Το ΠΑΣΟΚ άσκησε με συνέπεια από τον κυβερνητικό θώκο μια φιλελεύθερη πολιτική, την οποία και σήμερα συνεχίζει να πρεσβεύει και να υπερασπίζεται, με αποτέλεσμα να μην έχει τη δυνατότητα να προβάλλει στρατηγικές διαφορές από τη ΝΔ. Ετσι τα επιτελεία της Χαριλάου Τρικούπη και ο Γ. Παπανδρέου, αφήνοντας στο απυρόβλητο την πολιτική της κυβέρνησης, εξαπολύουν... αντιπολιτευτικά πυρά για τους χειρισμούς της, ενώ εντελώς υποκριτικά υποστηρίζουν ότι η εφαρμογή της ίδιας αντιλαϊκής οικονομικής πολιτικής με διαφορετική διαχείριση μπορεί να έχει «κοινωνικό χαρακτήρα»...
Αυτό ακριβώς επιχείρησε να στηρίξει και ο Γ. Παπανδρέου την προηγούμενη Δευτέρα στο Κιλκίς, όπου βρέθηκε, με στόχο για πολλοστή φορά να εμφανίσει το κόμμα του σαν «υπερασπιστή» των συμφερόντων των εργαζόμενων, των συνταξιούχων και των αγροτών. Οι δεσμεύσεις όμως που έχει το ΠΑΣΟΚ απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο δυσκολεύουν τον Γ. Παπανδρέου να κρυφτεί πίσω από τις δημαγωγικές του κορόνες, αφού το κόμμα του έχει ταχτεί να διαχειρίζεται και να υπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης.
Είναι ενδεικτικό ότι μετά τις συναντήσεις που είχε με τους «παραγωγικούς φορείς» του νομού, ο Γ. Παπανδρέου πλήρη ταύτιση απόψεων είχε μόνο με την πρόεδρο του Συνδέσμου Βιομηχάνων της περιοχής. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, αφού άκουσε τα «προβλήματα» του επιχειρηματικού κόσμου, επιτέθηκε στην κυβέρνηση γιατί όπως είπε «δημιουργεί κλίμα ανασφάλειας» στους βιομηχάνους.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επισκέφτηκε ένα νομό που πλήττεται από την ανεργία, αλλά όταν οι εργαζόμενοι έθεσαν τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, ο Γ. Παπανδρέου αρκέστηκε να κατηγορήσει την κυβέρνηση γιατί ακύρωσε τον αναπτυξιακό νόμο του ΠΑΣΟΚ και δεν ψήφισε νέο.
Στο ίδιο μήκος κύματος, τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ... ανακαλύπτουν σε καθημερινή βάση τη φτώχεια, την ακρίβεια, την αισχροκέρδεια, την ανεργία που μαστίζουν την ελληνική κοινωνία, αλλά και αυτά τα αποδίδουν «στους ερασιτεχνισμούς και την απάθεια» της ΝΔ.
Επιδίωξη του ΠΑΣΟΚ, μέσα από τον καθημερινό «χαρτοπόλεμο» ανακοινώσεων με την κυβέρνηση είναι να κρατήσει υπό έλεγχο τη λαϊκή δυσαρέσκεια, να αποπροσανατολίσει τους εργαζόμενους και να «εγκλωβίσει» στις γραμμές του, λαϊκές δυνάμεις που αντιδρούν με την εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής.
Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο ο Γ. Παπανδρέου προσπαθεί να «βαφτίσει» προοδευτικό το συντηρητικό «νέο ΠΑΣΟΚ» που κατασκευάζει. Ενόψει, μάλιστα, του συνεδρίου του κόμματός του και ενώ οι νέες θέσεις, αλλά και η διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ επικυρώνουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη των «σοσιαλιστών», ο Γ. Παπανδρέου ισχυρίζεται ότι το ΠΑΣΟΚ είναι... προοδευτικό.
Ο Γ. Παπανδρέου γνωρίζει ότι με τη ΝΔ δε διαφέρει στρατηγικά και δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί σε κανένα πεδίο, προκειμένου να εμφανίσει το κόμμα του σαν «προοδευτικό». Ο πραγματικά προοδευτικός και φιλολαϊκός χαρακτήρας του ΚΚΕ και οι θέσεις του κόμματος της εργατικής τάξης αποτελούν πάντα εμπόδιο στην τακτική των κομμάτων της πλουτοκρατίας να εμφανίζονται με φιλολαϊκό προσωπείο, ιδιαίτερα όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση, αλλά το κύριο γι' αυτά τα κόμματα, και για το ΠΑΣΟΚ, είναι η εξασφάλιση της ικανότητας να επιτίθενται στο ΚΚΕ προκειμένου να αποτρέπουν την ενίσχυση της λαϊκής συσπείρωσης στην πολιτική του.
Με την επίθεση στο ΚΚΕ, λοιπόν, ο Γ. Παπανδρέου φιλοδοξεί να παίξει καλά το ρόλο του ως αρχηγός του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ρόλος που στοχεύει στον εγκλωβισμό των λαϊκών συνειδήσεων στην πολιτική της άρχουσας τάξης. Πολιτική που διαχειρίζεται σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά που χωρίς τη συμβολή και του ΠΑΣΟΚ θα αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες στην εφαρμογή της. Πολιτική που μεγιστοποιεί τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου και διογκώνει την ανέχεια του λαού, με την οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη η διαδρομή του ΠΑΣΟΚ. Γι' αυτό οι λαϊκές δυνάμεις αφ' ενός δεν πρέπει να δίνουν καμιά ανοχή στη ΝΔ, αφ' ετέρου καμιά εμπιστοσύνη στο ΠΑΣΟΚ.
Αυτή καθαυτή η υποτίμηση των προσυνεδριακών διαδικασιών έχει να πει πολλά. Κατά κάποιο τρόπο επιβεβαιώνει και καταγγελίες που κατατέθηκαν σε γραπτό κείμενο στην πρόσφατη συνεδρίαση της ΚΠΕ, οι οποίες έκαναν λόγο για «ιδιοτελείς ομάδες παραγόντων, αποκομμένες από κάθε δημοκρατικό έλεγχο» που ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τη νομή της εσωκομματικής εξουσίας.
Ωστόσο, πέρα από όλα αυτά, υπάρχουν και κάποια ζητήματα που καλό και χρήσιμο είναι να επισημανθούν. Τα προσυνεδριακά ντοκουμέντα του ΣΥΝ, πλειοψηφίας και μειοψηφίας, επιβεβαιώνουν, αν δεν ενισχύουν, τη σοσιαλδημοκρατική του φυσιογνωμία. Αυτό που εισπράττει κανείς μελετώντας τα είναι πως οι διαφορές αφορούν στο ποιος δρόμος είναι καταλληλότερος, αλλά όλοι οι προτεινόμενοι δρόμοι οδηγούν στην ίδια κατεύθυνση. Στα κείμενα αντανακλώνται διαφορές τακτικής, όχι στρατηγικής. Ισως γι' αυτό ο ακραιφνής ανανεωτής Μ. Παπαγιαννάκης και μια πολύ μεγάλη μερίδα στελεχών επιμένουν πως η σύνθεση είναι εφικτή στο Συνέδριο.
Στο κείμενο της μειοψηφίας διακηρύσσεται επίσης ως «στρατηγικός στόχος ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία» που περνά μέσα από το «στόχο της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης σε προοδευτική κατεύθυνση και της υπέρβασης (;) της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων». Οι συντάκτες του υπεραμύνονται, και μάλιστα στο όνομα ολόκληρης της ευρωπαϊκής Αριστεράς, της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης θεωρώντας την «πεδίο διεκδίκησης των δικών της στόχων». Ετσι, «όσο οι κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης εμμένουν στην πολιτική ενοποίηση, το έδαφος για τη δική της δράση γίνεται ευνοϊκότερο». Για το «ευρωσύνταγμα» τονίζουν την ανάγκη αλλαγής του ώστε να προωθεί την πολιτική ενοποίηση σε δημοκρατική και κοινωνική κατεύθυνση. Η συμμετοχή στην ΕΕ και στην ΟΝΕ ισχυρίζονται πως «αποδεικνύεται αναγκαία».
Δίκιο έχει λοιπόν ο Μ. Παπαγιαννάκης όταν εκτιμά ότι είναι εφικτή η σύνθεση αφού δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές.