ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 25 Γενάρη 2004
Σελ. /20
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Ελαφρά ελληνικά τραγούδια»

Τότε που τα χρόνια ήτανε «πέτρινα» και ο φόβος παραφύλαγε πίσω από τις πόρτες. Τότε που τα παιδιά παίζανε με πάνινες μπάλες, ο κινηματόγραφος ήτανε ασπρόμαυρος και τα σχολικά μας τετράδια τα ντύναμε με μπλε κόλλες που αγοράζαμε από το μπακάλικο της γειτονιάς. Τότε που έγραφαν τραγούδια ρομαντικά ο Σουγιούλ, ο Μουζάκης, ο Χαιρόπουλος, ο Γιαννίδης και μεις χορεύαμε ρούμπα και σάμπα στα πάρτι της γειτονιάς, με τις ωραίες βραχνές μουσικές, που έβγαζε από το αστραφτερό του ακορντεόν ο Μηχαλάκης ο επονομαζόμενος Καρβουνάς, λόγω του πατέρα του, που πουλούσε ξυλοκάρβουνα πίσω από τη βίλα του Εγγλέζου. Τότε, λέω, εκείνη την εποχή που η Χρυσαυγή ήτανε παρθένα και υπερηφανευότανε γι' αυτό και ο Γιάννης ο Λυγεράκης μοίραζε το «Ριζοσπάστη», μέχρι που τον τσάκωσε ο γιος της κυρίας Βαρβάρας, ο χαφιές Ανω και Κάτω Τούμπας, Χαριλάου και Ντεπό, και τον κάνανε μαύρο στο ξύλο οι μπασκίνες. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, είχαμε στο σπίτι ένα μικρό ραδιόφωνο «Vega», αν θυμούμαι καλά. Πότε έπαιζε και πότε δεν έπαιζε. Εμείς όμως το καμαρώναμε και κάθε Κυριακή φώναζα και την παρέα στο σπίτι, στήναμε το «Vega» στο μεγάλο τραπέζι και ακούγαμε το ματς. Και κυρίως ακούγαμε το ματς ΠΑΟΚ-Αρης, πρώτης τάξεως αφορμή για να ξεσηκώνουμε τον κόσμο κάθε φορά που έμπαινε γκολ. Και θυμούμαι πως τότε πιο συχνά τα γκολ τα έβαζε ο Αρης, μην κοιτάτε τώρα τι γίνεται! Και επειδή οι πιο πολλοί από την παρέα, εκτός από μένα και τον Χρήστο το Μαλτέζο, ήτανε αρειανοί, οι φωνές ήτανε άγριες και δυνατές: «γκοοοοοολ». Και κάθε φορά αναστατωμένη από τις φωνές αυτές η κυρία Κατίνα, η απέναντι, ρίχνοντάς μας ματιές άγριες μουρμούριζε: «κώλο να μην να καθίστε». Το ματς όμως τελείωνε. Οι φωνές οι δικές μας καταλάγιαζαν, Η κυρία Κατίνα, η απέναντι, ξανάπιανε το πλεκτό της ήρεμη και ο εκφωνητής μέσα από το ξύλινο κουτί του «Vega» μας ανάγγελλε: «και τώρα αγαπητοί μου ακροαταί θ' ακούσετε ελαφρά ελληνικά τραγούδια». Ησυχοι πια εμείς τραγανίζοντας και τα φτωχά «μπατιρόσπορα» (έτσι λέγαμε τότε τους μαύρους ηλιόσπορους, γιατί οι κολοκυθόσποροι ήτανε πιο ακριβοί και δεν τους αγοράζαμε εμείς τα μπατιράκια) ακούγαμε τις ρομαντικές μουσικές της εποχής και αν τύχαινε να είναι και η Βαγγελίτσα μαζί μας ή η Ευγενούλα, η ψηλομύτα, ρίχναμε και κανένα ταγκό αργεντίνικο!

Και ξέρετε γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά τώρα στα καλά, προεκλογικά καθούμενα; Μα γιατί, κάθε φορά που ξεμπουκάρουνε στην τηλεόραση οι αρχηγοί των δυο μεγάλων κομμάτων, ο ένας νυν και ο άλλος ντεμέκ, και ο τηλεοπτικός παρουσιαστής αναγγέλλει πως θ' ακούσουμε τι είπανε οι δυο τους, ο ένας στην ανατολή και ο άλλος στη δύση, στο μυαλό μου έρχεται η γλυκιά φωνή που έβγαινε μέσα από το φτωχικό μας «Vega»: «και τώρα θ' ακούσετε ελαφρά ελληνικά τραγούδια»!

Τότε όμως τα πράματα ήτανε αλλιώς. Η Χρυσαυγή ήτανε ακόμα παρθένα, ο Μηχαλάκης έπαιζε ακορντεόν και ο Γιάννης ο Λυγεράκης πουλούσε «Ριζοσπάστη» και κάθε φορά που τον έπιαναν οι μπασκίνες, τον έκαναν μαύρο στο ξύλο. Τώρα θα καθίσουμε έτσι, με σταυρωμένα τα χέρια; Θα αφήσουμε έτσι τους δυο τροβαδούρους του δικομματισμού να μας ζαλίζουν με τις ρομαντικές φιοριτούρες της δήθεν πολιτικής τους; Ο ένας να μας λέει πως είναι καιρός ν' ανοίξουμε τα «φτερά» μας και ο άλλος «ανοίξαμε τις αγκαλιές μας και σας περιμένουμε»; Δε θα βγούμε στους δρόμους να φωνάξουμε, όπως τότε που ακούγαμε από το φτωχικό μας «Vega» πως ο ΠΑΟΚ έβαλε γκολ; Να φωνάξουμε πως όλα αυτά δεν είναι πολιτική. Είναι Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια. Να!


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


«... Με τις σταγόνες να κυλούν σαν δάκρυα... »

«Το λιβάδι που δακρύζει», η νέα ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, στις αίθουσες στα μέσα Φλεβάρη, παράλληλα με την προβολή της στο Φεστιβάλ Βερολίνου

Θόδωρος Αγγελόπουλος
Θόδωρος Αγγελόπουλος
Μια ελεγεία πάνω στην ανθρώπινη μοίρα, η καινούρια και πολυαναμενόμενη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, η δωδέκατη κατά σειρά ταινία του, «Το λιβάδι που δακρύζει», θα προβληθεί στις 12 του Φλεβάρη στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Βερολίνου και ταυτόχρονα στις ελληνικές αίθουσες. Πρόκειται για την πρώτη ταινία μιας τριλογίας-εποποιίας, με ηρωίδα μια γυναίκα, που, ως παιδί, έφηβη, σύζυγος, μητέρα, μοναχική γυναίκα, θα γνωρίσει την προσφυγιά, το θάνατο, την εξορία, αλλά και τον έρωτα, το τραγικό πάθος. Το όνομά της είναι Ελένη. Είναι, όπως εξηγεί ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, «η Ελένη του μύθου, η Ελένη όλων των μύθων που διεκδικείται... αλλά και διεκδικεί το απόλυτο της αγάπης». Είναι η πρώτη φορά, μετά την «Αναπαράσταση» (1970), που ο σκηνοθέτης επιλέγει για κεντρικό πρόσωπο της ταινίας του ένα φωτεινό, γεμάτο υγρασία (δακρυσμένο) πρόσωπο μιας γυναίκας. «Σαν ένα λιβάδι υγρό, με τις σταγόνες να κυλούν σαν δάκρυα πάνω στη γη. Σαν το λιβάδι που δακρύζει».

Ποιητικός απολογισμός

Η «Τριλογία», όπως είναι ο γενικός τίτλος των τριών ταινιών, μέσα από αναφορές στον Θηβαϊκό Κύκλο, παρακολουθεί τη μοίρα του ελληνισμού όπως αυτή καταγράφεται στη σχέση δύο ανθρώπων που πρωτοσυναντιούνται παιδιά, το 1919, κατά τη φυγή των Ελλήνων από την Οδησσό, για να χαθούν και να ξαναβρεθούν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους σε διάφορα σημεία του κόσμου βιώνοντας τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα του 20ού αιώνα και των αρχών του 21ου.


«Το λιβάδι που δακρύζει» εκτυλίσσεται στην Ελλάδα και χρονολογικά εξελίσσεται μεταξύ 1919 και 1945. Αρχίζει με την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στην Οδησσό και τη φυγή της εκεί ελληνικής παροικίας και τελειώνει το 1949, με το τέλος του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Μια ομάδα εξαθλιωμένων ανθρώπων με λίγα υπάρχοντα φτάνει από τη θάλασσα στο δέλτα του ποταμού και εγκαθίσταται στη γη που τους υποσχέθηκαν. Εδώ ξεκινάει μια ιστορία αγάπης που σημαδεύεται από τα ιστορικά γεγονότα και τις οικονομικοκοινωνικές διαστάσεις.

Η ταινία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα, στη λίμνη της Κερκίνης, όπου στήθηκε ένα ολόκληρο χωριό, και στη Θεσσαλονίκη, όπου στήθηκε ένας προσφυγικός συνοικισμός.

«Ποιητικό απολογισμό του αιώνα που έφυγε και μια οραματική σχέση με τον αιώνα που διανύουμε μέσα από τον έρωτα που προκαλεί το χρόνο», χαρακτηρίζει ο ίδιος ο σκηνοθέτης την ταινία. Η τριλογία είναι μια «ιστορία που αρχίζει το 1919 στην Οδησσό με την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στην πόλη και τελειώνει σήμερα στη Νέα Υόρκη. Εξορίες, χωρισμοί, περιπλανήσεις και η συνεχής δοκιμασία της ιστορίας. Οι τίτλοι των τριών ταινιών θα μπορούσαν να είναι "Το βασίλειο και η εξορία", "Το τέλος της Ουτοπίας" και "Η αιώνια επιστροφή". Προτίμησα τρεις πιο γήινους: "Το λιβάδι που δακρύζει", "Το τρίτο φτερό", "Επιστροφή". Η πρώτη ταινία δεν είναι παρά η ρίζα του μύθου. Θ' αναγνωρίσει κανείς σημάδια από τον Οιδίποδα Τύραννο, τους Επτά επί Θήβας και την Αντιγόνη, στην πορεία ενός έρωτα και στη μοίρα μιας γυναίκας. Το τελευταίο γράμμα του νεκρού άντρα της από τη μάχη της Οκινάουα στο Νότιο Ειρηνικό το 1945, τελειώνει με ένα όνειρο: "Εσκυψες και άπλωσες το χέρι σου στο υγρό χόρτο. Οταν το σήκωσες, λίγες σταγόνες κύλησαν κι έσταξαν σαν δάκρυα πάνω στη γη..."».

Δημιουργικός διάλογος


«Συναισθηματικά αριστερός» - όπως δήλωνε πριν λίγα χρόνια με αφορμή την τελευταία του ταινία ο Θόδωρος Αγγελόπουλος - συνεχίζει να δημιουργεί ταινίες βλέποντας την ενασχόληση αυτή όχι «πια ως επάγγελμα αλλά ως τρόπο αναπνοής». Τον μεγάλο δημιουργό - που όπως ο ίδιος παραδέχεται ο Βορράς τον τραβάει... «Είναι περίεργο. Είμαι ένας άνθρωπος του νότου κι έχω κάνει ταινίες μόνο στο βορρά» - τον απασχολεί κυρίως το αποτέλεσμα, η ταινία. Εάν εκείνος, ως πρώτος θεατής, μείνει ευχαριστημένος. Εάν του μιλάει. Εάν κατάφερε να μιλήσει. Εάν ο διάλογος ήταν δημιουργικός.

Οπως ο ίδιος παραδέχεται, έχει μια περίεργη αίσθηση σε σχέση με τις ταινίες που κάνει πια. «Θα ήθελα να μην τελειώνουν», είχε πει σε συνέντευξη Τύπου στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο του Φεστιβάλ. «Εχω μια ανάγκη, αν μπορούσα, να κάνω γυρίσματα 365 μέρες το χρόνο. Ετσι θα ήμουν ευτυχής. Δεν μπορώ να το κάνω και γι' αυτό έχω ένα αίσθημα αποστέρησης. Για μένα είναι σημαντική η ώρα του γυρίσματος. Δε με ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Ο,τι και να συμβαίνει, συμβαίνει. Ομως, για μένα η ώρα του γυρίσματος είναι η πιο αγαπημένη, η πιο ιερή. Δεν ξέρω τι θα γίνει στο Βερολίνο, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Η δεύτερη ταινία που επρόκειτο να κάνω λεγόταν και λέγεται ακόμα "Το τρίτο φτερό". Η ταινία ξεκινά από ένα μικρό ποίημα που λέει: "Μέσα στη βουή και το πλήθος, μας τάραξε η σιωπή του αγγέλου. Χαμήλωσε τα φτερά ν' αγγίξει το χώμα, τη λάσπη και είπε: Η μόνη ουτοπία είναι το τρίτο φτερό". Ομως, είναι μια ταινία σε 7 χώρες και 3 ηπείρους με πλήθη και ό,τι άλλο θέλετε και συνεπώς είναι πάρα πολύ δύσκολο να γυριστεί. Στο μεταξύ, σκέφτηκα μήπως μπορούσα να κινηθώ προς άλλη κατεύθυνση. Είχα ένα άλλο θέμα που αγαπούσα και που αγαπώ πολύ και που πραγματώνεται στη νεκρή ζώνη ανάμεσα στην τουρκοκυπριακή και ελληνοκυπριακή κοινότητα. Θα έχει πρωταγωνιστές τον Χάρβεϊ Καϊτέλ, τη Μισέλ Πφάιφερ, τον Ηλία Κοτέα, και ή τον Ντένις Χόπερ ή τον Σον Πεν. Αυτή είναι μια επόμενη σκέψη που δεν ξέρω πότε και πώς θα πραγματοποιηθεί».

Ποιητής της κινηματογραφικής γλώσσας


Μέγας ποιητής της κινηματογραφικής γλώσσας και σκέψης, ο άνθρωπος που αντιλαμβάνεται τα όρια ανάμεσα στον έρωτα, στις ανθρώπινες σχέσεις, στην επικοινωνία, ως έννοια του ορίου, του τέλους ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, χρησιμοποιεί τον ελλειπτικό λόγο σαν αισθητική αρχή, σαν ανάγκη ένταξης του φυσικού χρόνου στο χώρο, ως ενότητα χώρου και χρόνου και το κάθε τόλμημά του είναι «ένα ξεκίνημα καινούριο μέσα στης ανακρίβειας των αισθημάτων το γενικό χαμό, μέσα στου πάθους τις ασύντακτες ορδές»...

Ο διεθνούς φήμης Ελληνας σκηνοθέτης μιλώντας για τη σχέση του με τον κινηματογράφο στην αντιφώνησή του κατά την τελετή ανακήρυξής του ως επίτιμου διδάκτορος στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ, στις 15/6/99, τόνισε μεταξύ άλλων τα εξής: «Η σχέση μου με τον κινηματογράφο άρχισε σχεδόν σαν εφιάλτης. Ηταν το '46 ή '47, δε θυμάμαι. Πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τότε που πήγαινε πολύς κόσμος στο σινεμά και εμείς μικροί τρυπώναμε ανάμεσα στο συνωστισμό των μεγάλων για να χαθούμε στο μαγικό σκοτάδι του εξώστη. Είδα πολλές ταινίες τότε, αλλά η πρώτη ήταν μια ταινία του Michael Curtiz, το "Angels With Dirty Faces". Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία που ο ήρωας οδηγείται από δύο φύλακες στην ηλεκτρική καρέκλα. Καθώς προχωρούν, οι σκιές τους μεγαλώνουν στον τοίχο. Ξαφνικά μια κραυγή... Δε θέλω να πεθάνω. Δε θέλω να πεθάνω. Αυτή η κραυγή για καιρό μετά στοίχειωνε τις νύχτες μου. Ξυπνούσα ιδρωμένος. Ο κινηματογράφος μπήκε στη ζωή μου με μια σκιά που μεγάλωνε σ' έναν τοίχο και μια κραυγή. Αρχισα να γράφω πολύ νωρίς, εκείνη την ίδια εποχή, κάτω από την ταραχή και τη συγκίνηση που μου είχαν δημιουργήσει οι αναταράξεις της Ιστορίας που είχαν προηγηθεί. Ο μεγάλος πόλεμος. Οι σειρήνες του πολέμου του '40. Η είσοδος του γερμανικού στρατού κατοχής σε μια έρημη Αθήνα. Πρώτοι ήχοι, πρώτες εικόνες. Επειτα ο Εμφύλιος το Δεκέμβρη του '44. Η σφαγή. Η καταδίκη του πατέρα σε θάνατο. Το χέρι της μητέρας να τρέμει στο δικό μου καθώς ψάχναμε να βρούμε το πτώμα του ανάμεσα σε δεκάδες άλλα σε ένα χωράφι. Καιρό μετά ένα μήνυμά του από μακριά. Η επιστροφή του μια μέρα βροχής. Πρώτες ιστορίες. Πρώτη επαφή με τις λέξεις, λέξεις που αναζητούν εικόνα. Τότε δεν ήξερα. Το κατάλαβα αρκετά αργότερα όταν έγραψα την πρώτη λέξη στο πρώτο σενάριο. Η λέξη ήταν "βρέχει". Ο Ομηρος, οι αρχαίοι τραγικοί και γενικά η αρχαία ελληνική γραμματεία, αποτελούσαν στην εποχή μου μέρος της σχολικής μας παιδείας. Οι αρχαίοι μύθοι μάς κατοικούν και τους κατοικούμε. Ζούμε σ' έναν τόπο γεμάτο μνήμες, αρχαίες πέτρες και σπασμένα αγάλματα. Ολη η νεότερη ελληνική τέχνη φέρει τα σημάδια αυτής της συμβίωσης. Η διαδρομή μου, η πορεία μου, η σκέψη μου θα ήταν αδύνατο να μην έχουν ποτιστεί από όλα αυτά. Οπως λέει ο ποιητής, "έβγαιναν απ' το όνειρο, καθώς έμπαινα στο όνειρο. Ετσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι δύσκολο πολύ να ξαναχωρίσει"».

Διεθνής η προβολή

Το σενάριο είναι του Θόδωρου Αγγελόπουλου σε συνεργασία με τους Tonino Guerra, Giorgio Silvagni και Πέτρο Μάρκαρη, η φωτογραφία του Ανδρέα Σινάνου, η μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, τα σκηνικά του Γιώργου Πάτσα και του Κώστα Δημητριάδη και τα κοστούμια της Ιουλίας Σταυρίδου. Τους ρόλους ερμηνεύουν: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Νίκος Πουρσανίδης, Γιώργος Αρμένης, Βασίλης Κολοβός, Εύα Κοταμανίδου, Τούλα Σταθοπούλου, Μιχάλης Γιαννάτος, Θάλεια Αργυρίου, Γρηγόρης Ευαγγελάτος.

Τη μέρα της πρεμιέρας (12/2) θα υπάρξει απευθείας σύνδεση μέσω δορυφόρου με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στο Βερολίνο. Ετσι το κοινό της πρεμιέρας στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στην Πάτρα θα παρακολουθήσει σε απευθείας μετάδοση το χαιρετισμό του σκηνοθέτη από το Βερολίνο.

Υπενθυμίζουμε ότι στο Φεστιβάλ του Βερολίνου ο Θόδωρος Αγγελόπουλος πρωτοεμφανίστηκε στο Φόρουμ των σκηνοθετών με την «Αναπαράσταση» το 1971. Η ταινία είχε βγει παράνομα από την Ελλάδα, κρυμμένη μέσα στις βαλίτσες του Θόδωρου Αγγελόπουλου και του παραγωγού της.

Η ταινία θα προβληθεί στα αγγλικά με τον τίτλο «Δακρυσμένο λιβάδι» στη Γαλλία, στη Γερμανία με τον τίτλο «Τριλογία: Ελένη» και στην Ιταλία με τον τίτλο «Οι πηγές του ποταμού». Στη Γαλλία θα βγει στις αίθουσες στις 17 του Μάρτη με σαράντα κόπιες αρχικά και εκατό στη συνέχεια.


Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ