Την απόσυρση του κράτους από κάθε παρουσία του στην αγορά, αξιώνουν, στο όνομα της επιχειρηματικότητας, οι εκπρόσωποι του ΣΕΒ
To κράτος είμαστε εμείς! Αυτό διαμήνυσε με άλλα λόγια σε όλους τους τόνους χτες ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ) Δ. Δασκαλόπουλος, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που έδωσε με αφορμή την επίσκεψη της αρμόδιας για θέματα ανταγωνισμού επιτρόπου της ΕΕ, Ν. Κρος. Στην ουσία, ο πρόεδρος του ΣΕΒ ισχυρίστηκε ότι ο στόχος της «επιχειρηματικότητας» και της «ανταγωνιστικότητας» δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνον εάν το κράτος αποχωρήσει απ' όλους τους τομείς δραστηριότητας και τα πάντα περάσουν στον απόλυτο έλεγχο των μεγαλοεπιχειρηματιών. Προκειμένου, μάλιστα, να στηρίξει την επιχειρηματολογία του και σε αντιδιαστολή με τη φιλολογία των τελευταίων ημερών, όπου όλοι ξεσπάθωσαν και ανακάλυψαν τα μονοπώλια και τα καρτέλ, επιχείρησε έναν, ακροβατικού τύπου, συμψηφισμό. Μιλήσει για «ιδιότυπο καρτέλ του κράτους», με προφανή στόχο να εξωραΐσει τη δράση των μονοπωλίων και το γεγονός ότι μια ολόκληρη κοινωνία πληρώνει τα προκλητικά κέρδη τους.
Το «καρτέλ του κράτους», σύμφωνα με τα όσα εν πολλοίς αυθαίρετα είπε χτες ο πρόεδρος του ΣΕΒ, συντηρεί μια «κρατικοδίαιτη οικονομία», συνίσταται σε: πενήντα δημόσιες επιχειρήσεις, δεκάδες ΝΠΔΔ και εκατοντάδες επιτροπές, που λειτουργούν στις παρυφές του δημόσιου τομέα, την κρατική γραφειοκρατία, ένα πολύπλοκο πλέγμα νόμων, προεδρικών διαταγμάτων κλπ. Εφτασε, μάλιστα, στο σημείο, να μιλήσει για «πολυεπίπεδο κρατικό παρεμβατισμό», που «καθορίζει με άμεσες ή έμμεσες παρεμβάσεις τις τιμές σε μεγάλο μέρος του ΑΕΠ». Και τα λέει αυτά, τη στιγμή που είναι πασίγνωστο ότι ακόμα και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΣΕΒ οι τιμές στην αγορά είναι ελεύθερες. Εκτός και εάν οι μεγαλοεπιχειρηματίες, υπό τον όρο ...κρατική παρέμβαση, εννοούν τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις που έχουν να δίνουν μισθό στους εργαζόμενους, να πληρώνουν ένα πολύ μικρό μέρος των ασφαλιστικών εισφορών, ή να δίνουν τις άδειες και τα υποχρεωτικά επιδόματα που δικαιούνται οι εργαζόμενοι. Ακάθεκτοι πάντως οι μεγαλοβιομήχανοι διά του προέδρου τους επιμένουν στο μύθο της υπέρμετρης χρηματοδότησης του δημόσιου τομέα και επιχειρήσεων που ελέγχονται από αυτόν, ενώ όταν πρόκειται για επιδοτήσεις και τζάμπα χρήμα προς το κεφάλαιο, πάντα γκρινιάζουν ότι απαιτούνται μεγαλύτερα κονδύλια.
Στο πλαίσιο της στήριξης του «προφίλ» των επιχειρήσεων στη συνείδηση των εργαζομένων, έκανε λόγο για «συλλήβδην επίθεση της επιχειρηματικής τάξης με την οποία επιχειρείται η ενοχοποίηση της επιχειρηματικής δράσης στη συνείδηση της κοινής γνώμης», την ώρα που, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, οι ισχυρές επιχειρήσεις ταυτίζονται με τη διατήρηση του «ευρωπαϊκού μοντέλου».
Η μόνη παρέμβαση που κατά τον πρόεδρο του ΣΕΒ είναι ανεκτή και μπορεί να εγγυηθεί την εφαρμογή του νόμου για την «προστασία του ανταγωνισμού» είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού -αυτή των κουμπάρων και των ...κουμπαριών. Παράλληλα, θέλοντας να θολώσει τα νερά, υποστήριξε πως την ύπαρξη «καρτέλ» δεν αποδεικνύουν οι μικρές διαφορές μεταξύ των τιμών, αλλά οι αποδεδειγμένες συμφωνίες ανάμεσα στις επιχειρήσεις. Ωστόσο, παραδέχτηκε ότι οι επιχειρηματίες μέλη του ΣΕΒ θορυβούνται από τις έρευνες της Επιτροπής Ανταγωνισμού σε διάφορους κλάδους και όχι μόνο εκείνον των γαλακτοκομικών προϊόντων στον οποίο επικεντρώνεται ο θόρυβος του τελευταίου διαστήματος.
Σχολιάζοντας το προσχέδιο του προϋπολογισμού που δόθηκε χτες στη δημοσιότητα, ο πρόεδρος του ΣΕΒ έκρινε ότι «διαπνέεται από διαχειριστική ορθότητα, παραμένει, όμως, μεταρρυθμιστικά ελλειμματικός». Δεν παρέλειψε, βέβαια, να καλέσει την κυβέρνηση να μην ενδώσει στις διεκδικήσεις των εργαζομένων, γιατί ...δεν το επιτρέπει «ο εύθραυστος χαρακτήρας της δημοσιονομικής εξυγίανσης».
Ο βουλευτής του ΚΚΕ Ν. Γκατζής, τόνισε πως δε συμβιβάζονται φτηνά καύσιμα με πολιτικές ελεύθερης αγοράς και ενίσχυσης των ενεργειακών μονοπωλίων, που υποστηρίζονται από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ
Μια εμφανέστατη προσπάθεια να ...τονώσει ανέξοδα το «λαϊκό» προφίλ του, χωρίς όμως να αμφισβητήσει σε τίποτε την πολιτική της προωθούμενης «απελευθέρωσης» και στον χώρο της ενέργειας, έκανε χτες το ΠΑΣΟΚ κατά τη διάρκεια της συζήτησης της πρότασής του για την καταβολή επιδόματος θέρμανσης, στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής. Κατά πάγια τακτική η πρόταση δεν τέθηκε σε ψηφοφορία εφόσον προκαλείται δημοσιονομική δαπάνη.
Παρεμβαίνοντας στη συζήτηση, ο βουλευτής του ΚΚΕ Νίκος Γκατζής, επεσήμανε πως δεν πρόκειται να υπάρξει μείωση της τιμής των καυσίμων, όσο ακολουθείται η πολιτική της ελεύθερης αγοράς και της ενίσχυσης των ενεργειακών μονοπωλίων. Και μεταφέροντας τις θέσεις του Κόμματος, υπογράμμισε την ανάγκη «η ενέργεια να γίνει λαϊκή περιουσία» και ζήτησε την «κατάργηση όλων των έμμεσων φόρων που επιβάλλονται στην ενέργεια και ιδιαίτερα στο πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης».
Οσον αφορά την αντιπαράθεση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, σημείωσε ότι είναι «ανούσιος καυγάς των δυο κομμάτων» για «μια πολιτική που και τα δύο κόμματα συμφωνούν» και είναι «αυτή της ελεύθερης αγοράς». Σχολίασε τις τοποθετήσεις των δυο κομμάτων λέγοντας ότι «κανείς δεν αναφέρθηκε στις πραγματικές αιτίες που οδηγούν στην καταλήστευση του εισοδήματος της λαϊκής οικογένειας» μιλώντας για «υπερκέρδη των διυλιστηρίων» αφού «μόνο τα δυο διυλιστήρια που ενώθηκαν η ΕΛΠΕ και η ΜΟΤΟΡ ΟΪΛ είχαν το 2005 αύξηση 161% των κερδών τους». Παράλληλα ο Νίκος Γκατζής αναφέρθηκε στην ιδιωτικοποίηση των πετρελαϊκών επιχειρήσεων αναρωτώμενος ρητορικά αν «θα μπορούσε σήμερα η κυβέρνηση να επιβάλλει μια τιμή με τα πρατήρια της ΕΚΟ; Φυσικά θα μπορούσε» αλλά «δεν το κάνει ούτε η ΝΔ ούτε το ΠΑΣΟΚ γιατί έχετε την ίδια ακριβώς αντίληψη». Οσον αφορά τη φορολογία σημείωσε ότι «το 50% της τιμής του πετρελαίου είναι φόρος» ενώ «με τις οδηγίες της ΕΕ» θα οδηγηθούμε έως το 2009 σε «μια τεράστια αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Ποιος τον νέμεται αυτόν και ποιος τον πληρώνει;».
Από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ, ο εισηγητής του, Δ. Γεωργακόπουλος, υποστήριξε ότι το κόστος της πρότασης του κόμματός του, «είναι 270 εκατομμύρια ευρώ» υποστηρίζοντας ότι επί ΠΑΣΟΚ «η κυβέρνηση με πολύ μικρότερη αύξηση του πετρελαίου, έδωσε 30 με 50 χιλιάδες δραχμές».
Εκ μέρους της ΝΔ ο βουλευτής Γ. Γιαννάκης υποστήριξε ότι «μια υπεύθυνη κυβέρνηση δε θα πρέπει να δέχεται πάντα τις ανάγκες που μια κοινωνία προβάλλει» μιλώντας για «χάιδεμα αυτιών» από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ και σημειώνοντας ότι «προτιμάμε να έχουμε μια μονάδα κάτω την ανεργία, παρά 100 επιδόματα θέρμανσης».
Σε συμμαχία με την ιταλική πολυεθνική ΕΝΕL μπαίνει στη «μάχη» για την κατασκευή των μονάδων παραγωγής των 900 MW ο «Προμηθέας Gas» συμφερόντων Κοπελούζου. Οπως ανακοινώθηκε χτες, η ιταλική εταιρεία ΕΝΕL αυξάνει τη συμμετοχή της στην ENELCO που κατέχει δύο άδειες για την ανάπτυξης σταθμών παραγωγής ενέργειας από φυσικό αέριο στη Βοιωτία και τον Εβρο. Πρόκειται να συμμετάσχει σε όλους τους διαγωνισμούς για την ανάπτυξη ανεξάρτητων σταθμών παραγωγής ενέργειας, αρχής γενομένης από την προκήρυξη για τη μονάδα ισχύος 400 MW. Με πρόσφατη συμφωνία μεταξύ της ENEL και του ομίλου Κοπελούζου η πρώτη θα αυξήσει τη συμμετοχή της στην ENELCO από 50% σε 75%. Το υπόλοιπο 25% της ENELCO το κατέχει η «Προμηθέας Gas». Η συμφωνία εντάσσεται προφανώς στον κύκλο στρατηγικών συμμαχιών που έχουν ανοίξει ντόπιοι επιχειρηματίες με ξένες πολυεθνικές προκειμένου να μπουν στην παραγωγή ρεύματος και ειδικότερα ενόψει των διαγωνισμών για τις μονάδες παραγωγής συνολικής ισχύος 900 MW που προκηρύσσει η κυβέρνηση με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους για τους επιχειρηματίες.
Στην ανάγκη δημιουργίας διαφοροποιημένων και επώνυμων προϊόντων αναφέρθηκε ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Γ. Αλογοσκούφης, σε εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν ο ΕΣΒΕΠ και το Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο. Οπως ανέφερε, για το διαφοροποιημένο και επώνυμο προϊόν οι όροι του ανταγωνισμού αλλάζουν για όποιον καταφέρει να αξιοποιήσει τους όρους του σύγχρονου μάρκετινγκ. Σαν αρνητικό παράδειγμα για την Ελλάδα, ανέφερε τις περιπτώσεις των κλάδων της υποδηματοποιίας και της κλωστοϋφαντουργίας, οι οποίοι, όπως είπε, στο παρελθόν είχαν σημειώσει άνθηση, ενώ αντίθετα σήμερα βρίσκονται σε παρακμή, επειδή οι επιχειρηματίες των δύο αυτών κλάδων δεν αντιληφθήκανε εγκαίρως - όπως οι ανταγωνιστές τους στην Ιταλία - ότι για να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό από χώρες χαμηλού εργατικού κόστους πρέπει να ενσωματώσουν στο προϊόν τους αλλά ποιοτικά χαρακτηριστικά...