Στο Μουσείο Μπενάκη παρουσιάζεται αυτές τις μέρες έκθεση έργων του Αλεξάντερ Μπαρκώφ. Τίτλος της «Η Ελλάδα του Μπαρκώφ» και διοργανωτές το ΕΛΙΑ και το Μουσείο Μπενάκη. Πρόκειται για ένα σημαντικό ζωγράφο, απόφοιτο της Σχολής Καλών Τεχνών του Ελσίνκι, ο οποίος διαμόρφωσε το ιδίωμά του στις αρχές της δεκαετίας του 1920 στο Παρίσι, κέντρο τότε της διεθνούς πρωτοπορίας στις εικαστικές τέχνες.
Ο Αλέξανδρος Γκέοργκ Μαρία Μπαρκώφ, έφτασε στην Ελλάδα το 1927. Ρωσικής καταγωγής, είχε γεννηθεί το 1870 στο Ελσίνκι. Σπούδασε στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών και στη Σχολή Σχεδίου του Ελσίνκι μεταξύ 1890 - 1897. Το 1900 έφυγε από την πατρίδα του χωρίς να ξαναγυρίσει ποτέ. Οπως πολλοί ομότεχνοί του έζησε για ένα διάστημα στο Παρίσι, όπου το 1923 πήρε μέρος στην Εκθεση του Φθινοπώρου. Τα στοιχεία του βίου του είναι τόσο λειψά ώστε μόνον υποθέσεις μπορεί να κάνει κανείς, βασισμένος στα έργα του και ιδιαίτερα στις υδατογραφίες, στις οποίες συνήθιζε να υπομνηματίζει σημειώνοντας κοντά στην υπογραφή του τον τόπο και τον χρόνο της δημιουργίας τους.
Με πλοηγό το έργο του, γνωρίζουμε ότι το 1929 ταξίδεψε στην Παλαιστίνη και στη Θεσσαλονίκη. Ανάμεσα στο 1928 - 1931 έζησε στη Θεσσαλονίκη, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ίσως στον Πειραιά. Μετά το 1942 τα ίχνη του χάνονται. Οι προφορικές μαρτυρίες συγκλίνουν στο ότι πέθανε από κακουχία και ασιτία το χειμώνα του 1942 στην Αθήνα.
«Οδός Αγίου Κωνσταντίνου»
Οι περισσότερες παρουσιαζόμενες δημιουργίες είναι ακουαρέλες. Αλλωστε οι ακουαρέλες αντιπροσωπεύουν πάνω από το 80% του συνολικού έργου του. Είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους και αποτελούν τις πρώτες εκφράσεις της μοντέρνας τέχνης με υλικό την ακουαρέλα στην Ελλάδα. Πρόκειται για μοναδικό σώμα καλλιτεχνικής παραγωγής στο εικαστικό απόθεμα της ζωγραφικής στην Ελλάδα, αφού, εκτός από τη στιλιστική τους καινοτομία, παρουσιάζουν και σημαντικό ανθρωπολογικό ενδιαφέρον: Ο καλλιτέχνης απεικόνισε τους δρόμους της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, αποτυπώνοντας αντικείμενα και περιστατικά της καθημερινότητάς τους ανάμεσα στο 1927 και το 1942. Αγάπησε την Πλάκα, το Μοναστηράκι, το λιμάνι του Πειραιά, την Ανω Πόλη της Θεσσαλονίκης και συνέδεσε την εφήμερη όψη τους με τη διαχρονική τους παρουσία. Με τη δεξιοτεχνία του καθαρόαιμου ζωγράφου, ο Α. Μπαρκώφ διασώζει την ανθρώπινη ουσία του χώρου που έχει χαθεί, με εικόνες μιας εποχής ταυτόχρονα πρόσφατης αλλά και μακρινής όπως ο Μεσοπόλεμος.
Οπως σημειώνει ο καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο ΑΠΘ, Αντώνης Κωττίδης: «Είναι μάταιο να δούμε τις ακουαρέλες του Μπαρκώφ στο περιβάλλον της σύγχρονής του ελληνικής τέχνης. Καθώς είναι ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης που ανήγαγε την ακουαρέλα στο κύριο εκφραστικό του μέσο, στέκει μετέωρος μέσα σ' ένα περιβάλλον στο οποίο το μέσο αυτό χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά και συχνότερα βοηθητικά από όσο αυτόνομα. Το περιβάλλον του είναι εκ των πραγμάτων εκείνο της ευρωπαϊκής ακουαρέλας από το 1917 ως το 1927, όταν ζούσε και δούλευε στο Παρίσι».
«Το προσωπικό ύφος του βρίσκει την ολοκλήρωσή του στη διαδρομή ανάμεσα σε ιμπρεσιονιστικές και εξπρεσιονιστικές εκφράσεις ιδιαίτερης δύναμης. Είναι πιο συγκρατημένος από τους εξπρεσιονιστές, αλλά δεν έχει καμιά σχέση με τους συντηρητικούς Ελληνες ακουαρελίστες που ζωγραφίζουν όσο ο ίδιος είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα. Αλλωστε και η θεματική του είναι πολύ διαφορετική. Η ζωγραφική του εκτός από αισθητικό έχει και ένα μεγάλο "ανθρωπολογικό" ενδιαφέρον, καθώς αποτύπωσε σκηνές από τη ζωή στους δρόμους μιας Αθήνας που δεν υπάρχει πια. Οσο κι αν ορισμένες από τις κορυφαίες στιγμές της δεξιοτεχνίας του εκδηλώνονται με την τοπιογραφία, η έμπνευσή του παραμένει σταθερά ο άνθρωπος στον αστικό χώρο, και σ' αυτήν την επιλογή του, αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες ελαιογραφίες του Τριανταφυλλίδη, κυριολεκτικά δεν έχει όμοιό του στην ελληνική ζωγραφική της εποχής του. Εμεινε πάντοτε ένας ξένος που αγάπησε την Πλάκα, το Μοναστηράκι, το μπλέξιμο της εφήμερης ουσίας τους με τη διαχρονική των αρχαίων ερειπίων, το ανακάτωμα της λαϊκότητας και της ιστορικότητάς τους σε ένα μοναδικό έργο στη ζωγραφική αυτού του τόπου».
Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τις 5 Μάρτη. Μετά (10/3 - 7/4), θα μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη, στην Κάζα Μπιάνκα.
Ηλιάνα ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ
Το απόλυτο ρόδο
Της νεότητός μου τα λάθη
Κι ενώ η φωνή της Λόττε Λένυα απλώνεται στο δωμάτιο, κοιτάζω πέρα μακριά και βλέπω το πρώτο μου λάθος: δεν έπρεπε στην Εφταετία να λάβω μέρος στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Λάθος κτίριο καταλάβαμε. Βλέπετε, με οδηγούσε το ένστικτο των δεκαεφτά μου χρόνων, και ίσως αυτό να έφταιξε! Το Γαλλικό Ινστιτούτο, έπρεπε να είχαμε καταλάβει. Αυτό εξέθρεψε τη γνωστή παρέα της κατ' επίφασιν αμφισβήτησης, αυτούς που έφυγαν ως αυτοεξόριστοι την επομένη της δικτατορίας και επέστρεψαν από το Παρίσι με τη μεταπολίτευση. Αυτοί οι ίδιοι πέταξαν στη θάλασσα ιδέες και ανθρώπους, ενώ άνοιξαν μόνοι τους, μέσα από τα ΜΜΕ, έναν κύκλο που έφτασε μέχρι την καρδιά της εξουσίας, την οποία τόσα χρόνια είχαν φετιχοποιήσει. Κι εκείνη ανταποκρίθηκε χαρούμενη - τι κρίμα να μην έχουν γνωριστεί τόσα χρόνια! Μια παρέα από σοφιστές που τώρα αποτελούν τους τεχνικούς της εξουσίας, και στηρίζουν και συμβουλεύουν τον Σημίτη.
Οταν λοιπόν χόντρυνε το παιχνίδι, βρήκαν έναν πλάγιο τρόπο ν' αποφύγουν αυτό που πραγματικά τούς συμβαίνει. Κρύφτηκαν, έτσι, αδέξια πίσω από τον αυτόχειρα Πουλαντζά, έναν δικό τους, όπως τόνιζαν, με αφορμή την επέτειο των είκοσι χρόνων από το θάνατό του. Με μια σειρά ομιλίες και αφιερώματα στη μνήμη του, ο στοχαστής θα «καθάριζε» για τη γενιά του ύστερα από τόσα χρόνια!
Εδώ η φωνή της Λόττε Λένυα χαμηλώνει και ο αναγνώστης αναρωτιέται αν υπάρχει Θεός. Φαίνεται πως όχι, διαφορετικά, όλοι αυτοί θα είχαν αποσυρθεί σαν... ελαττωματική παρτίδα!
Το απόλυτο ρόδο πέφτει τώρα δίπλα ακριβώς στο δεύτερο λάθος μου... Παιδί ήμουν και διάβαζα τον Δον Κιχώτη, στο σημείο όπου ο ήρωας αρνείται να αποδείξει την αλήθεια του. Το σημαντικό, έλεγε, είναι ότι χωρίς να τη δεις, οφείλεις να την πιστέψεις, να την ομολογήσεις, να την επιβεβαιώσεις, να πάρεις όρκο γι' αυτή. Σ' αυτή τη σελίδα ακριβώς, δεν ξέρω πώς, βρήκα ξεχασμένη μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Νίκου Ζαχαριάδη! Πήρα τη φωτογραφία στα χέρια μου και την περιεργάστηκα. Εντύπωση μου έκανε η καθαρότητα του βλέμματός του και η στάση του σώματός του - πάντα σε ετοιμότητα. Ηταν μία χαρούμενη φωτογραφία.
Μεγάλωνα και μαζί μου μεγάλωνε και η έλξη που μου προκαλούσε αυτή η φωτογραφία, η οποία περίμενε στο βάθος των πραγμάτων. Ετσι όπως σε κάθε παραμύθι, ένας ψίθυρος με τύλιγε για τη ζωή του και έμπαινε στη δική μου ζωή σαν απαγορευμένος καρπός, καταδικασμένος να μένει μόνος στο κέντρο μιας υπόθεσης που πολλοί έλεγαν πως χάθηκε για πάντα.
Το πάθος του Ζαχαριάδη ξεκίνησε από το Νταχάου, πέρασε στην Ελλάδα και κατέληξε σε μια ανοιχτή στέπα. Η Αριστερά είχε το δικό της Οδυσσέα, που μετά τη μάχη δεν μπορούσε να ησυχάσει πουθενά. Επρεπε λοιπόν η φωτογραφία του πάθους του Ζαχαριάδη, να αντικατασταθεί από μία άλλη, πιο συμβατή με τη νέα πραγματικότητα. Μόλις το σύνδρομο του Μπάρμπα - Θωμά της γνωστής καλύβας έκανε την εμφάνισή του στην ελληνική κοινωνία, βρέθηκε ο κατάλληλος αντικαταστάτης: ο καλός-καλός άνθρωπος Κύρκος. Μ' ένα ιλουστρασιόν χαμόγελο, μπήκε σ' έναν κόσμο όπου όλα έπρεπε να μείνουν στη θέση τους.
Στα μέσα της δεκαετίας του Ογδόντα, «κάτι υποθέσεις ψυχικές», που λέει κι ο ποιητής, με οδήγησαν στα χιόνια της Μόσχας. Ηταν τότε που η πατρίδα του Βλαδίμηρου Ιλιτς άρχιζε το άλμα της στο καθόλου. Μ' ένα πανάρχαιο αυτοκίνητο διασχίζαμε ένα λευκό τοπίο, ώσπου σαν ψέμα έκανε μπροστά μας την εμφάνισή του ένα ανθισμένο δέντρο. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και πλησιάσαμε το θαύμα. Εβγαλα τη φωτογραφία του Ζαχαριάδη που κουβαλούσα πάντα μέσα στο αγαπημένο μου βιβλίο και την ακούμπησα σ' ένα κλαδί, σαν αυτές οι δύο ομορφιές να έπρεπε να συνομιλήσουν μεταξύ τους. Αυτό ήταν και το δεύτερο λάθος της νεότητός μου! Ενα κομμάτι του πάθους μου έμεινε εκεί, με τον Νίκο Ζαχαριάδη να συνεχίζει την προσπάθειά του για επαφή και επικοινωνία. Τώρα ψάχνω κι εγώ μαζί με άλλους το χαμένο πάθος και τον Νίκο που ακόμα με συγκινεί...