Από την παράδοση του οπλισμού του ΕΛΑΣ |
Εν συντομία, οι θέσεις του ΕΑΜ, για το περιεχόμενο που έπρεπε να έχει η συμφωνία, όπως αναλύθηκαν από τον Γ. Σιάντο στη Διάσκεψη, έχουν ως εξής:
Τελικά, οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία, από την οποία απουσίαζε ακόμη και αυτός ο όρος της Γενικής Αμνηστίας, για τον οποίο η ΕΑΜική αντιπροσωπεία ήταν δεσμευμένη από τα όργανα του κινήματος να μην κάνει βήμα πίσω. Ας δούμε όμως τι συνέβη με περισσότερες λεπτομέρειες.
Στις 4/2 η κυβερνητική αντιπροσωπεία γνωστοποίησε με επιστολή της προς την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ πως η θέση της για Γενική Αμνηστία «κατόπιν συμφώνου γνώμης της κυβερνήσεως... είναι απολύτως απαράδεκτος». Και οι ΕΑΜίτες αντιπρόσωποι υποχώρησαν. Με απαντητική επιστολή τους, γνωστοποιούσαν στους συνομιλητές τους: «Εφόσον η κυβέρνησις εμμένει εις την άποψιν της, η αντίστροφη επιμονή στην ορθή γνώμη μας θα οδηγούσε σε ρήξη που ανεξάρτητα από την ευθύνη, θα οδηγήσει τον τόπο σε συμφορά. Για τον λόγον αυτόν δεχόμαστε να λυθή το ζήτημα των διώξεων με βάση την αρχή που έθεσεν η Κυβερνητική Αντιπροσωπεία και με την θέσπισιν εγγυήσεων ικανών να περιορίσουν τους κινδύνους που σας έχομεν εκθέσει» (Για τις επιστολές αυτές βλέπε: Εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα», 7/2/1945 και Π. Βενάρδου: «Η συμφωνία της Βάρκιζας», σελ. 45-46). Το πώς έγινε αυτή η μεταστροφή το περιέγραψε πολύ αργότερα σε συνέντευξή του ο Μ. Παρτσαλίδης, που, μεταξύ άλλων, είπε: «Είναι αλήθεια ότι ο Τσιριμώκος ήταν αυτός που περισσότερο ήθελε να υποχωρήσουμε. Και να ζητήσουμε εγγυήσεις για να περιοριστεί όσο ήταν δυνατόν ο κίνδυνος να επεκταθούν οι διώξεις. Προσωπικά είχα προτείνει στον Σιάντο όχι να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις, αλλά να δηλώσουμε ότι πάνω στο θέμα αυτό, επειδή έχουμε δέσμευση από το ΕΑΜ και την ΚΕ του Κόμματος που αντιπροσωπεύαμε, πρέπει να μας δοθεί η δυνατότητα να συζητήσουμε την άρνηση της κυβέρνησης υπεύθυνα και στην ΚΕ του ΕΑΜ και στην ΚΕ του ΚΚΕ στα Τρίκαλα... Τελικά όμως ο Σιάντος κατέληξε στο ότι μια καθυστέρηση της υπογραφής της συμφωνίας δεν επρόκειτο να μας ωφελήσει... και συμφωνήσαμε ότι θα έπρεπε να κάνουμε την υποχώρηση για να μην τραιναριστεί άλλο η υπόθεση. Κακώς βέβαια...» (Π. Βενάρδου, στο ίδιο, σελ. 98).
Δε χωράει αμφιβολία πως αφού οι ΕΑΜίτες αντιπρόσωποι υποχώρησαν σ' αυτό που είχαν θέσει ως αδιαπραγμάτευτη αρχή, δεν είχαν πλέον κανένα πρόβλημα να πάρουν την κάτω βόλτα υπαναχωρώντας και στις υπόλοιπες διεκδικήσεις τους. Ετσι φτάσαμε στην υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας.
Από αριστερά: Σαράφης, Σιάντος, Τσιριμώκος, Σοφιανόπυλος, Ασκούτης και Παρτσαλίδης, αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας |
Από τότε μέχρι σήμερα πολλά έχουν γραφεί κι ακόμη περισσότερα έχουν ειπωθεί γι' αυτό το ιστορικό γεγονός. Οχι άδικα. Η Συμφωνία της Βάρκιζας ήταν νίκη στρατηγικής σημασίας της ελληνικής αστικής τάξης και του βρετανικού ιμπεριαλισμού σε βάρος των δυνάμεων της προόδου και της κοινωνικής αλλαγής στη χώρα μας. Κι ακριβώς γι' αυτό αποτέλεσε κομβικό σημείο, σταθμό, από τους πιο σημαντικούς, στην ιστορία της πάλης των τάξεων στην Ελλάδα, η μελέτη του οποίου δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα αναντικατάστατο σχολείο για κάθε γενιά λαϊκών αγωνιστών. Αυτό ακριβώς φιλοδοξεί να πει και να υπογραμμίσει το παρόν άρθρο, έστω κι αν αρκετά απ' όσα ακολουθούν θα φανούν στον αναγνώστη γνωστά ή, ακόμη, και χιλιοειπωμένα.
Η λήξη των Δεκεμβριανών, η υποχώρηση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα και η υπογραφή με τους Εγγλέζους της στρατιωτικής συμφωνίας για ανακωχή των εχθροπραξιών, αντικειμενικά έθετε επί τάπητος το θέμα της αναζήτησης μιας πολιτικής λύσης ώστε να μπει οριστικό τέλος στην πολεμική αναμέτρηση. Δεν ήταν καθόλου παράλογο, στη βάση των προαναφερόμενων εξελίξεων, να αναζητηθεί μια τέτοια διέξοδος. θα 'λεγε κανείς ότι μάλλον ήταν επιβεβλημένο, έστω και ως τακτική πολιτική κίνηση. Ετσι, μόλις άρχισε να εφαρμόζεται η συμφωνία ανακωχής, άρχισαν και οι σχετικές βολιδοσκοπήσεις για διαπραγματεύσεις. Από το αντιΕΑΜικό στρατόπεδο οι πιο επίσημοι εκπρόσωποί του δεν έχαναν ευκαιρία να δηλώσουν την ετοιμότητά τους για συζητήσεις με το ΕΑΜ. Ο αντιβασιλέας και αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός έκανε σχετικές δηλώσεις στο ραδιόφωνο και οι Εγγλέζοι έριξαν αναλόγου περιεχομένου προκηρύξεις με τα αεροπλάνα τους. Αλλά και το ΕΑΜ δε δίστασε να ανταποκριθεί, δηλώνοντας την επιθυμία να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις με ευρεία αντιπροσωπεία, στην οποία θα εκπροσωπούνταν όλες οι πολιτικές δυνάμεις που το απάρτιζαν. Απ' αυτό το σημείο και μετά άρχισαν τα προβλήματα, με πρώτο την επιδίωξη των Εγγλέζων και του Δαμασκηνού να παρέμβουν στα εσωτερικά του ΕΑΜ και να καθορίσουν τη σύνθεση της αντιπροσωπείας του. Στην αρχή ήθελαν η αντιπροσωπεία να αποτελείται μόνο από κομμουνιστές και στη συνέχεια επιχείρησαν να καθορίσουν τον αριθμό της, αλλά και να ορίσουν τα πρόσωπα που θα συμμετείχαν σ' αυτή. Επρόκειτο για μια σαφή προσπάθεια, που τυπικά αποσκοπούσε να εμφανίσει το ΕΑΜ ως μια, αποκλειστικά, κομμουνιστική οργάνωση, αλλά ουσιαστικά στόχευε να απομονώσει το ΚΚΕ από τους συμμάχους του. (Βλέπε αναλυτικά για το θέμα: «Στη δίνη του Εμφυλίου πολέμου», εκδόσεις ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ, σελ. 147-150).
Τελικά, με απόφαση της ΚΕ του ΕΑΜ, την αντιπροσωπεία του αποτέλεσαν ο Γ. Σιάντος, Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ (επικεφαλής), ο Μ. Παρτσαλίδης, Γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ και ο Η. Τσιριμώκος, μέλος της ΚΕ του ΕΑΜ. Στρατιωτικός σύμβουλος της αντιπροσωπείας ορίστηκε ο αρχηγός του ΕΛΑΣ στρατηγός Στ. Σαράφης, ενώ τη συνόδευαν, χωρίς δικαίωμα να παρίστανται στις συνεδριάσεις, οι Κ. Γαβριηλίδης, Γ. Γεωργαλάς και Δ. Στρατής. («Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης», Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, τόμος Α`, σελ. 158).
Στην αντιπροσωπεία της κυβέρνησης των Αθηνών επικεφαλής ήταν ο υπουργός Εξωτερικών Ι. Σοφιανόπουλος - που ορίστηκε και πρόεδρος της Διάσκεψης - ενώ συμμετείχαν επίσης ο υπουργός Εσωτερικών Περικλής Ράλλης (ανήκε στο δεξιό Λαϊκό Κόμμα) και ο υπουργός Γεωργίας Ι. Μαρκόπουλος. Στρατιωτικός σύμβουλος της κυβερνητικής αντιπροσωπείας ήταν ο στρατηγός Παυσανίας Κατσώτας. Τέλος παρατηρητής εκ μέρους του αρχιεπισκόπου - αντιβασιλιά Δαμασκηνού ήταν ο διευθυντής του πολιτικού του γραφείου Ι. Γεωργάκης, μετέπειτα καθηγητής της Παντείου και στενός συνεργάτης του Ωνάση.
Η Διάσκεψη της Βάρκιζας άρχισε στις 2 Φλεβάρη του 1945, ημέρα Παρασκευή και τελείωσε στις 12 του μηνός, ημέρα Δευτέρα, με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας.