Το 40ήμερο μνημόσυνο γίνεται σήμερα (10.40 π.μ.) στο νεκροταφείο Ζωγράφου (μικρή εκκλησία)
«Κεφάλι» |
Ο Κώστας Περάκης προέρχεται από την παλιά οικογένεια μαρμαρογλυπτών της Τήνου, που οι ρίζες της χάνονται στο 18ο αιώνα. Γεννήθηκε το 1928 στην Αθήνα και μεγάλωσε τριγυρίζοντας στη γειτονιά του Α` Νεκροταφείου, στην οδό Λεμπέση, που την έκοβε κάθετα ο Ιλισός ποταμός, ένα ρέμα με λυγαριές και λεβάντες, όπως ήταν στη δεκαετία του '30. Παιδί ακόμα, περνούσε το χρόνο του στο μαρμαρογλυφείο του πατέρα του, που βρισκόταν απέναντι από την Πύλη του Αδριανού. Το εργαστήρι αυτό είχε μετατραπεί την εποχή εκείνη σε στέκι. Εκεί, σύχναζαν γλύπτες, ζωγράφοι, καλλιτέχνες του θεάτρου, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών (Θωμόπουλος, Ρούμπος, Βρεττός, Γεραλής, Αστεριάδης, Γιολδάσης, Παπαλουκάς κ.ά.).
Ο πόλεμος του 1940 βρήκε τον Κ. Περάκη μαθητή, να τριγυρίζει στα εργαστήρια των γνωστών καλλιτεχνών. Τρία χρόνια αργότερα, μόλις δεκαπέντε χρόνων, μπήκε στις τάξεις του ΕΑΜ, όπου βρέθηκε επικεφαλής μιας δεκαρχίας ΕΠΟΝιτών και κατόπιν τοποθετήθηκε στον εφεδρικό ΕΛΑΣ Αθήνας, ως σύνδεσμος του λόχου με το σύνταγμα, όπου παρέμεινε μέχρι την απελευθέρωση. Στις αρχές του 1945, ολοκλήρωσε τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο, ενώ η στροφή του προς την τέχνη οφείλεται σε μία σύμπτωση. Μία μέρα, φθινόπωρο του 1948, ο πατέρας του τον έστειλε στον ζωγράφο Βάσο Γερμενή για να πάρει κάποια επιστολή. Ο καλλιτέχνης, του πρότεινε να αρχίσει κοντά του μαθήματα ζωγραφικής. Ο εικοσάχρονος τότε Περάκης δεν άργησε να το αποφασίσει. Λίγες μέρες αργότερα, έπιασε για πρώτη φορά στα χέρια του το κάρβουνο, εκπλήσσοντας το δάσκαλό του για τη συγκρότηση του σχεδίου του.
«Κεφάλι γυναίκας», πέτρα |
Το χουντικό πραξικόπημα και η δικτατορία βρήκε τον Κ. Περάκη στο εργαστήρι του κοντά στο Α` Νεκροταφείο, αφού είχε προσχωρήσει σε μία συνεταιριστική συνεργασία παραγωγής κεραμικών. Η συνεργασία αυτή κατέληξε το 1970 σε αποτυχία και ο καλλιτέχνης έχασε την καλλιτεχνική του παραγωγή σε κεραμικά και γλυπτά. Από την περίοδο αυτή, σώθηκε μόνον η πληθώρα των σχεδίων του. Λίγο αργότερα, και ενώ βρισκόταν υπό παρακολούθηση για την αριστερή ιδεολογία του που ποτέ δεν έκρυψε, άνοιξε καινούριο εργαστήριο στην οδό Αλκαμένους. Στη ζωγραφική ασχολήθηκε με τη νωπογραφία πάνω σε λαϊκά θέματα. Στη γλυπτική μετέφερε για πρώτη φορά την έννοια του ανθρώπινου πλήθους, θέμα που τον είχε απασχολήσει το 1955 στη χαρακτική. Μετά από την καταστροφή του εργαστηρίου του και των έργων που δούλευε, από «άγνωστους», ο Κ. Περάκης ξανάστησε το 1972 το εργαστήρι του στους Αγίους Αναργύρους, το οποίο καταστράφηκε, επίσης, από «αγνώστους». Η ιδεολογία του δεν τον άφηνε να συνθηκολογήσει, αντίθετα τροφοδοτούσε το πείσμα του. Η αποκατάσταση της δημοκρατίας, τον βρήκε να δουλεύει κοντά στον Αγιο Παντελεήμονα Αχαρνών.
«Αγγελοι του Πολυτεχνείου», αυγοτέμπερα |
Η ζωγραφική είναι το δεύτερο, μετά τη γλυπτική, εικαστικό πεδίο, όπου ο Κ. Περάκης είχε δημιουργήσει ένα εκτεταμένο έργο. Δύο ενότητες χρονολογούνται από την εποχή των σπουδών του. Είναι σχέδια και πίνακες μικρών διαστάσεων, που περιλαμβάνουν θέματα από την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο πόλεμο και θέματα από τις εξεγέρσεις των λαών της Αφρικής εναντίον της αποικιοκρατίας. Ακολουθούν τα «Σουηδικά τοπία», η «Κατοχή», «Αγρότες και εργάτες», «Γραμμικά σχέδια», «Τα διαστημικά», «Πίσω από τα συρματοπλέγματα», «Οι γυναίκες του Ηλιου», «Πολυτεχνείο», «Καισαριανή»...
Η ενασχόλησή του με την κεραμική τέχνη χωρίζεται σε δύο περιόδους: Η πρώτη, που ήταν και η πιο γόνιμη, περιλαμβάνει τα χρόνια 1959 - 1965 και η δεύτερη από το 1967 έως το 1970, τα έργα της οποίας έχουν απολεσθεί. Στα διακοσμητικά κεραμικά του, ο Κ. Περάκης χρησιμοποιεί μοτίβα εμπνευσμένα από την ελληνική παράδοση, ενώ στα κεραμικά γλυπτά χρησιμοποιεί είτε αφηρημένες γλυπτικές φόρμες, είτε κεραμικές ανθρωπομορφικές. Τέλος, τα ζωγραφικά κεραμικά του είναι αφηρημένες συνθέσεις σε κεραμικές πλάκες, όπως στα έργα «Γένεση», «Πρωτόζωα» κ.ά.
Ο Κώστας Περάκης |
«Μ' αυτές τις προθέσεις ο Περάκης προσπαθεί να ανθολογήσει τα εκφραστικά του μέσα μέσα από ένα εκτεταμένο ιστορικό χώρο. Πανάρχαιες πλαστικές μορφές, που ξεκινούν από τα βάθη της προϊστορικής πλαστικής ομιλίας, περνούν τα ανακυκλώματα του γλυπτικού ήθους του ελληνισμού, στην περιεκτικότητα της λαϊκής έκφρασης, αναπλασμένες με τις πιο σύγχρονες αισθητικές παραδοχές».