Εκεί βρισκόμαστε τώρα. Εκεί φτάσαμε. Ταξιδεύουμε μ' ένα διάτρητο όχημα. Μ' ένα όχημα που τρίζουν οι αρμοί του. Που σκούριασαν τα γρανάζια του. Που "μπάζει" απ' όλες τις μεριές. Που λυγίζει και αγκομαχά απ' το ασήκωτο βάρος. Είναι το σύστημα που μας κυβερνάει αυτό. Το σύστημα του κεφαλαίου.
Εκεί φτάσαμε. Ταξιδεύουμε μ' ένα όχημα που το κατασπαράζουν και το κατατρώνε τα συνδικάτα του εγκλήματος. Τα κυκλώματα της εμπορίας βρεφών. Της λευκής σαρκός. Των ναρκωτικών. Των πολύμορφων οικονομικών σκανδάλων. Των σατανισμών, του τρόμου, του ψεύδους, του αμοραλισμού...
Εκεί φτάσαμε. Βγαίνεις το πρωί απ' το σπίτι σου και δεν ξέρεις τι θα σου συμβεί. Το πρώτο που κινδυνεύει είναι αυτό που κρατάς στο χέρι. Σου το αρπάζουν οι "τσαντάκηδες"! Δεν είναι μόνο οι δραχμούλες που έχεις μέσα. Είναι η ταυτότητα, τα κλειδιά, άλλα προσωπικά σου χαρτιά και άντε να μπεις στα έξοδα και τα τρεξίματα να τα ξαναποκτήσεις. Είναι και το άλλο: κλειδώνεις να πας κάπου. Σε τρώει η αγωνία. Αν μπουν οι διαρρήκτες; Καθημερινά συμβάντα, που σωρεύονται στα ράφια των αστυνομικών αρχών και μακάρι να 'τανε μόνο αυτά.
Οσο πιο πέρα πας μ' αυτό το όχημα, όσο πιο βαθιά σε σπρώχνει η ανάγκη της ζωής, τόσο πιο άγρια αλυχτούν να σε κατασπαράξουν οι αγέλες των λύκων.
Εκεί φτάσαμε. Ξεκινάς το πρωί να πας στη δουλιά. Στο εργοστάσιο, στη βιοτεχνία, στο γραφείο. Στην πόρτα σε περιμένει η λέξη - μαχαιριά: "Μείνε απόξω! Είσαι περίσσιος! Είσαι πλεονάζων!", και περνάς στη φάλαγγα των ανέργων. Εχεις το χάρισμα να δουλεύεις ακόμα; Πάνω απ' το κεφάλι σου στέκει ο καταπέλτης: "Μη μιλάς! Μην απαιτείς! Μην αγωνίζεσαι! Χιλιάδες περιμένουν να πάρουν τη θέση σου!".
Εκεί φτάσαμε. Σηκώνεσαι χαράματα να πας στο χωράφι. Βλέπεις τη σοδειά, τους κόπους σου, βουτηγμένη στα νερά και τη λάσπη. Τραβάς τα μαλλιά της κεφαλής σου, χτυπιέσαι. Πού να πας να ζητήσεις συμπαράσταση; Εχεις βέβαια κατακτήσει το δικαίωμα να διεκδικείς το δίκιο σου. Βγαίνεις στον αγώνα; Ερχεται στο κατόπι σου ο "νόμος του κράτους" να σε δικάσει!
Εκεί φτάσαμε. Χτυπάς ξύλο να μην αρρωστήσεις. Μα κι αν το χτυπήσεις, πάλι μπορεί κάτι να σου συμβεί. Τι να σου κάνει κι ο οργανισμός σου; Τόσα βάρη σηκώνει. Απ' το άγχος για τον επιούσιο άρτο ως τις μολύνσεις του περιβάλλοντος και τη βρώμα των σκουπιδιών. Να μη σου λάχει, λοιπόν, κι αρρωστήσεις. Μπαίνεις στη σειρά των χιλιάδων που αγωνιούν. Θα βρεις κρεβάτι στο νοσοκομείο; Κι αν είναι να μπεις στο χειρουργικό κρεβάτι, φτάνεις σ' απόγνωση. Πού να βρεις να γεμίσεις το "φακελάκι";
Η ζωή σου κρέμεται από μια κλωστή.
Εκεί φτάσαμε. Εχεις παιδιά; Κάνεις το παν να τα μορφώσεις. Να πάρουν κάποιο χαρτί για να μπορούν να ζήσουν. Η μια αγωνία διαδέχεται την άλλη. Θα περάσει ο γιος, η θυγατέρα στις εξετάσεις; Θα μπορέσει να μπει σε κάποια σχολή; Ας πούμε πως μπήκε. Πως το πήρε το "χαρτί". Τι γίνεται μετά; Πώς θα το αξιοποιήσει; Η δουλιά, που θα πρέπει ν' αποτελεί "τιμή και δόξα" για τον κάθε πολίτη, γίνεται αντικείμενο αισχρής εξαγοράς συνειδήσεων.
Εκεί φτάσαμε. Η κοινωνία μας μετατράπηκε σε ανθρωπόμορφη ζούγκλα. Κι είναι αυτή η ζούγκλα που κατευθύνουν οι "τιμονιέρηδες" αυτού του οχήματος. Του συστήματος της άγριας εκμετάλλευσης και των πολέμων. Και το βιάζουν το όχημά τους. Το κυνηγούν να κυλήσει πιο γρήγορα. Πιο λαχανιαστά. Να φτάσουν τη δεύτερη, να φτάσουν την τρίτη ταχύτητα. Να "συγκλίνουν" με τους κεντροευρωπαίους. Κρατούν ένα καμουτσίκι οι "τιμονιέρηδες" και το κραδαίνουν πάνω απ' τα κεφάλια και ωρύονται και προστάζουν: "Ακόμα πιο γρήγορα! Ακόμα πιο γρήγορα!... Κι άλλη λιτότητα κι άλλες περικοπές κι άλλη φτώχεια κι άλλη ανεργία! Να "συγκλίνουμε", να φτάσουμε τους κεντροευρωπαίους!...".
Κι είναι ένα αλαλούμ αυτό που γίνεται. Οι "μικροί" να μαστιγώνονται απ' τους "τιμονιέρηδες" να φτάσουν τους "μεγάλους"! Κι οι "μεγάλοι", οι Γερμανοί, οι Αγγλογάλλοι, οι Αμερικανοί, οι Ιάπωνες, ν' ακολουθούν το δικό τους σχιζοφρενικό κυνηγητό, ποιος θα βγει πρώτος. Ποιος θα φάει τον άλλο. Ναι, είναι μια τρέλα και να το σκέφτεται κανείς, ότι έτσι όπως πάνε, καθώς όλα τα 'χουνε υποτάξει στη συσσώρευση του αχόρταγου πλούτου, καθώς πάνω απ' το κεφάλι μας φαρδαίνει όλο και περισσότερο η τρύπα του όζοντος και κάτω ο πλανήτης μας παραδίδεται στα χημικά δηλητήρια, στην αποτέφρωση των δασών και τις πλημμύρες, ότι οδηγούν το σκάφος τους στο χαμό, ότι θα βουλιάξουν και οι ίδιοι στο λάκκο που ανοίγουν. Δε θα τους σώσουν τα πλούτη τους, όταν της Γης οι κολασμένοι ξεσηκωθούν.
Δημήτρης ΚΗΠΟΥΡΟΣ
Είπε ο κύριος πρωθυπουργός, και μάλιστα οργισμένος, πως ο καιρός των παχιών αγελάδων τελείωσε. Και μια τέτοια παραβολική φράση, βέβαια, δεν αφορούσε τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες της χώρας. Δεν αφορούσε, δηλαδή, στο βάρος αυτών των συμπαθητικών και αρκούντως ηλιθίων τετραπόδων, ούτε ασφαλώς στο ενδεχόμενο μιας ενδεχόμενης αλλαγής των μεθόδων παχύνσεως. Εξάλλου, συμβαίνουν πολύ συχνά και σε πολλά άλλα πεδία της οικονομίας μας τέτοιες αλλαγές, χωρίς αυτές να αναγγέλλονται με γνωστές παροιμιακές φράσεις από την Παλαιά Διαθήκη. Φαίνεται, επομένως, πως η αναφορά του κυρίου πρωθυπουργού στην παραβολική ορολογία των ιερών γραμμάτων ήτανε μια σκόπιμη επιλογή. Ητανε, να πούμε, ένα λεκτικό τρικ, για να αποκαλυφθεί έμμεσα ο επερχόμενος κίνδυνος της μετατροπής σε κοινές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις όλων των κοινωνικών δραστηριοτήτων της χώρας. Και όχι μόνο των απλών και συνηθισμένων δραστηριοτήτων. Οχι μόνο της αγελαδοτροφίας, της πτηνοτροφίας ή της χοιροτροφίας, όπου θα πήγαινε ο όρος "παχιά αγελάδα", μια και αφορά γενικώς το κρέας και την ποιότητα των πρωτεϊνών. Φοβούμαι πως η προειδοποίηση του κυρίου πρωθυπουργού αφορούσε γενικώς την ποιότητα της εθνικής μας ζωής. Αφορούσε το είδος της οργάνωσής της, των προοπτικών της και, προπαντός, αφορούσε τη σχέση της με την εξουσία, άρα, την πολιτική της ουσία. Αφορούσε, με άλλα λόγια, το πόσο οι πολιτικές που αποφασίζει να εφαρμόσει η κυβέρνηση είναι δυνατό να εφάπτονται ενός σοσιαλιστικού προγραμματισμού, ή, για να το πούμε με άλλες, λιγότερο προκλητικές, λέξεις, μιας κοινωνικής ευαισθησίας, που θα μπορούσε, από δω και πέρα, να διακρίνει τη συνείδηση του ελληνικού κράτους.
Η παραβολική φράση, λοιπόν, για ισχνές αγελάδες και του τέλους τους αγκαλιάζει όλη μας τη ζωή. Γι' αυτό να πάψουμε πια να περιμένουμε τη βοήθεια από κει, όπου κάθε τόσο αναφέρονται οι Ελληνες πολίτες, λέγοντας πότε θυμωμένοι και πότε απελπισμένοι: Τι κάνει επιτέλους η πολιτεία; Τώρα πια το μάθαμε. Θα μαζέψει στο παχνί τις παχιές αγελάδες και θα αμολήσει στους εθνικούς κάμπους τις ισχνές. Κι αυτό παραβολικά πάντοτε. Ετσι, όταν ακούμε να μιλάνε τα στόματα της εξουσίας για "αγελάδες", το δικό μας μυαλό πρέπει να πηγαίνει στη βοήθεια που μπορεί και πρέπει να δώσει η πολιτεία, για να αναπτυχθούν οικονομικές και μη δράσεις στην ελληνική κοινωνία και όχι μόνο σε κείνη των αγροτών. Και όταν ο επιθετικός προσδιορισμός είναι "παχιές" και μάλιστα πως ο καιρός τους πρέπει να τελειώσει, τότε καλά θα κάνει το μυαλό μας να μην πηγαίνει πουθενά. Να μένει εδώ, δηλαδή, και να μην πηγαίνει στην Αίγυπτο, όπου το τέλος των παχιών αγελάδων, κύριε πρωθυπουργέ, σημαίνει το τέλος των καλών ημερών. Οσο κι αν θέλετε να εκσυγχρονίσετε το νόημα του θρησκευτικού μύθου της εποχής των ισχνών και των παχιών αγελάδων, δεν τα καταφέρνετε. Το ενδεχόμενο μιας πιο διευρυμένης κρίσης και μιας καθολικής ανατροπής των παραδοσιακών αντιλήψεων για την ανάπτυξη, που είναι πιο κοντά στο λαό και υπόσχονται και δουλιά και κέρδος δεν κρύβεται. Είναι φανερό.
Και καλά οι αγελαδοτρόφοι. Θα γίνουν, στο κάτω - κάτω, καλοί επιχειρηματίες. Οι αγροτικές οργανώσεις θα μετατραπούν σε επιχειρήσεις, και μάλιστα"αειφόρες", για να χρησιμοποιήσω μια μοντέρνα λέξη, που χορεύεται σε πολλούς ρυθμούς, σε όλα τα περιφερειακά συνέδρια που έχουν θέμα την ανάπτυξη. Το ίδιο θα συμβεί και με τους μικρομεσαίους, που, για να αποφύγουν τη συμφορά των τρελών και των ισχνών αγελάδων, θα καταφύγουν έντρομοι στα "ράντζα" των σούπερ μάρκετ. Ο συνδυασμός των αγελαδοτροφικών επιθέτων, τρελός και ισχνός, βέβαια, δεν είναι τυχαίος. Γιατί όλ' αυτά πάνε μαζί. Είτε τρελαίνονται οι αγελάδες και μολύνουν το εμπορικό και διατροφικό σύμπαν είτε αδυνατίζουν, οπότε και αποκαλούνται ισχνές, προειδοποιούν πως ένα κάποιο τέλος είναι κοντά μας. Γι' αυτό το τέλος που "ευαγγελίστηκε" ο κύριος πρωθυπουργός βρίσκεται σε όλα τα πεδία της εθνικής μας ζωής κοντά, πολύ κοντά.
Το ξέρουμε αυτό, ωστόσο, δεν πάει να πει πως αυτή η γνώση μας απαλλάσσει από την ανησυχία. Κι αυτή την ανησυχία θέλω να εκφράσω με το σημερινό μου σημείωμα. Ανησυχώ, λοιπόν, για τα σχολειά μας, όπου οι παχιές αγελάδες είναι εδώ και καιρό παρελθόν, και μην απορείτε, βλέποντας μέσα στους σχολικούς αυλόγυρους να γυροφέρνουν αμήχανα τα ισχνά βοοειδή της κρατικής φροντίδας, μηρυκάζοντας προβληματισμένα τις κυβερνητικές υποσχέσεις σοσιαλιστικού και, λίγο ως πολύ, δυτικοευρωπαϊκού τύπου. Ανησυχώ και για τον πολιτισμό, όχι του τύπου της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, που λέει και ο επίκαιρος λόγος. Οταν αναφέρομαι στον πολιτισμό, έχω στο μυαλό μου αυτό που γεννιέται από τα χέρια του Ελληνα, όταν αυτός δουλεύει. Εχω στο μυαλό μου αυτό που γεννιέται από τη συνείδηση του Ελληνα κάθε φορά που αυτή παίρνει το σχήμα που της δίνει η ζωή. Εχω στο μυαλό μου όλα εκείνα τα ταπεινά και τα απλά, που λέγονται ώχρα, λουλάκι, βασιλικός και μαντζουράνα και αναρωτιέμαι πώς θα επιζήσουν κρεμασμένα πάνω στα καπούλια των ισχνών αγελάδων. Παγιδευμένα όλα αυτά τα ταπεινά και τα ανεπανάληπτα στη λογική του κέρδους και της λοβιτούρας, χωρίς τη φροντίδα μιας πατρίδας που κάθε μέρα όλο και χάνει κάτι από το εθνικό της "πάχος", και μιλώντας για πάχος έχω στο μυαλό μου την εθνική υπερηφάνεια. Τον εθνικό "τσαμπουκά" μας, βρε σύντροφε, που τα τελευταία χρόνια μόνο μέσα στα γήπεδα τον θυμόμαστε και τον μετατρέπουμε σε βωμολοχία και οργισμένο μπουρλότο ποια ισχνή αγελάδα θα τον κατασπαράξει, έτσι, πεινασμένη που θα είναι;
Ναι, κύριε πρωθυπουργέ, με όλο το σεβασμό και τη βαθιά εκτίμηση που έχω για σας, πρέπει να σας το πω δημόσια πως με ανησύχησαν οι παραβολικές σας προτάσεις. Γιατί οι λέξεις που χρησιμοποιήσατε χωράνε πολλές ερμηνείες και δε χρειάζεται η Παλιά Διαθήκη, για να τις βρούμε. Ετσι, καθένας από μας, είτε βόσκουμε αγελάδες είτε όχι, θα ερμηνεύει τα λόγια σας αλλιώς. Εγώ, παραδείγματος χάριν, έχω τη δική μου ερμηνεία και επιμένω πως όταν λέμε σε κάποιον, και μάλιστα με οργισμένο ύφος, τέρμα οι παχιές "αγελάδες", είναι σαν να τον εισάγεις, με άλλα λόγια, στη θεωρία του καπιταλισμού. Σαν να του λες, επομένως, μην οραματίζεσαι μια κοινωνία φτιαγμένη για σένα. Κοίταξε, λοιπόν, να κερδίσεις όσο μπορείς πιο πολλά, γιατί αλλιώς θα σε φάνε οι άλλοι. Ετσι, με το πάχος δε θα τελειώσουμε ποτέ, μόνο που αυτό δε θα βρίσκεται στα καπούλια των αγελάδων, αλλά στις τσέπες της κεφαλαιοκρατίας!
Παγιδευμένα όλα αυτά τα ταπεινά και τα ανεπανάληπτα στη λογική του κέρδους και της λοβιτούρας, χωρίς τη φροντίδα μιας πατρίδας που κάθε μέρα όλο και χάνει κάτι από το εθνικό της "πάχος", και μιλώντας για πάχος, έχω στο μυαλό μου την εθνική υπερηφάνεια. Τον εθνικό "τσαμπουκά" μας, βρε σύντροφε, που τα τελευταία χρόνια μόνο μέσα στα γήπεδα τον θυμόμαστε και τον μετατρέπουμε σε βωμολοχία και οργισμένο μπουρλότο ποια ισχνή αγελάδα θα τον κατασπαράξει, έτσι, πεινασμένη που θα είναι;