Εδώ, όμως, αρχίζουν τα ερωτήματα:
-- Γιατί ένα νέο νομοσχέδιο τώρα; Ο νόμος 2965/01 του ΠΑΣΟΚ είχε περίπου το ίδιο περιεχόμενο.
-- Σε ποιους αναφέρεται το νομοσχέδιο; Δηλαδή αυτό που εμπόδιζε τη μικρή βιοτεχνία να απορροφήσει κοινοτικά κονδύλια ήταν οι διαδικασίες χορήγησης άδειας εγκατάστασης;
-- Και, ωραία, αυτούς που θέλουν να επενδύσουν στις παραγωγικές δραστηριότητες τους διευκολύναμε. Αν, όμως, η επένδυση γίνεται δίπλα στα σπίτια τι θα γίνει με αυτούς που θέλουν να ζήσουν μια ανθρώπινη ζωή;
-- Επειδή η αστική πολιτική, για να επιβληθεί, επιδιώκει τον καλλωπισμό της, αναζητά και συμμαχίες, είναι χρήσιμο να ξύσουμε το μακιγιάζ, για να αποκαλυφθεί το απάνθρωπο πρόσωπό της.
Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο νόμοι, και του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, έχουν στον τίτλο τους τη φράση «αειφόρος ανάπτυξη». Για τους αδαείς περί την ευρωπαϊκή ορολογία, θα επιχειρήσουμε μια σύντομη αποκρυπτογράφηση του όρου, έτσι όπως εμφανίζεται μέσα στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο.
Η «αειφόρος ανάπτυξη», λοιπόν, υποστηρίζει ότι το κράτος πρέπει να πάρει όλα εκείνα τα μέτρα, ώστε να απελευθερωθεί η επιχειρηματική δραστηριότητα από κάθε εμπόδιο, κάθε γραφειοκρατική διαδικασία, κάθε λαϊκή ανάγκη που μπαίνει εμπόδιο στην ανάπτυξη και την κερδοφορία της.
Γι' αυτό και διαφημίζονται οι απλουστεύσεις, οι διευκολύνσεις, η συντόμευση του χρόνου απόκτησης άδειας εγκατάστασης και λειτουργίας, οι νέες υπηρεσίες που θα αδειοδοτούν σε χρόνο ρεκόρ. Και οι διαδικασίες αυτές γίνονται με τέτοιον τρόπο που νομιμοποιεί κάθε αυθαιρεσία των βιομηχάνων σε βάρος του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης ζωής. Γίνονται, κυρίως, για να μείνει η κατάσταση όπως έχει, για τη διαιώνιση μιας πραγματικότητας που έκανε αβίωτη τη ζωή των κατοίκων στα μεγάλα αστικά κέντρα και κύρια στο λεκανοπέδιο της Αττικής.
Και όχι μόνο αυτό. Παρέχεται η δυνατότητα εκσυγχρονισμού των υφιστάμενων παραγωγικών δραστηριοτήτων, με αύξηση της ενέργειας που καταναλώνεται κατά 10% - 20% κάθε τριετία. Προβλέπονται μια σειρά από εξαιρέσεις και διαδικασίες, που ακυρώνουν στην πράξη κάθε μέτρο προστασίας του περιβάλλοντος, που, μάλλον, μπήκε στο νομοσχέδιο για να «χρυσώσει το χάπι».
Μέσα σε τέτοιο περιβάλλον «αειφόρου ανάπτυξης», θα πει κάποιος, δε θα βρει χώρο να ανθίσει και η μικρή βιοτεχνία; Εδώ, τα πράγματα δεν είναι έτσι και απαιτούν διαφορετική προσέγγιση.
Οι μικροβιοτέχνες και οι βιομήχανοι, πέρα από το μέγεθος του κεφαλαίου που διαχειρίζονται, έχουν και άλλες σημαντικές διαφορές.
1.Οι μικροβιοτέχνες είναι πολλοί. 60 χιλιάδες υπολογίζονται μόνο στην Αττική.
2. Εργάζονται οι ίδιοι στις επιχειρήσεις τους. Δηλαδή αντιμετωπίζουν τις ίδιες συνθήκες εργασίας με τους αντίστοιχους εργαζόμενους.
3. Ζουν δίπλα στη βιοτεχνία και πολλές φορές μέσα σε αυτήν. Δηλαδή, αντιμετωπίζουν τις ίδιες συνέπειες από τον εναγκαλισμό παραγωγικών δραστηριοτήτων και κατοικίας με τους υπόλοιπους κατοίκους των μεγάλων αστικών κέντρων.
Τι κάνει γι' αυτούς το συγκεκριμένο νομοσχέδιο;
Σαν πολύ μικρό δεν είναι το δόλωμα για μια τόσο μεγάλη φάκα;
Με άλλα λόγια, η κυβερνητική πολιτική αφήνει τη μικρή βιοτεχνία να μαραζώσει μέσα στον οικιστικό ιστό. Αφήνει τους βιοτέχνες να φαγώνονται με τους περιοίκους για την όχληση και τη ρύπανση που προκαλεί η εργασία τους. Καταδικάζει τους ίδιους και τους εργαζομένους τους, αν έχουν, σε απαράδεκτες συνθήκες εργασίας που βέβαια δύσκολα βελτιώνονται σε αυτές τις συνθήκες.
Πού είναι τα πολυθρύλητα βιοτεχνικά πάρκα που θα έδιναν διέξοδο στην ασφυξία της βιοτεχνίας και θα απελευθέρωναν την κατοικία από την παρουσία τους; Δύο μόνο φτιάχτηκαν σε ολόκληρη την Αττική. Στο Σχιστό και τα Ανω Λιόσια, και μάλιστα το δεύτερο προορίζεται για εμπορευματικό κέντρο.
Για τις αστικές κυβερνήσεις αυτά είναι «ψιλά γράμματα». Προτεραιότητα έχει η διευκόλυνση του μεγάλου κεφαλαίου και των μονοπωλίων. Και όσοι βιοτέχνες επιβιώσουν από τον εντεινόμενο ανταγωνισμό με το μεγάλο κεφάλαιο, τους αποκλείουν από κάθε αναπτυξιακό νόμο, τους τσακίζουν με τη φορολογία και μετά τους αφήνουν να αργοσβήνουν δίπλα στην κατοικία.
Στον αντίποδα της αστικής πολιτικής βρίσκονται οι θέσεις του ΚΚΕ, που διέπονται από δύο βασικές αρχές:
Δεν μπορούμε να ανεχτούμε τη συμβίωση της κατοικίας με τη βιοτεχνία. Αυτό καθόλου δε σημαίνει ότι η μικρή βιοτεχνία πρέπει να εκδιωχθεί από εκεί που βρίσκεται σήμερα, χωρίς να έχει λυθεί το πρόβλημα της μετεγκατάστασής της σε χώρους που να μη δημιουργεί όχληση και ρύπανση στα επιβαρυμένα αστικά κέντρα και κύρια στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Δεν μπορεί, επίσης, να μετεγκατασταθεί με όρους τέτοιους που να οδηγούν στην επιβάρυνση της θέσης της στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας.
Με βάση τη σημερινή πραγματικότητα, ένα τμήμα της βιοτεχνίας πολύ μικρού μεγέθους (π.χ. επισκευή ρούχων, επίπλων, ηλεκτρικών συσκευών), που εξυπηρετεί τις άμεσες ανάγκες των κατοίκων, και δε δημιουργεί όχληση και ρύπανση μπορεί να συμβιώσει με την κατοικία χωρίς επιβάρυνση του περιβάλλοντος.
Μετεγκατάσταση όλων των μικρών βιοτεχνιών χαμηλής όχλησης, που εξυπηρετεί τον ευρύτερο οικιστικό ιστό (ξυλουργεία, σιδεράδικα, καθαριστήρια, συνεργεία αυτοκίνητων) σε «βιοτεχνικά τετράγωνα» (κατά το πρότυπο των εμπορικών κέντρων) σε εγκαταστάσεις που παραχωρούνται από το δήμο σε προσιτή τιμή (είτε ενοικιάζονται είτε πωλούνται).
Μετεγκατάσταση των μεγαλύτερων βιοτεχνιών σε βιοτεχνικά πάρκα στα όρια των δήμων (όπου υπάρχουν κατάλληλες εκτάσεις). Αυτά τα βιοτεχνικά πάρκα πρέπει να ανήκουν στους ίδιους τους βιοτέχνες, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και το κράτος. Να είναι αυτοδιοικούμενα, να διευκολύνουν τη συνεταιριστικοποίηση και την εφαρμογή κλαδικών πολιτικών.
Μετεγκατάσταση όλων των ρυπογόνων βιοτεχνιών σε οργανωμένα βιοτεχνικά πάρκα έξω από το λεκανοπέδιο της Αττικής.
Τέτοια μέτρα πρέπει να συνοδευτούν με την εφαρμογή κάθε διαθέσιμης αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος και ανθρώπινες συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, τόσο των εργαζόμενων όσο και των βιοτεχνών.
Για να γίνουν πράξη τα παραπάνω απαιτούνται: Καταγραφή της σημερινής κατάστασης, ισορροπημένος χωροταξικός σχεδιασμός, ισχυρά κίνητρα (κρατική επιχορήγηση, ευνοϊκή χρηματοδότηση κ.ά.) για τη μετεγκατάσταση των βιοτεχνιών και λήψη κάθε επιστημονικά εφικτού μέτρου για την άμβλυνση της κατάστασης μέχρι τότε.
Αλλά αυτά στις σημερινές συνθήκες, με την πολιτική ενίσχυσης του μεγάλου κεφαλαίου δε μπορουν να εφαρμοστουν.Γι' αυτό απαιτείται ενίσχυση της πάλης των βιοτεχνών, για να ξεφύγει η βιοτεχνία από τη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα, ενίσχυση της λαϊκής πάλης για τη λαϊκή εξουσία και οικονομία, στα πλαίσια της οποίας μέτρα σαν κι αυτά θα αποτελούν πρώτη προτεραιότητα.