Ο κινηματογράφος «Φιλίπ» |
Η ταινία μικρού μήκους είναι ένα πρόσφορο έδαφος και για τον σκηνοθέτη και για την εθνική κινηματογραφία. Ο σκηνοθέτης μπορεί να πειραματιστεί, να βρει και να προτείνει νέους τρόπους έκφρασης, να βελτιώσει την αφηγηματολογία του. Κυρίως, μπορεί να δοκιμαστεί, ώστε κάποια στιγμή να είναι έτοιμος να μεταπηδήσει στην ταινία μεγάλου μήκους. Αυτό το πέρασμα είναι το μεγάλο ζητούμενο για τους σκηνοθέτες της χώρας μας. Θα δούμε παρακάτω γιατί τίθεται τόσο επιτακτικά και αγχωτικά από τους ίδιους τους σκηνοθέτες στον εαυτό τους.
Μια ακόμη σοβαρή δυνατότητά της είναι ο πειραματισμός, ο οποίος στην ταινία μικρού μήκους είναι πιο αποτελεσματικός, διότι μπορεί να πειραματιστεί ο καλλιτέχνης τόσο στην απόδοση του νοήματος, όσο και στην καλλιτεχνική φόρμα. Παγκοσμίως, υπάρχει μεγάλη παραγωγή τέτοιων ταινιών. Στην ελληνική παραγωγή, μόνο με τους πειραματισμούς των Κώστα Σφήκα, Στέλλας Θεοδωράκη, Σταύρου Τορνέ, Αντουανέττας Αγγελίδη, Βοβούλας Σκούρα στην ταινία μικρού μήκους, βλέπουμε κατά πόσο έχουν επηρεάσει τις μετέπειτα ταινίες.
Μπορεί να φαίνεται οξύμωρο, αλλά όσο οι δυνατότητες της ταινίας μικρού μήκους είναι μεγάλες τόσο και οι δυσκολίες στον τομέα παραγωγής είναι μεγαλύτερες. Το κράτος δε βοηθά, όπως θα έπρεπε, την παραγωγή των ταινιών μικρού μήκους, με αποτέλεσμα να μην ανανεώνεται το καλλιτεχνικό δυναμικό και, κατ' επέκταση, η εικόνα της εθνικής μας κινηματογραφίας και στο εξωτερικό. Τα τελευταία χρόνια είναι περισσότερες οι ιδιωτικές παραγωγές και, εδώ και δύο χρόνια, συναγωνίζονται επάξια τις κρατικές. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι άλλο.
Οι σκηνοθέτες των ταινιών μικρού μήκους αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της ανυπαρξίας διανομής των ταινιών τους. Θεωρώντας ότι «ταινία» σημαίνει ένα φιλμικό προϊόν που έχει προβληθεί έστω με μία προβολή στο κοινό, τότε οι περισσότερες ελληνικές ταινίες μικρού μήκους, καθώς δεν έχουν προβληθεί ποτέ,... απλά είναι σαν να μην «υπάρχουν», επειδή οι εταιρείες διανομής αλλά και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου δεν έχουν πειστεί ότι η ταινία μικρού μήκους μπορεί να διανεμηθεί αυτόνομα και όχι με άλλον τρόπο. Ο άλλος τρόπος είναι η μικρού μήκους να προβάλλεται πριν από μια μεγάλου μήκους ταινία. Σε αυτό τον τρόπο προβολής έχουμε δύο μειονεκτήματα: ο σκηνοθέτης της ταινίας μικρού μήκους ουδέποτε παίρνει τα ποσοστά από τα έσοδα της διανομής και ο θεατής αντιμετωπίζει τη μικρού μήκους σαν κάτι παράταιρο, πρόσθετο, σαν η μικρού μήκους ταινία να είναι ο φτωχός συγγενής του κινηματογράφου. Επιπροσθέτως, όλο και περισσότερο οι εταιρείες διανομής δε δέχονται να προβάλλουν, έστω και έτσι, τις ταινίες μικρού μήκους.
Αυτές οι δυσκολίες και η επιτακτική ανάγκη κάθε σκηνοθέτη για να προβληθεί η ταινία του στο κοινό, τον αναγκάζουν, αγωνιωδώς, να στραφεί στην ταινία μεγάλου μήκους ή να δουλέψει στην τηλεόραση. Ετσι, δημιουργούνται δύο παρενέργειες. Αφ' ενός, το πέρασμα από το μικρό στο μεγάλο μήκος λειτουργεί σα μια απαραίτητη συνθήκη για την ύπαρξη ενός σκηνοθέτη και η ταινία μικρού μήκους, απλώς σαν αφήγηση και φόρμα, που όλο και περισσότερο πλησιάζει τα τηλεοπτικά πρότυπα. Αφ' ετέρου, χαρακτηρίζει όλο και περισσότερο τις παραγωγές των τελευταίων χρόνων.
Η διανομή της ταινίας μικρού μήκους είναι επιτακτική ανάγκη. Προϋπόθεση για την ύπαρξη αυτής της παραγωγής και τον ανταγωνισμό της με τις ξένες παραγωγές. Οι σκηνοθέτες μικρού μήκους δε θα έπρεπε να αισθάνονται σα «φτωχοί συγγενείς» στην εθνική μας κινηματογραφία, αλλά σαν ισότιμα μέλη της. Πώς μπορεί να γίνει διανομή της μικρού μήκους στην Ελλάδα; Σ' αυτό το ερώτημα το «μικρό» προσπαθεί να απαντήσει.
Το «μικρό», Σωματείο για την προώθηση της ταινίας μικρού μήκους, τον τελευταίο καιρό προσπαθεί να διανείμει τις ταινίες των μελών του, και όχι μόνο, ακολουθώντας, προς το παρόν, τον κλασικό τρόπο διανομής. Συμφώνησε με δύο κινηματογράφους να προβάλλονται ταινίες μικρού μήκους: Με το «Φιλίπ» (Θάσου 11, πλ. Αμερικής) και με τον «Μικρόκοσμο» (Συγγρού 106, Φιξ). Στον πρώτο κάθε Δευτέρα (10μ.μ.) και στο δεύτερο κάθε Σάββατο (12 τα μεσάνυχτα). Είναι ένα πρώτο βήμα και, πιστεύουμε, θα ακολουθήσουν άλλα, πολύ σύντομα.
Στους δύο αυτούς κινηματογράφους προβάλλονται ταινίες με λίγο - πολύ ενιαία θεματική, συνολικής διάρκειας 90 λεπτών. Ο θεατής μπορεί να ανακαλύψει «διαμαντάκια» από την ελληνική παραγωγή που δεν έχει άλλη ευκαιρία να τα δει, αφού μετά από το Φεστιβάλ Δράμας μόνο οι βραβευμένες ταινίες προβάλλονται σε διάφορες πόλεις ή Κινηματογραφικές Λέσχες, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ετσι, μ' αυτές τις προβολές οι σκηνοθέτες μπορούν να δουν τις αντιδράσεις του κοινού. Το επόμενο βήμα είναι ανάλογη προβολή στη Θεσσαλονίκη και στις Κινηματογραφικές Λέσχες ανά την Ελλάδα. Πιστεύουμε ότι το ελληνικό κοινό θα δει και θα αγαπήσει τις ταινίες μικρού μήκους και, μέσα από αυτές, θα μπορέσει να διακρίνει τις δυνατότητες εξέλιξης της εθνικής μας κινηματογραφίας.
2. «Οχι» στους εθνικόφρονες της Παλαιάς και Νέας Δημοκρατίας, που θέλουν λόγω επετείου να μονοπωλούν τον Εθνικό Υμνο. Αν πράγματι άκουγαν τους θαυμάσιους αυτούς στίχους, θα καταλάβαιναν πως πρόκειται για ύμνο στην ελευθερία. Πότε οι οπαδοί της μόνιμης Δύσης γνώρισαν την ελευθερία; Αν έριχναν μια ματιά στην ιστορία της παράταξής τους, θα έπρεπε ύστερα να παρουσιαστούν αυτοβούλως στη Δικαιοσύνη και να ζητήσουν να τους επιβληθεί ποινή για όσα έχουν κάνει εις βάρος της ελευθερίας.
3. «Οχι» στους μικροαστούς που μιλάνε εκ του ασφαλούς εναντίον καθηγητών και δασκάλων για την απεργία τους. Τους κατανοώ. Πρέπει τα παιδιά μας να γίνουν όπως ακριβώς αυτοί: ημιμαθείς απαίδευτοι, ψεύτες χωρίς λόγο, τσάμπα μάγκες, μισογύνηδες και ανόητοι, για να συνεχίσει να λειτουργεί ατάραχο το βασίλειο του μικροαστισμού στην πατρίδα μας.
4. «Οχι» στον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο για τις δημόσιες δηλώσεις του που αφορούν την Παιδεία. Παριστάνοντας τον αφελή που πάσχει ψυχικώς μέχρι ν' ανοίξουν τα σχολεία, απέδειξε πως μπορεί να υπηρετεί δύο κυρίους. Από τη μια δε θέλει να τα χαλάσει με τον Καραμανλή και από την άλλη, μπροστά στην αγωνία των καθηγητών και των δασκάλων, δήλωσε πως προσεύχεται. Για μια ακόμη φορά χρησιμοποιεί ένα μείζον θέμα όπως αυτό της Παιδείας για λόγους προσωπικής προβολής.
5. «Οχι» στη διαμόρφωση της καθημερινότητας από το θέαμα. Πόσοι άραγε από εμάς καταλαβαίνουν ότι κατοικούν μέσα στην τηλεόραση και όχι στο σπίτι τους; Σε λίγο, θα νοικιάζουμε τηλεόραση με σπίτι και όχι σπίτι με τηλεόραση. Είμαστε κάτοικοι μιας εικόνας ελεεινής και ως εκ τούτου αδιαίρετης. Πιστεύοντας ότι αλλάζοντας κανάλι ασκούμε το δικαίωμα της ελευθερίας μας, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να μεγαλώνουμε την τηλεοπτική μας μυωπία. Οσο για τις καλές προθέσεις των παραγωγών της τηλεόρασης, αυτές εξανεμίζονται μπροστά στη συστηματική εξαπάτηση στην οποία καταφεύγουν, προκειμένου να μεγαλώσουν τις καταθέσεις τους. Με φρίκη, ο θεατής ανακαλύπτει πως την πλήξη που ένιωθε μες στο σπίτι του τη νιώθει τώρα και μέσα στην τηλεόραση όπου κατοικεί.
6. «Οχι» στο κράτος που επαναλαμβάνει σαν φθαρμένος δίσκος γεγονότα που καθόρισαν τη μοίρα του ελληνισμού. Μέσω των επετείων, κηδεύουν με τον πιο δόλιο τρόπο την αιτία του πολέμου, γιορτάζοντας το αυτονόητο σαν κάτι εξαιρετικό.
Υστερόγραφο: Επιστροφή στην ποίηση. Σε αυτήν ανήκουν οι αγαπημένοι νεκροί που υπερασπίστηκαν το «όχι» με το αίμα τους. Σε αυτούς αφιερώνουμε το σονέτο του Λορέντσου Μαβίλη Η λήθη: «Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε / την πίκρια της ζωής. Οντας βυθίσει / ο ήλιος και το σούρουπο ακολουθήσει / μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι. / Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε / στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση, / μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει / α στάξει γι' αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε. / Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται, / διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι, / πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται. / Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι, / τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν: / θέλουν - μα δε βολεί να λησμονήσουν».