Συμφώνησαν στις διαπιστώσεις, αλλά όχι στις αιτίες και τις λύσεις οι φορείς που συμμετείχαν στην ημερίδα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου για τη διανομή των ελληνικών ταινιών
«Η εαρινή σύναξις των αγροφυλάκων» του Δήμου Αβδελιώδη. Οταν κατάφερε να βγει στις αίθουσες έσπασε το «φράγμα» των 100 χιλιάδων εισιτηρίων και τα στερεότυπα περί «εμπορικού» και «καλλιτεχνικού» κινηματογράφου |
Από διαφορετικούς «δρόμους», οι εκπρόσωποι των φορέων που συμμετείχαν κατέληξαν σε μερικές κοινές, όσο και γνωστές διαπιστώσεις, που κωδικοποιημένα θα μπορούσαν να αποδοθούν ως εξής: Ο ελληνικός κινηματογράφος «νοσεί». Η κρατική πολιτική για τον κινηματογράφο είναι ανύπαρκτη... όταν δεν αποτελεί και η ίδια τροχοπέδη για την ανάπτυξή του. Το ΕΚΚ προσπαθεί να «ισορροπήσει» μεταξύ των βασικών αρχών του, που είναι η στήριξη και η προώθηση της εγχώριας παραγωγής και των «νόμων» της καπιταλιστικής αγοράς... αποτυγχάνοντας και στα δύο.
Από εκεί και πέρα διαφάνηκαν οι αντιθέσεις μεταξύ παραγωγών, διανομέων και σκηνοθετών ως προς τις αιτίες της άσχημης αυτής κατάστασης αλλά και ως προς τις λύσεις. Δεδομένων των περιορισμών του χώρου επιλέξαμε να μεταφέρουμε αυτές τις αντιθέσεις μέσα από συγκεκριμένες παρεμβάσεις, καθώς και τα άκρως αποκαλυπτικά ποσοτικά στοιχεία για την ευρωπαϊκή και ελληνική κινηματογραφική διανομή. Στοιχεία που αναδεικνύουν - αν διαβαστούν στην ουσία τους - τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου στον οπτικοακουστικό τομέα, αλλά και την ακόμη βαθύτερη υπαγωγή της κινηματογραφικής δημιουργίας στις ανάγκες κερδοφορίας του κεφαλαίου. Οπως θα δούμε, μόνο ένας ομιλητής έδωσε αυτή τη διάσταση.
«Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη. Η προώθηση και η διανομή της ήταν εξασφαλισμένη |
Χαρακτηριστικό του «κλίματος» που επικρατεί στον κόσμο του εγχώριου κινηματογράφου ήταν η άρνηση, τελευταία στιγμή, του Σωματείου Ελλήνων Σκηνοθετών - Παραγωγών Κινηματογράφου, να συμμετάσχει στην ημερίδα. Στην ανακοίνωσή του το Σωματείο, μεταξύ άλλων, σημείωνε: «... για ποια διανομή θα μιλήσουμε στην ημερίδα; (...) Μα όλα βοούν ότι ο ελληνικός κινηματογράφος αργοπεθαίνει (...) Και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου; Γιατί από εργαλείο για την ανάπτυξη του ελληνικού κινηματογράφου, κατάντησε εργαλείο διαχείρισης της βαθύτατης κρίσης που ανεπαισθήτως αρχικά, κραυγαλέα πια σήμερα, διαλύει τα πάντα; Γιατί οργανώνει σήμερα μια ημερίδα όχι για το καίριο, που είναι η αναπτυξιακή πολιτική του ΥΠΠΟ για τον ελληνικό κινηματογράφο και ειδικά για την παραγωγή ελληνικής ταινίας, αλλά για τη διανομή της, τη διανομή μιας ανύπαρκτης παραγωγής, τη διανομή ενός "πτώματος";».
Για... «πτώμα» ο ελληνικός κινηματογράφος τα πάει αρκετά καλά στον αριθμό των σχετικών φορέων. Εκτός του ΕΚΚ, στην ημερίδα συμμετείχαν επίσης: Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών (ΕΕΣ), Σύνδεσμος Ανεξάρτητων Παραγωγών Οπτικοακουστικού Εργου (ΣΑΠΟΕ), Σύνδεσμος Ελλήνων Παραγωγών Κινηματογράφου Τηλεόρασης Βίντεο (ΣΕΠΚΤΒ), Ενωση Διανομέων Κινηματογραφικών Ταινιών Ελλάδας (ΕΣΙΚΤΕ), Ενωση Σεναριογράφων Ελλάδος (ΕΣΕ, τελικά δεν παραβρέθηκε εκπρόσωπος), Ενωση Τεχνικών Ελληνικού Κινηματογράφου Τηλεόρασης (ΕΤΕΚΤ), Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ), Πανελλήνια Ομοσπονδία Αιθουσαρχών Κινηματογράφου (ΠΟΑΚ), Ενωση Δημοτικών Κινηματογράφων Ελλάδας (ΕΝΔΗΜΚΕ). Επίσης, συμμετείχαν εκπρόσωποι του Βρετανικού Συμβουλίου Κινηματογράφου και της ιταλικής Γενικής Διεύθυνσης Κινηματογράφου.
Καταρχήν, έγινε ένας διαχωρισμός μεταξύ της προώθησης και της διανομής της ταινίας. Η διανομή αφορά αποκλειστικά στη διαδικασία μοιράσματος της κόπιας στις αίθουσες και από μία άποψη αποτελεί μέρος της προώθησης, η οποία περιλαμβάνει το σύνολο της δράσης που αποσκοπεί στη διαφήμιση και τη «γνωριμία» της ταινίας με το κοινό.
Σύμφωνα με την Βούλα Γεωργακάκου, υπεύθυνης της «Hellas Films» (η αρμόδια υπηρεσία του ΕΚΚ για την προώθηση των ελληνικών ταινιών) οι σκοποί του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου είναι: «Η προστασία, ενίσχυση και ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης στην Ελλάδα και η προβολή, διάδοση και προώθηση της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής στην Ελλάδα και το εξωτερικό». Ωστόσο, όπως σημείωσε, η «Hellas Films» «ασχολείται και με πωλήσεις χωρίς τις αναγκαίες και απαραίτητες προς τούτο προϋποθέσεις και αυτό επειδή δεν υπάρχει στην Ελλάδα ιδιωτική πρωτοβουλία στον τομέα αυτό», δηλαδή, «δεν υπάρχουν εταιρίες διανομής με την πραγματική έννοια του όρου». «Οι υπάρχουσες εταιρίες διανομής ασχολούνται με τη διανομή ταινιών στις ελληνικές αίθουσες (σ.σ. όχι αναγκαστικά ελληνικών ταινιών) με την αγορά και τη διανομή ταινιών στα ελληνικά κανάλια και στο βίντεο και καθόλου με την πώληση ελληνικών ταινιών στις αγορές του εξωτερικού». Ως προς αυτό, σημείωσε ότι «πάγια πρότασή μας είναι η παραχώρηση δικαιωμάτων διάθεσης ταινιών σε ιδιώτες διανομείς. Το ΕΚΚ να επιδιώξει δηλαδή τη δημιουργία δικτύου συνεργατών - στην Ελλάδα και στο εξωτερικό - που ο ρόλος τους θα είναι η εμπορική προσφορά ταινιών της επιλογής τους με ποσοστά επί των πωλήσεων».
Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι μια εταιρία διανομής έχει «καλές προθέσεις» (δηλαδή αντιμετωπίζει τον κινηματογράφο και ως τέχνη εκτός από εμπορικό προϊόν) η πρόταση αυτή δεν απαντάει στο γιατί αυτό το σύστημα δεν έχει λειτουργήσει υπέρ της εγχώριας κινηματογραφίας μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, που βλέπουν να «απλώνονται» από το Χόλιγουντ. Μάλιστα, αυτή η «άλωση» είναι μετρήσιμο μέγεθος και τα στοιχεία τα έδωσε η Βούλα Γεωργακάκου: Από τις 750 ταινίες μεγάλου μήκους που παράγονται συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ενωση των «25», σε εμπορική διανομή «βγαίνει» το 50% - 60% με 100.000.000 εισιτήρια. Οι άλλες, ή διανέμονται σε μικρό «κύκλωμα αιθουσών τέχνης», ή πάνε κατευθείαν σε DVD ή μένουν στα «αζήτητα».
Την ίδια στιγμή, το 80% του συνόλου των εισιτηρίων που «κόβονται» στην Ευρώπη ανήκει στις αμερικανικές παραγωγές, ή αλλιώς, στις πρώτες 10 ταινίες σε εισιτήρια οι 8 είναι αμερικανικές και στις πρώτες 50 είναι οι 40. Στην Ελλάδα, σε περίπου 350 αίθουσες προβάλλονται, κατά μέσον όρο, 200 νέες παραγωγές σε σύνολο 250 ταινιών (οι άλλες είναι επαναλήψεις). Από αυτές, οι 150 είναι αμερικανικές, οι 50 ευρωπαϊκές, 5-6 «άλλες» και 13 ελληνικές, πάντα κατά μέσον όρο. Για το 2004, από τις 22 ελληνικές μεγάλου μήκους ταινίες διανεμήθηκαν 11 και 10 έμειναν εκτός. Ετησίως «κόβονται» στην Ελλάδα περίπου 13 εκατομμύρια εισιτήρια, με το 85% να ανήκει στις αμερικανικές ταινίες και μόλις το 5%-6% στις ελληνικές.
Τη δική της άποψη για την αιτία αυτής της, ουσιαστικά, «εξαφάνισης» της ελληνικής κινηματογραφίας, έδωσε η σκηνοθέτης, Στέλλα Θεοδωράκη, που μίλησε εκ μέρους της ΕΕΣ: «Απουσία οράματος. Οταν το όραμα ταυτίζεται με το κέρδος, όταν δηλαδή το κέρδος γίνεται όραμα και όχι αποτέλεσμα οράματος, όταν δε στρεφόμαστε στο μέλλον και αδιαφορούμε για την πολιτιστική μας ταυτότητα, τότε δεν μπορούμε να περιμένουμε καμιά ευνοϊκότερη μεταχείριση της διανομής των ελληνικών ταινιών».
Η πρόταση της ΕΕΣ είναι: «Θετικότερη συνολική αποδοχή του έργου και μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής της ταινίας στην αίθουσα». Για το πρώτο η ομιλήτρια σημείωσε την αρνητική αντιμετώπιση της κριτικής προς την ελληνική ταινία την τελευταία 10ετία, καθώς και το «παράδοξο» της μη στήριξης της ελληνικής ταινίας από τον ίδιο τον παραγωγό της, ακόμη κι όταν αυτός είναι δημόσιος φορέας. «Γιατί οι περισσότεροι διανομείς δεν παίρνουν πάνω από τρεις ταινίες; Γιατί τόσες χρειάζονται για την επιστροφή φόρου», είπε. Επιπλέον, «ο κατακλυσμός προϊόντων έχει μικρύνει τη ζωή της ταινίας στην αίθουσα. Ο θεατής δεν προλαβαίνει καν να ενημερωθεί». Για το δεύτερο, η Στ. Θεοδωράκη πρότεινε, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία μικρότερων αιθουσών για το κοινό «που έχει άλλη άποψη για το πώς πρέπει να περνάει το χρόνο του».
Τέλος, η ομιλήτρια άσκησε σκληρή κριτική στο δίκτυο διανομής του ΕΚΚ, «Filmcenter», το οποίο «νιώθουμε τελευταία ότι θα προτιμούσε να είναι "multiplex" (σ.σ. πολυκινηματογράφος τύπου «Village») αλλά δεν τα καταφέρνει». «Το πρόβλημά μας δεν είναι να υπάρχει μια εταιρία διανομής στην ελεύθερη αγορά με το όνομα "Filmcenter"», αλλά «πως, εάν αυτή η εταιρία είχε αρχικό σκοπό τη στήριξη του ελληνικού κινηματογράφου, δε βγάζει στην αίθουσα περισσότερες ελληνικές ταινίες απ' ό,τι οι άλλες εταιρίες διανομής». Φυσικά, από την κριτική δεν ξέφυγε και η παραγωγή: «Δεν μπορούμε να είμαστε εδώ σήμερα και να κάνουμε αυτή τη συζήτηση και από την άλλη το ΕΚΚ να μην έχει τη δυνατότητα έναρξης γυρισμάτων των ήδη χρηματοδοτούμενων ταινιών».
Κατά τον Απόστολο Τεγόπουλο, πρόεδρο του ΣΕΠΚΤΒ (σ.σ. στον οποίο μπορούμε να πούμε πως ανήκουν οι παραγωγοί του λεγόμενου «παλιού εμπορικού» ελληνικού κινηματογράφου), το πρόβλημα έγκειται στο «μοντέλο» του «νέου» ελληνικού κινηματογράφου, που γίνεται «χωρίς ψυχή»: «Για να μπορέσουμε να μιλήσουμε σοβαρά για την προώθηση της νέας ελληνικής ταινίας πρέπει να αλλάξουμε πολιτική. Να κάνουμε ταινίες με κρατική ή μη επιχορήγηση, που να θέλει ο κόσμος να τις δει και να έχουν το δικό τους ύφος και όχι να είναι απομιμήσεις των Γάλλων, των Ιρανών, των Ρώσων, των Ισπανών ή των Ιταλών δημιουργών, γιατί δυστυχώς οι πιο πολλές ταινίες είναι σήμερα χωρίς ψυχή, απομιμήσεις». Επίσης, χρειάζεται «δομή που να απαιτεί ο σκηνοθέτης, όταν δεν κρίνεται απαραίτητο, να μην είναι και παραγωγός και πολύ περισσότερο σεναριογράφος».
Για τους παραγωγούς, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του ΣΑΠΟΕ, Τάκη Βερέμη, «δεν υπάρχει παραγωγή άρα είναι περίεργο να μιλάμε για διανομή». Οι διανομείς, από την άλλη, πέρασαν στην «αντεπίθεση» εναντίον των κινηματογραφιστών: «Οι δημιουργοί πρέπει να απολογούνται στους διανομείς, γιατί με τις ταινίες που μας φέρνουν πρέπει να ενταχθούμε στα ανθυγιεινά επαγγέλματα», ακούστηκε στην αίθουσα. Οι εκπρόσωποί τους πρότειναν «ορθότερη επιλογή των αιθουσών» και δημιουργία «κυκλώματος αιθουσών για καλλιτεχνικές ταινίες για να μπορεί να παίζεται το ελληνικό έργο». Αντίθετα, ο εκπρόσωπος των κριτικών, Γιάννης Φραγκούλης, πρότεινε να τροποποιηθεί ο νόμος και να απαιτείται πλέον η προβολή της ελληνικής ταινίας για δύο βδομάδες στις αίθουσες και πάνω από τέσσερις βδομάδες μέσω των αιθουσών του «Filmcenter». Ηταν και από τους λίγους που θυμήθηκαν και την ταινία μικρού μήκους, προτείνοντας να επανέλθει το μέτρο για την προβολή τους πριν από μια μεγάλου μήκους.
Μία διαφορετική διάσταση στα μεγέθη της εγχώριας διανομής έδωσε ο εκπρόσωπος του ΣΕΗ, Λεωνίδας Βαρδαρός. Κι αυτό γιατί «έριξε φως» στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου στα οπτικοακουστικά και στην καθετοποίηση της παραγωγής τους. Σημείωσε, π.χ., ότι οι 400 ταινίες που εισάγονται το χρόνο (380 αμερικανικές) διανέμονται από 4-5 εταιρίες διανομής από τις 12 που δραστηριοποιούνται στο χώρο. Ακόμη και οι ελληνικές ταινίες που καταφέρνουν να παραμείνουν λίγο παραπάνω στις αίθουσες «το επιτυγχάνουν κυρίως λόγω της στήριξης που τους παρέχεται από τις εταιρίες διανομής που συμπίπτουν με τις εταιρίες παραγωγής του, ή που τουλάχιστον έχουν κάποιο ποσοστό στην παραγωγή».
Πρόσθεσε, ότι το πρόβλημα της διανομής «γίνεται ακόμα πιο προβληματικό με τη δημιουργία γραφείων διανομής από τις εταιρείες παραγωγής "Γουόρνερ" και "UPI", οι οποίες δημιουργούνε δικές τους αίθουσες για να διανέμουν τις ταινίες τους και συνεργάζονται με άλλες αίθουσες, των αστικών κέντρων και της επαρχίας, με τη δέσμευση ότι θα προβάλλουν αποκλειστικά τις δικές τους ταινίες. Παράλληλα οργανώνονται γραφεία δημοσίων σχέσεων, εξασφαλίζοντας και την υποστήριξη μιας μεγάλης μερίδας του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου».
Ο ομιλητής άσκησε επίσης κριτική στο «Filmcenter» λέγοντας πως και σε αυτό ισχύει η λογική «κόβεις εισιτήρια, μένεις στην αίθουσα, αλλιώς φεύγεις». Σημείωσε ότι ο φορέας διανομής «πρέπει να έχει μεγαλύτερες δυνατότητες παρέμβασης έχοντας στη διάθεσή του αίθουσες που θα διαμορφώνουν κατ' αποκλειστικότητα το πρόγραμμά τους στα μεγάλα αστικά κέντρα» και να συνεργάζεται στην επαρχία με τις δημοτικές αίθουσες. Παράλληλα πρότεινε την ενίσχυση του «παράλληλου δικτύου διανομής» που θα πρέπει να είναι οι δημοτικοί κινηματογράφοι, οι λέσχες, οι ταινιοθήκες, τα στούντιο ακόμη και τα πανεπιστήμια «και να δημιουργηθούν προγράμματα προβολής ελληνικών ταινιών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης». Οι κινηματογραφιστές πρέπει να απαιτήσουν «να καθοριστούν όροι και να παρθούν μέτρα ώστε να προστατευτεί η ελληνική κινηματογραφική αγορά από την κάθετη επέκταση των πολυεθνικών εταιριών στους τομείς της διανομής και προβολής» υπογράμμισε ο Λ. Βαρδαρός.
-- Θαύμα, ακούστηκε η βραχνή φωνή της κυρίας Μίνας. «Θαύμα, θαύμα» ακούστηκαν κι οι άλλες γυναίκες της «αγρυπνίας». Εγώ πάγωσα, και δε βρήκα τη δύναμη να σταματήσω. «Ντι, ντιν, ντιν» συνέχισε να ακούγεται στο δωμάτιο κι εγώ να αισθάνομαι σαν ένας μισοκοιμισμένος Αγιος Διονύσιος!