Εντάξει, στην Ελλάδα ζούμε... τα μάτια μας έχουν δει του κόσμου τις ασχήμιες. Εχουμε δει το κράτος και το παρακράτος να σχίζουν - στα δυο - τις γάτες. Εχουμε δει να πετάνε ανθρώπους - δεμένους πισθάγκωνα - στη θάλασσα. Εχουμε δει χαφιέδες να σε παίρνουν από πίσω. Εχουμε ζήσει τον εκβιασμό των κοινωνικών φρονημάτων. Τον περιπτερά να σε καρφώνει στην Ασφάλεια για να μην του πάρουν την άδεια. Εχουμε περάσει Εμφύλιο, εκτελέσεις, εξορίες, χούντες. Τι δε γνώρισε αυτός ο τόπος! Καμιά έκπληξη, λοιπόν, και για τίποτα! Τα πάντα είναι δυνατά!
Καμιά έκπληξη, λοιπόν, και για τους αφρούς, την υστερία και τα κίτρινα σάλια του υπουργού της Δικαιοσύνης. Του ανθρώπου, που καιρό τώρα, βαράει τα στήθια του και βγάζει κραυγές χωρίς νόημα. Παθαίνει αμόκ και κλοτσάει στους πέντε ανέμους. Κυνηγάει - τυφλωμένος - μάγισσες. Κάνει εμετούς. Παθαίνει σπασμούς... Καμιά έκπληξη! Ολα αυτά - τα ανεπανάληπτα - είναι κομμάτι παλιό - και επαναλαμβανόμενο - της ιστορίας μας. Τραγική κατάληξη τραγικών ανθρώπων. Εικόνες μελανές και άθλιες. Κωμικοτραγικές περιπτώσεις χωρίς διέξοδο. Αφιονισμένα πρόσωπα. Περίγελοι της κοινωνίας. Σκιάχτρα που τα ξεθώριασε το φως και ο αέρας. Γκρεμισμένα και φτωχά αγκωνάρια, που - με τον καιρό - έγιναν καταφύγια των ποντικών. Σαπίλα που από μέσα της ξεχύνεται η κρύα μυρουδιά της μούχλας. Αυτή η - γνωστή - μπόχα που σκοτώνει.
Ξαναπαιγμένο έργο, λοιπόν, η "οργή" του κ. υπουργού, ναι. Εργο που παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο για τους "ειδικούς", που εξετάζουν "κλινικές περιπτώσεις", μάλιστα. Αυτό, όμως δεν απαλλάσσει κανέναν μας από τις ευθύνες. Η "τρέλα" δεν περνάει - ποτέ - με τα γέλια και τα ανέκδοτα. Δεν τελειώνει κανένας μαζί του, λέγοντας απλώς: έλα, μωρέ, ο Γιαννόπουλος! Τα πράγματα είναι σοβαρότερα. Ο άνθρωπος αυτός προσβάλλει την αισθητική. Γίνεται επικίνδυνος όταν βρίσκεται σε κρίση! Χάνει τον έλεγχο του νου του και της γλώσσας του. Προσβάλλει και προσβάλλεται. Είναι μείον, πια, η παρουσία του στην πολιτική. Και γίνεται κακό παράδειγμα για τους συντρόφους του.
Και γεννάει, δυστυχώς, κάτι κουτά Γιαννοπουλάκια, σαν τον κ. Τζουμάκα, που με κλειστά τα μάτια - από την αντικομμουνιστική τύφλα τους - τον μιμούνται άκριτα. Ζηλεύουν τη "δόξα" του και τα χειροκροτήματα της γαλαρίας και παίρνουν κι αυτοί τις πλατείες και τα σοκάκια, κάνοντας τα δικά τους - άθλια - νούμερα. Βγάζουν και αυτοί αφρούς και χολή. Χτυπάνε και αυτοί τα στήθια τους. Κάνουν και αυτοί γελοιότητες και αθλιότητες. Και δηλώσεις ξεπερασμένες. Ντυμένες με εκείνες τις πασοκικές κορόνες. Γίνονται ίδιοι και χειρότεροι από το δάσκαλο!
Ολα αυτά, βέβαια, αν θέλεις να αποφύγεις τις ευθύνες και τη "φασαρία", μπορείς να τα "εξηγήσεις" και να τα συγχωρήσεις. Να τα εντάξεις - και αυτά - μέσα στη γενική κρίση της χώρας. Να τα θεωρήσεις πως είναι μέρος των σκανδάλων, των χαριστικών αναθέσεων, της αλλοτρίωσης της ζωής μας. Ομως, πρέπει να ξέρεις - και το ξέρεις - πως αυτά τα φαινόμενα βλάπτουν και σένα. Πως οι λάσπες που πετάνε αυτά τα υστερικά άτομα δε λερώνουν μόνον τους κομμουνιστές. Να θυμίσω, λέτε, πως τα πρώτα τζάμια που σπάσανε οι ναζί ήτανε βέβαια, εβραϊκά. Ομως, είναι γνωστή η συνέχεια!
Τελικά, ποιον, λέτε, να πρόσβαλαν ετούτοι οι υπουργοί, όταν βγήκαν στις τηλεοράσεις και μας έδειξαν - δημόσια - πώς αποπατούν; Ολους μας πρόσβαλαν. Δικός μας υπουργός είναι ετούτος ο αναμαλλιασμένος, που λέει γαϊδούρια όσους δε συμφωνούν με τις απόψεις του; Εμείς του δώσαμε τον τίτλο και την εντολή; Μόνον εμάς προσβάλει, λέτε, η άθλια συμπεριφορά του; Για σας πιστεύετε, θα έχει διαφορετικό λεξιλόγιο, όταν θα του φέρετε και σεις - τις δικές σας - αντιρρήσεις; Δε σας πληγώνουν - και δε σας προβληματίζουν - και σας τέτοιες άγριες συμπεριφορές; Αξίζει, λέτε, ο λαός μας τέτοιους ηγέτες; Μπορεί να τον εκπροσωπούν τέτοιοι άνθρωποι και τέτοιες χυδαίες συμπεριφορές;
Καιρός, νομίζω, να αφήσουμε τις δικαιολογίες. Το Μέτρο ισχύει, ακόμα, για όλους όσοι θέλουν να μετράνε σωστά την αξιοπρέπεια. Η Αισθητική δεν έχει χάσει, ακόμα, την αξία της, για όσους έχουν υψηλά κριτήρια και υψηλή εκτίμηση στον άνθρωπο και τη συμπεριφορά του. Στις μαύρες σελίδες της ιστορίας κανένας δε θα δει το όνομά του με άσπρα φωτεινά γράμματα. Το σκοτάδι, αν - και όταν - κυριαρχήσει, δεν αφήνει κανέναν έξω από το μαύρο του. Χρέος όλων μας, λοιπόν, είναι να απομονώσουμε τα απομεινάρια του μεσαίωνα. Αυτές τις λαδιές που λερώνουν το σήμερα και το μέλλον του τόπου μας. Που εμποδίζουν την εξέλιξη.
Εγραφα στο προηγούμενο σημείωμά μου ότι οι πρώτες προσεγγίσεις των ευρωπαϊκών γλωσσών, αναφορικά με τον ινδοευρωπαϊκό τους χαρακτήρα, την καταγωγή τους, δηλαδή, από μια κοινή "μητέρα" γλώσσα, ήταν αποκλειστικά συγκριτικές. Αυτό σημαίνει πως η μόνη φροντίδα των πρώτων "ινδοευρωπαιολόγων" ήταν η σύνταξη πινάκων, όπου φαίνονταν οι ομοιότητες που υπήρχαν ανάμεσα στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και οι ομαδοποιήσεις, που θα μπορούσαν να γίνουν με τις ομοιότητες αυτές. Μια τέτοια φροντίδα, βέβαια, δεν οδηγούσε σε λύσεις των προβλημάτων που σχετίζονταν με την έρευνα. Αντίθετα, μάλιστα, πλήθαιναν οι διχογνωμίες και κάθε τόσο έβλεπε το φως και μια νέα θεωρία. Στα μέσα του 19ου αιώνα όμως, ένας άλλος μελετητής των γλωσσολογικών φαινομένων διατύπωσε μια καινούρια μεθοδολογική πρόταση, σχετική με το θέμα και έτσι οι ερευνητικές κατευθύνσεις γνώρισαν νέους προσανατολισμούς. Το όνομα του νέου γλωσσολόγου ήταν Αύγουστος Σλάιχερ και η πρότασή του είχε ιστορικό χαρακτήρα. Πίστευε, δηλαδή, πως η σωστή γνώση μας για τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες έπρεπε να θεμελιωθεί στη μέθοδο της αποκατάστασης. Στην προσπάθεια, με άλλα λόγια, να βρούμε τη μορφή που είχαν οι όμοιες λέξεις κατά την πρώτη τους εμφάνιση. Ενα παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο δούλευε η πρόταση του Σλάιχερ είναι η λέξη "αγρός". Η λέξη αυτή, κατά την άποψή του, στην πρώτη της μορφή ήταν "agras", εξελίχθηκε όμως και, έτσι, στη σανσκριτική γλώσσα έγινε "ajras", στη λατινική "ager" και στη γοτθική "akrs". Βέβαια, αυτή η διαδικασία των αποκαταστάσεων που κατά τον Σλάιχερ οδηγούσε στην πρώτη μορφή των λέξεων που παρουσίαζαν χαρακτηριστικές ομοιότητες μέσα στις ευρωπαϊκές γλώσσες δεν έγινε από όλους τους ερευνητές δεκτή. Διατυπώθηκαν πολλές αντιρρήσεις, που είτε βοηθούσαν στην επινόηση βελτιώσεων είτε προκαλούσαν καθυστερήσεις. Στο σημείο όμως που όλοι οι σχετικοί μελετητές συμφωνούσαν ήταν πως όλες αυτές οι γλώσσες που διακρίνονταν για τις χαρακτηριστικές τους ομοιότητες πρέπει να είχαν προκύψει από μια κοινή γλώσσα. Αυτήν την αρχική γλώσσα την αποκάλεσαν "πρωτοϊνδοευρωπαϊκή".
Αυτή η συμφωνία, όμως, δε σηματοδοτούσε και τη λύση. Από τον εντοπισμό μιας"μητέρας" γλώσσας προέκυπταν μερικά δύσκολα ερωτήματα. Από αυτά τα πιο σημαντικά είναι εκείνα που έχουν ιστορικό χαρακτήρα και που αφορούν το πότε η πρώτη αυτή γλώσσα άρχισε να διασπάται και να "σκορπίζει", άρα πότε οι λαοί που μιλούσαν αυτά τα γλωσσικά προϊόντα, τις νέες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, δηλαδή, άρχισαν να μετακινούνται, για να αναζητήσουν τις νέες "πατρίδες" τους. Ποιες κατευθύνσεις πήραν αυτές οι μετακινήσεις, ποιοι παράγοντες τις επηρέασαν και ποια ήταν τα τελικά τους πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Βέβαια, στο πλαίσιο των αναζητήσεων του Σλάιχερ, είχε διατυπωθεί ένα γενεαλογικό δέντρο, όπου γινόταν μια προσπάθεια, για να δοθούν απαντήσεις σ' αυτά τα ερωτήματα, η σχετική πρόταση όμως φάνηκε υπερσχηματοποιημένη και δεν έγινε από όλους δεκτή. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, πρέπει να αποδεχτούμε δυο βασικούς κλάδους των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, που ξεκινούν από την αρχέγονη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και απλώνονται σε όλον τον ευρωπαϊκό χώρο, για να αποτελέσουν τελικώς, όχι μόνο το γλωσσικό ιστό της ηπείρου, αλλά και τον πολιτισμικό της. Ο ένας από τους κλάδους αυτούς πρωτοεμφανίζεται με τα χαρακτηριστικά της "Σλαβογερμανικής", για να διαμορφωθεί σε τέσσερις άλλες ομάδες. Στη "Βαλτοσλαβική", που διασπάται στη "Βαλτική" και τη "Σλαβική" και τη "Γερμανική", που εξελίσσεται κατευθείαν από την παλιά κοινή. Ο δεύτερος βασικός κλάδος πρωτοεμφανίζεται με τα χαρακτηριστικά της "Αριο-ελληνο-ιταλο-κελτικής", για να διαμορφωθεί σε δυο ομάδες. Η πρώτη από αυτές, η "Ελληνο-ιταλο-κελτική", διασπάται στην "Κελτική", στην "Ιταλική", στην "Αλβανική" και στην "Ελληνική". Η δεύτερη, η "Αρια", διασπάται στην "Ιρανική" και στην "Ινδική". Αυτή η πρόταση όμως δεν έπεισε, είχε λάθη και κάποιες ανεξήγητες αυθαιρεσίες, που αναφέρονταν στην προφορά και στην αδυναμία να εξηγηθούν οι διαφορές και οι ομοιότητες στη γραμματική δομή των λέξεων.
Ετσι, η γλωσσολογική έρευνα προχώρησε σε άλλες προτάσεις, που λίγο ως πολύ φαίνονταν πιο κοντά στην αλήθεια, χωρίς όμως να ικανοποιούν όλες τις πλευρές της έρευνας. Η πρώτη από αυτές τις προτάσεις διατυπώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Τζ. Σμιθ και προέβλεπε τέσσερις μεγάλες ομάδες γλωσσών που τέμνονταν μεταξύ τους, για να δικαιολογήσουν με τον τρόπο αυτό την αιτία των ομοιοτήτων τους. Οι ομάδες αυτές ήταν: Ιταλική και Ελληνική, Κελτική, Γερμανική και Βαλτοσλαβική και, τέλος, Ινδοϊρανική και Αρμενική. Η δεύτερη πρόταση διατυπώθηκε από τον Φ. Αντραντος στα 1982 και προέβλεπε τρεις φάσεις εξέλιξης των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Στην πρώτητοποθετούνται οι γλώσσες της Ανατολίας. Στη δεύτερη φάση τοποθετούνται δυο ομάδες: Η βόρεια: Δυτικές Ινδοευρωπαϊκές - Σλαβική - Γερμανική και η νότια: Ελληνική, Θρακική - Αρμενική και Αρια. Τέλος, στην τρίτη φάση τοποθετούνται επίσης δυο ομάδες, η βόρεια: Δυτική Ινδοευρωπαϊκή - Σλαβική - Γερμανική και η νότια: Ινδοϊρανική από την οποία προέρχονται η Θρακοαρμενικοελληνική και η Ινδική.
Η τελευταία πρόταση, για την ώρα, είναι αυτή που διατύπωσαν οι Σοβιετικοί γλωσσολόγοι Τ. Γκαμτζερελίτζε και Ι. Ιβάνοφ. Η πρόταση αυτή προβλέπει την αρχική πρωτοϊνδοευρωπαϊκή, από την οποία, με τη βοήθεια μιας μακρόχρονης διαδικασίας διασπάσεων, προέκυψαν τελικά οι σύγχρονες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες: Ελληνική, Αρμενική, Ινδοϊρανική, Βαλτοσλαβική, Γερμανική, Ιταλική, Κελτική, Τοχαρική και οι Γλώσσες της Ανατολίας. Βέβαια, όπως τονίζει ο Τζ. Μάλορι, καλά θα ήτανε να δεχτούμε μια από αυτές τις προτάσεις. Ετσι, θα βρίσκαμε μια λύση που θα μπορούσε να μας "... εξηγήσει γιατί ο μισός πληθυσμός της Γης μιλά γλώσσες, οι οποίες σαφώς σχετίζονται μεταξύ τους, πράγμα που απαιτεί να υποθέσουμε ότι κάποτε σε κάποιο μέρος της Ευρασίας υπήρχε ένας πληθυσμός, ο οποίος μιλούσε μια γλώσσα, που ήταν ο άμεσος πρόγονος όλων εκείνων των γλωσσών, τις οποίες αναγνωρίζουμε σήμερα ως ινδοευρωπαϊκές".
Δίπλα σ' αυτήν την πρόταση του Μάλορι όμως, θα ήθελα να τοποθετήσω μερικές δικές μου απορίες, όπως αυτές που προκύπτουν από την αρχαιολογική προσέγγιση. Απορίες, με άλλα λόγια, που δεν αναφέρονται μόνο στη γλώσσα, αλλά και στα άλλα πεδία του πολιτισμού, όπου αναπτύσσονται και άλλα στοιχεία της ανθρώπινης δράσης και που σχετίζονται με την οργάνωση και τη χρήση του χώρου, την οικονομία, την τεχνολογία και την ιδεολογία. Δραστηριότητες, επομένως, πιο σύνθετες από τις λέξεις. Δράσεις, που είναι πιο κοντά στην προσπάθεια του ανθρώπου να επιζήσει. Ολ' αυτά, όμως, στο άλλο μας σημείωμα!
Θα βρίσκαμε μια λύση, που θα μπορούσε να μας "... εξηγήσει γιατί ο μισός πληθυσμός της Γης μιλά γλώσσες, οι οποίες σαφώς σχετίζονται μεταξύ τους, πράγμα που απαιτεί να υποθέσουμε ότι κάποτε σε κάποιο μέρος της Ευρασίας υπήρχε ένας πληθυσμός, ο οποίος μιλούσε μια γλώσσα που ήταν ο άμεσος πρόγονος όλων εκείνων των γλωσσών, τις οποίες αναγνωρίζουμε σήμερα ως ινδοευρωπαϊκές"