ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 12 Αυγούστου 2003
Σελ. /24
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Ανησυχητική στασιμότητα στο εξάμηνο

Μείωση 0,5% εμφάνισε η βιομηχανική παραγωγή το πρώτο εξάμηνο του 2003, παραχωρώντας νέο έδαφος στα εισαγόμενα εμπορεύματα

Σε επίπεδα στασιμότητας, με ελαφρά σημεία κάμψης, έκλεισε η βιομηχανική μεταποιητική παραγωγή το πρώτο εξάμηνο του 2003, ως προς τα αντίστοιχα επίπεδα του 2002, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας που δόθηκαν χτες στη δημοσιότητα. Αν λάβουμε υπόψη ότι το 2001 και 2002 η βιομηχανική παραγωγή κινήθηκε οριακά ανοδικά (1,8% και 1,2% αντίστοιχα), προκύπτει το συμπέρασμα ότι για τρίτη χρονιά φέτος, συνεχίζονται τα φαινόμενα στασιμότητας στο βιομηχανικό - μεταποιητικό τομέα της οικονομίας, ο οποίος, παρά την αφειδή και προκλητική κυβερνητική στήριξη, συνεχίζει να χάνει μερίδια στην εσωτερική αγορά από τα ξένα, κυρίως των χωρών της ευρωζώνης, εμπορεύματα, προς τα οποία στρέφονται οι καταναλωτές. Ετσι, στην άνοδο της βιομηχανικής παραγωγής κατά 1,8% και 1,2% το 2001 και 2002, αντιστοιχούσε άνοδος της λαϊκής κατανάλωσης 3,4% και 3,6%, γεγονός που σημαίνει ότι κατά ένα μέρος μόνο, και μάλιστα το μικρότερο, η άνοδος της κατανάλωσης καλύφθηκε από την εσωτερική βιομηχανική παραγωγή, ενώ το μεγαλύτερο μέρος καλύφθηκε από εισαγωγές.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, τον Ιούνη του 2003, ως προς τον Ιούνη του 2002, η βιομηχανική παραγωγή παρουσίασε άνοδο 2%, η οποία αποδίδεται στην αύξηση που σημείωσαν οι κλάδοι των χημικών προϊόντων, των βασικών μετάλλων, των συσκευών ραδιοφωνίας, της τηλεόρασης και επικοινωνιών και των μεταφορικών μέσων. Ο Ιούνης είναι ο πρώτος μήνας του 2003, κατά τον οποίο η βιομηχανική παραγωγή σημείωσε άνοδο. Αντίθετα, το εξάμηνο της περιόδου Γενάρη - Ιούνη 2003/2002 η βιομηχανική παραγωγή σημείωσε οριακή πτώση 0,5%, έναντι ανόδου 1,15% που είχε σημειωθεί το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Μεταξύ των κλάδων στους οποίους σημειώθηκε μείωση της παραγωγής, περιλαμβάνονται των τροφίμων ποτών (-2,3%), του καπνού (-4,1%), των κλωστοϋφαντουργικών υλών (-0,8%), του δέρματος και των ειδών υπόδησης (- 8,7%), του ξύλου φελλού (-12%), του χαρτιού και των προϊόντων από χαρτί (-5,3%), των προϊόντων από ελαστική και πλαστική ύλη (-0,6%), μηχανές γραφείου - ηλεκτρονικών υπολογιστών (-73,3%), συσκευές ραδιοφωνίας, τηλεόρασης και επικοινωνιών (-21,1%), μεταφορικών μέσων (-44,1%) κλπ. Αντίθετα, άνοδο της παραγωγής τους σημείωσαν οι κλάδοι: είδη ενδυμασίας (2,9%), εκτυπώσεις - εκδόσεις (9,5%), παράγωγα πετρελαίου και άνθρακα (3,9%), χημικά προϊόντα (6,3%), μη μεταλλικά ορυκτά (2%) ηλεκτρικές μηχανές - συσκευές (5,6%), ιατρικά όργανα και όργανα ακρίβειας (31,4%).

ΕΦΕΤ
Εκλεισε τρία καταστήματα...

... και «αποκατέστησε» την υγιεινή τροφίμων στη χώρα

Στο κλείσιμο τριών καταστημάτων σε όλη τη χώρα μέχρι να συμμορφωθούν με τη νομοθεσία για τις συνθήκες υγιεινής εξαντλεί τις αρμοδιότητές του ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ) ως φορέας υπεύθυνος για τη διασφάλιση της καταλληλότητας των τροφίμων που διατίθενται στην αγορά. Πρόκειται για ένα οπωροπωλείο στον Αγ. Δημήτριο, ένα αρτοποιείο στους Αμπελόκηπους και ένα εργαστήριο ζαχαροπλαστικής στον Πλαταμώνα. Την ίδια στιγμή, όμως, που ο ΕΦΕΤ φρόντισε να δώσει στη δημοσιότητα τα ονόματα των ιδιοκτητών των παραπάνω καταστημάτων σε μια εμφανή προσπάθεια να παρουσιάσει έργο, παρέλειψε το στοιχειώδες. Παρέλειψε να ενημερώσει για το περιεχόμενο των παραβάσεων και για τις συνθήκες που διαπιστώθηκαν από τους ελέγχους, τους λόγους, δηλαδή, για τους οποίους προχώρησε στην προσωρινή υποχρεωτική αναστολή της λειτουργίας των καταστημάτων. Κι αυτό όχι σώνει και καλά μόνο για τον παραδειγματισμό των άλλων καταστηματαρχών, αλλά ως ελάχιστη παροχή πληροφοριών προς τους καταναλωτές, ώστε να γνωρίζουν τι πρέπει να αποφεύγουν και τι να διεκδικούν, ώστε να είναι ασφαλή τα τρόφιμα που αγοράζουν.

Επίσης, ο ΕΦΕΤ ανακοίνωσε ότι μέσα στο τελευταίο εξάμηνο πραγματοποίησε ελέγχους στα δημόσια νοσοκομεία της Αττικής στα οποία διατύπωσε συστάσεις για όλο το φάσμα των «ελλείψεων των υποδομών των υφιστάμενων εγκαταστάσεων ή προβλημάτων ως προς την εφαρμογή των διαδικασιών λειτουργικής υγιεινής» που παρατηρήθηκαν. Ούτε σ' αυτή την περίπτωση έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες ο Φορέας, καταλήγει πάντως στη διαβεβαίωση ότι σε κανένα από τα νοσοκομεία δε διαπιστώθηκε αποθήκευση ή διάθεση μη ασφαλών ή ακατάλληλων τροφίμων.

ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Μειώθηκε 9,6% τον Απρίλη

Μείωση 9,6% εμφάνισε η δημόσια και ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα στο σύνολο της χώρας, τον Απρίλη του 2003 ως προς τον Απρίλη του 2002, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας. Στη μείωση αυτή συνέβαλε η αντίστοιχη πτώση στις δύο μεγαλύτερες διοικητικές περιφέρειες, καθώς στην Αττική η οικοδομική δραστηριότητα εμφανίζεται μειωμένη κατά 12,3%, στην Κεντρική Μακεδονία κατά 20,6%.

Σε ό,τι αφορά την περίοδο Γενάρη - Απρίλη 2003/2002, η συνολική οικοδομική δραστηριότητα εμφανίζει αύξηση 7,7%. Στην άνοδο αυτή συνέβαλε η άνοδος που σημειώθηκε στην περιφέρεια της Αττικής κατά 1,4% (η Αττική αποτελεί το βαρόμετρο του γενικού δείκτη), στην Κεντρική Μακεδονία κατά 16,6%, στη Στερεά Ελλάδα κατά 55,3%, στη Δυτική Μακεδονία 36,4%, στη Θεσσαλία 18,7% κλπ. Πτώση 12,6% και 14,7% σημείωσαν μόνο οι περιφέρειες της Ηπείρου και του Βορείου Αιγαίου.

ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
Η απελευθερωμένη ασυδοσία των τραπεζών

Τη λεγόμενη τελευταία απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος, δηλαδή την κατάργηση του πλαφόν που ίσχυε στα καταναλωτικά δάνεια, εκμεταλλεύονται οι τραπεζίτες σε μια προσπάθεια να αυξήσουν ακόμη περισσότερα τα υπερκέρδη τους σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων της χώρας. Στο πλαίσιο της απελευθερωμένης ασυδοσίας τους, η NOVABANK (Κοντομηνάς) χορηγεί καταναλωτικά δάνεια που μπορεί να φτάσουν μέχρι και τα 30.000 ευρώ (10,2 εκατ. δρχ.).

Για ποσά από 1.000 μέχρι 15.000 ευρώ ισχύει κυμαινόμενο επιτόκιο που φτάνει σε 10,75%. Σαν δόλωμα χρησιμοποιούν το «μειωμένο» επιτόκιο 9,75% για τα ποσά πάνω από 15.000 ευρώ. Αντίστοιχη τοκογλυφική πολιτική εφαρμόζουν και στα καταναλωτικά με σταθερό επιτόκιο που ξεκινούν από 11%. Τα δάνεια, εκτός από τις άλλες επιβαρύνσεις των τραπεζών, προσαυξάνονται με την εισφορά υπέρ του Δημοσίου (του ν. 128/75), η οποία διομορφώνεται σε 0,60% για τα καταναλωτικά δάνεια και 0,12% για τα στεγαστικά. Σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση του Εφετείου της Αθήνας την εισφορά αυτή πρέπει να καταβάλλουν οι τράπεζες και όχι οι δανειολήπτες. Οπως ήταν επόμενο, οι τραπεζίτες, με τις πλάτες της κυβέρνησης και της ηγεσίας της Τράπεζας της Ελλάδας, αρνούνται να συμμορφωθούν και εξακολουθούν να χρεώνουν τους πελάτες τους και με τα διάφορα πρόσθετα χαράτσια.

ΓΙΟΥΡΟΜΠΑΝΚ
Αύξηση κερδών 11,5% στο α΄ εξάμηνο

«Μπουμ» και στα έσοδα από τόκους. Χαμηλός συντελεστής λόγω των φοροπρονομίων που τους χάρισε η κυβέρνηση

Εκρηκτική άνοδο καταγράφουν στο α΄ εξάμηνο του 2003 τα κέρδη του τραπεζικού κεφαλαίου ως αποτέλεσμα της εντεινόμενης τοκογλυφίας σε βάρος των καταθετών και των δανειοληπτών. Χαρακτηριστικό της κατάστασης αποτελεί το γεγονός ότι η Eurobank Ergasias (όμιλος Λάτση) πέτυχε (στο α΄ φετινό εξάμηνο) να αυξήσει τα καθαρά έσοδα από τόκους κατά 17% στα 407 εκατ. ευρώ. Σε ημερήσια βάση, ο συγκεκριμένος όμιλος από τις διαφορές τόκων ανάμεσα στα δάνεια και τις καταθέσεις κερδίζει το ποσόν των 2,26 εκατ. ευρώ, δηλαδή περισσότερα από 770 εκατ. δρχ. τη μέρα. Στο πλαίσιο αυτό, τα καθαρά κέρδη του συγκεκριμένου τραπεζικού ομίλου αυξήθηκαν στο α΄ εξάμηνο κατά 11,5% και έφτασαν σε 129 εκατ. ευρώ (από 116 εκατ. στην αντίστοιχη περίοδο του 2002).

Πλάτες στους ρυθμούς αύξησης της κερδοφορίας των τραπεζικού κεφαλαίου βάζει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και μέσω της ασκούμενης φορολογικής πολιτικής σε όφελος του μεγάλου κεφαλαίου. Οπως προκύπτει από τον ισολογισμό της Eurobank (α΄ εξάμηνο 2003) ο συντελεστής φορολόγησης των υπερκερδών τους διαμορφώνεται μόλις σε 27,1%, δηλαδή πολύ κάτω από τον «επίσημο» συντελεστή του 35%. Είναι απόλυτα φανερό ότι και ο όμιλος Λάτση έκανε χρήση των διαφόρων φοροπρονομίων που τους χάρισε η κυβέρνηση.

Ο ισολογισμός α΄ εξαμήνου 2003 του Ομίλου Euroabank Ergasias (στη βάση των λεγόμενων διεθνών λογιστικών προτύπων) εμφανίζει τα εξής:

  • Τα καθαρά κέρδη, μετά την πληρωμή των φόρων, έφτασαν σε 129 εκατ. ευρώ (από 116 εκατ. το 2002) με αύξηση 11,5%.
  • Τα δάνεια (στεγαστικά και καταναλωτικά) προς τα νοικοκυριά αυξήθηκαν κατά 30%, φτάνοντας σε 5,7 δισ. ευρώ.
  • Τα καθαρά έσοδα από τόκους διαμορφώθηκαν σε 407 εκατ. ευρώ (349 εκατ. πέρυσι) με αύξηση 17%.
  • Τα έσοδα από «αμοιβές και προμήθειες» αυξήθηκαν κατά 16% (στα 137 εκατ. ευρώ).
  • Αυξημένα σε ποσοστό 19% είναι φέτος και τα έσοδα από μετοχές και ομόλογα.

Με βάση τα ελληνικά λογιστικά πρότυπα, η αύξηση των κερδών του ομίλου ανέρχεται σε 7,3% και της τράπεζας (χωρίς τις θυγατρικές) σε 5,4%.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ