναι αυτή η όμορφη πολιτεία της δυτικής Ευρώπης και γιατί συνδέθηκε με τη ζωή μας τα τελευταία χρόνια τόσο στενά; Τι μας κρύβει αυτό το όνομα και πόσα άσχημα λόγια έχουνε γράψει για μας μέσα στα φύλλα της ομώνυμης συνωμοσίας, που πολλοί την αγάπησαν και ντρέπονται τώρα να ομολογήσουν το τρομερό τους λάθος; Φοβούμαι πως λίγα ξέρουμε γι' αυτήν την παγίδα. Ισως κάτι να μας θυμίζει, κάτι γύρω από Ευρώπη, από μονοπώλια και καπιταλισμούς, κάτι από ψεύτικους όρκους για ειρήνη και ευμάρεια. Ισως κάτι να πήρε τ' αυτί μας στο καφενείο μπροστά στη βρώμικη τράπουλα της πρέφας, μπορεί, την ώρα που κατεβαίναμε με το τρακτέρ στη λαϊκή αγορά, κάτι να είπε κάποιος περαστικός γι' αυτό το όνομα που δύσκολα διαβάζεται κι άλλο πιο δύσκολα καταπίνεται. Τι, όμως, σημαίνει στ' αλήθεια; Δάσκαλέ μου, φτωχέ και αδικημένε μου προλετάριε, είπες στ' αλήθεια κάτι από όσα εσύ διάβασες στο "Ριζοσπάστη" στους μαθητές σου, την ώρα που δίδασκες Ιστορία για τον Κυναίγειρο, που κράτησε το περσικό πλοίο με τα δόντια, όταν του κόψανε τα δυο του χέρια; Και συ, μοναχικέ μου τροχονόμε, ξέρεις στ' αλήθεια πού βρίσκεται το Μάαστριχτ, ή μήπως σε παραπήρε και σένα η αγωνία για το δράμα της μελαχρινής, που πλήρωσε για να σκοτώσουν τον άντρα της; Την άλλη Κυριακή, μια άλλη ερώτηση;

Ερώτηση πρώτη, λοιπόν: Τι ξέρετε ακριβώς για το Μάαστριχτ; Πού είναι αυτή η όμορφη πολιτεία της δυτικής Ευρώπης και γιατί συνδέθηκε με τη ζωή μας τα τελευταία χρόνια τόσο στενά; Τι μας κρύβει αυτό το όνομα και πόσα άσχημα λόγια έχουνε γράψει για μας μέσα στα φύλλα της ομώνυμης συνωμοσίας, που πολλοί την αγάπησαν και ντρέπονται τώρα να ομολογήσουν το τρομερό τους λάθος; Φοβούμαι πως λίγα ξέρουμε γι' αυτήν την παγίδα. Ισως κάτι να μας θυμίζει, κάτι γύρω από Ευρώπη, από μονοπώλια και καπιταλισμούς, κάτι από ψεύτικους όρκους για ειρήνη και ευμάρεια


Η ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ Ο "από μηχανής θεός"!

Του Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ

- Δε σας ψηφίζω, ρε Γιάννη, γιατί έχετε μίσος!

- Εμείς, μίσος;

- Ναι, εσείς!

Και οι δυο μαζί, φτάνανε τα εκατόν πενήντα, εκατόν εξήντα χρόνια. Και πέταγαν - οι αθεόφοβοι - αετό! Και όπως ο Αίολος είχε τα κέφια του και έπαιρνε το "χαρτί" και το πήγαινε - και το έφερνε - στα ουράνια, τα "γερόντια" το στήσανε στην κουβέντα.

- Τώρα, μ' αυτά που λες, να σου κόψω την καλημέρα; Μίσος εμείς; Εμείς αν έχουμε "καταστραφεί", αν δεν έχουμε δει άσπρη μέρα, είναι γιατί αγαπάμε τον κόσμο.

- Δεν ξέρω τι κάνετε με τον κόσμο, όμως, γυαλίζει το μάτι σας για τον πλούσιο. Ακούτε κεφάλαιο και σας γυρίζει η βίδα.

- Κράτα.

Του δίνει τον αετό και αρχίζει να κάνει σχήματα με τα χέρια του.

- Μισώ εγώ το κεφάλαιο ή εκείνο μισεί εμένα; Και εσένα! Εκοψα εγώ σύνταξη στο κεφάλαιο όσο κόβει εκείνο σε μένα; Και σε σένα! Πήρα εγώ το παιδί "του κεφαλαίου" και το έβαλα Καθαρή Δευτέρα να πουλάει αετούς στα πεζοδρόμια, αντί να τους πετάει και να τρελαίνεται στο γέλιο, όπως κάνει το δικό του παιδί; Οπως πρέπει να κάνουν όλα τα παιδιά! Πήρα εγώ την κόρη του και την έκανα πουτάνα; Το γιο του ναρκομανή; Το γαμπρό του άνεργο; Τον αδελφό του υποαπασχολούμενο; Το θείο του με διαμαρτυρημένες επιταγές; Εγώ γέμισα τις φυλακές με κρατούμενους; Τα πάρκα με τρυπημένες φλέβες; Εγώ μισώ το κεφάλαιο ή εκείνο εμένα; Και εσένα;

- Κράτα!

- Οχι, δεν κρατάω. Μιλάω και πρέπει να ακούσεις. Και πότε - πότε κούνα και το χέρι σου, γιατί χάνει ύψος, δεν το βλέπεις;

Η κουβέντα γινόταν στο Υμηττό. Και από κάτω - πιάτο - η Αθήνα. Και πέρα - στη θάλασσα - η Αίγινα. Και αν κοίταζες - με περισσότερη προσοχή - έφτανε το μάτι σου μέχρι και την Επίδαυρο. Και ο αετός να έχει πιάσει τον ήλιο.

- Ρε, μπορεί να δίνουν αυτοί αφορμές, εσείς όμως...!

- Αφορμές τα λες εσύ αυτά που κάνουν; Εγώ ανέβασα τη λαγάνα στα χίλια φράγκα και αντί να την τρως σε τρώει; Εγώ έπιασα τα καλαμαράκια απ' τα αυτιά και τα έκανα τσιπούρες; Εγώ πουλάω τις ελιές σαν τον αστακό; Εγώ ανέβασα το ρεύμα, το νερό, το τηλέφωνο, τα τσιγάρα; Εγώ άφησα εκατόν πενήντα χιλιάδες παιδιά έξω από τα πανεπιστήμια; Εγώ έφερα το καυσαέριο; Εγώ έχτισα εκεί που έπρεπε να φτιάξουν πάρκα και πλατείες; Εγώ... Τράβα, θα μας φύγει, δε βλέπεις;

Και πιάσανε - και οι δυο - τον αετό. Ο ένας μάζευε και ο άλλος άπλωνε. Και γύρω τους ο κόσμος να τους χαζεύει. Δύο "τεράστια" παιδιά, που χρειάστηκε να πάρουν σύνταξη, για να παίξουν! Και γύρω τους τα σόγια τους. Τα παιδιά τους. Τα εγγόνια τους. Εμείς, οι υπόλοιποι... Και αυτοί να μαλώνουν.

- Και δεν μπορείς να τα λες, όλα αυτά, χωρίς μίσος;

- Βρε, δεν τους μισώ εγώ, αυτοί με μισούνε! Κατάλαβέ το! Τους έστειλα εγώ ποτέ στον πόλεμο; Αυτοί με στέλνουν! Εκανα εγώ καμιά συμφωνία να παραδώσουμε στις Βρυξέλλες; Αυτοί συμφώνησαν! Επεσα εγώ ποτέ επάνω στους Τσιγγάνους; Αυτοί πέφτουν! Είπα εγώ να είναι τόσο χαμηλά τα μεροκάματα; Αυτοί παίρνουν την αξία, παίρνουν την υπεραξία, παίρνουν τη μάνα τους και τον πατέρα τους! Ποιος μισεί ποιον; Αμόλα!

Αμόλα - μάζευε, μάζευε - αμόλα... έδιωχναν και έφερναν την ανθρωπότητα - με όλα της τα προβλήματα - μπροστά τους. Μίλησαν για τους αρχαίους Ελληνες, για το Μεσαίωνα, για τη Γαλλική Επανάσταση... έφτασαν και στις μέρες μας. Μίλησαν για τους άστεγους, για τους πεινασμένους, για δυστυχισμένους. Μίλησαν για τον πόλεμο, για τις αγορές, για το Συμβούλιο Ασφαλείας, για τον ΟΗΕ. Κουβέντιασαν για την Κούβα και τα δυο αεροπλάνα που έριξε, για το χτύπημα που δέχτηκε ο σοσιαλισμός. Είπανε για την Αφρική, για τον καπιταλισμό, για τον ιμπεριαλισμό, για τα Σώματα Ασφαλείας. Μίλησαν, ακόμα, για την κοινωνία, για τα συστήματα, για τις τάξεις, για το "ταξικό μίσος". - Τους μισείτε, διέκοπτε κάθε τόσο ο ένας.

- Δεν τους μισούμε, αυτοί μας μισούνε, απαντούσε ο άλλος.

Και άκρη, βέβαια, δε βρίσκανε. Καθένας κράταγε τις θέσεις του. Αμετακίνητα! Και εκεί που όλοι λέγαμε - και βάζαμε στοιχήματα - πως όπου να είναι θα έφταναν σε αδιέξοδο και θα αρπάζονταν, νάσου ο "από μηχανής θεός", όπως συμβαίνει στις τραγωδίες. Ενα τεράστιο άγριο πουλί, ένα μονοκινητήριο αεροπλάνο, πέρασε και έκοψε το σχοινί του αετού αφήνοντας πίσω του μια διαφήμιση. Και εκεί που τα δυο "γερόντια" μάλωναν μεταξύ τους, γύρισαν - και οι δυο - και μούντζωσαν και φώναξαν σαν χορωδία:

- Να, ρε, κερατάδες και εσείς και οι τσίχλες σας!

Υστερα κοιτάχτηκαν και σιωπηρά συμφώνησαν. Αυτοί δεν έριξαν το αεροπλάνο, παρότι θα 'πρεπε. Εκείνο έριξε τον αετό τους, που δεν του έφταιξε. Τι τον έριξε! Τον κατέστρεψε, πες καλύτερα. Απ' όλη αυτή τη χαρά τους έμεινε μόνο το σχοινί. Ποιο σχοινί, ο σπάγκος, πες καλύτερα. Δηλαδή, τίποτα. Ούτε να κρεμαστείς!

- Να, ρε, κερατάδες - άλλη μια φορά - και εσείς και οι τσίχλες σας!



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ