Η ανησυχητική υστέρηση που παρουσιάζουν τα έσοδα του Προγράμματος, ο αλματώδης κρατικός δανεισμός και οι μεγάλες υπερβάσεις των προϋπολογισμών των Ολυμπιακών έργων ενισχύουν τους φόβους ότι το λογαριασμό θα κληθεί στο τέλος να τον πληρώσει ο ελληνικός λαός
Σε πλήρη διάσταση βρίσκονται έσοδα και δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων 2003, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Οι δαπάνες «τρέχουν» με υψηλούς ρυθμούς, ενώ, αντίθετα, τα έσοδα παρουσιάζουν σημαντική υστέρηση λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική κυβέρνηση στην είσπραξη κεφαλαίων από την Ευρωπαϊκή Ενωση για τα συγχρηματοδοτούμενα έργα του ΚΠΣ. Προκειμένου να κλείσει η ψαλίδα μεταξύ δαπανών και εσόδων το ελληνικό δημόσιο έχει καταφύγει σε δανεισμό, ο οποίος μόνον το α΄ τρίμηνο του 2003 είχε ξεπεράσει τα 15 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία του υπουργείου Οικονομίας, οι δαπάνες ΠΔΕ το επτάμηνο Γενάρη-Ιούλη ανήλθαν στα 4.362 εκατ. ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί στο 48,8% του ετήσιου συνολικού στόχου ύψους 8.918 εκατ. ευρώ. Την αντίστοιχη περσινή περίοδο είχαν πραγματοποιηθεί δαπάνες ύψους 2.917 εκατ. ευρώ που αντιστοιχούσαν στο 36,9% των συνολικών δαπανών. Η εντυπωσιακή αυτή αύξηση των δαπανών μεταξύ των ετών 2002 και 2003 δικαιολογείται από το γεγονός ότι τα Ολυμπιακά έργα καθώς και τα μεγάλα έργα του ΚΠΣ βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, ενώ το 2003 έχει χαρακτηριστεί έτος-«κλειδί» για την ολοκλήρωση πολλών από τα Ολυμπιακά έργα. Το μήνα Ιούλη πραγματοποιήθηκαν και οι μεγαλύτερες δαπάνες του επτάμηνου, καθώς ανήλθαν στα 979 εκατ. ευρώ.
Αντίθετα, προβληματική συνεχίζει να παραμένει η κατάσταση στο σκέλος των εσόδων του ΠΔΕ, τα οποία σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% προέρχονται από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ, ως συνεισφορά της τελευταίας στα συγχρηματοδοτούμενα έργα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το α΄ εξάμηνο του 2003 είχαν εισπραχθεί μόλις 92 εκατ. ευρώ (!) έναντι προγραμματισμένου ετήσιου στόχου 4.100 εκατ. ευρώ. Γεγονός είναι ότι λόγω του νέου αυστηρού πλαισίου που διέπει τις χρηματοδοτήσεις του Γ΄ ΚΠΣ, οι «κάνουλες» από τις Βρυξέλλες έχουν σταματήσει να τρέχουν και η κυβέρνηση, προκειμένου να χρηματοδοτήσει τα εν εξελίξει έργα, έχει καταφύγει σε δανεισμό.
Με δεδομένο ότι η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, επικαλούμενη διάφορους υπαρκτούς ή μη λόγους, αρνείται να αποδεσμεύσει κεφάλαια για τα συγχρηματοδοτούμενα έργα του Γ΄ ΚΠΣ, συν το γεγονός ότι συνεχίζονται οι υπερβάσεις στους προϋπολογισμούς των Ολυμπιακών έργων, ενισχύονται οι φόβοι ότι το «μάρμαρο» των ελλειμμάτων θα το πληρώσει ο ελληνικός λαός μέσω της αύξησης της φορολογίας.
Σε κατάληψη του κεντρικού υποκαταστήματος της Αγροτικής Τράπεζας στη Θεσσαλονίκη (πλατεία Αριστοτέλους), προχώρησαν χτες το πρωί οι εργαζόμενοι της Ενωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Θεσσαλονίκης «Ομοσπονδία», απαιτώντας την άμεση καταβολή δεδουλευμένων τεσσάρων μηνών καθώς και των αποζημιώσεων οδοιπορικών δύο χρόνων. Δήλωσαν ότι θα προασπίσουν και θα διασφαλίσουν με κάθε τρόπο το δικαίωμά τους στην εργασία και στην αξιοπρεπή επιβίωση τους, όπως και ότι θα βρίσκονται στο πλευρό των αγροτών του νομού για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση της παραγωγής τους. Σύμφωνα με το σωματείο εργαζομένων της Ενωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Θεσσαλονίκης, οι οφειλές της Ενωσης προς το προσωπικό ανέρχονται σε περίπου 440.000 ευρώ (σχεδόν 150 εκατομμύρια δρχ.). Αντιπροσωπεία της Ενωσης κατέθεσε ψήφισμα με τα αιτήματά της στο διευθυντή του κεντρικού καταστήματος Θεσσαλονίκης της Αγροτικής Τράπεζας, ο οποίος έδωσε την υπόσχεση ότι θα μεταβιβάσει τα αιτήματά τους στο Συμβούλιο Χορηγήσεων της Αγροτικής Τράπεζας. «Δίνουμε διορία και περιμένουμε απάντηση μέχρι την Πέμπτη το μεσημέρι. Θα βρισκόμαστε σε συνεχή εγρήγορση για να την ικανοποίηση των αιτημάτων μας», δήλωσε μετά τη συνάντηση ο πρόεδρος του σωματείου εργαζομένων της ΕΑΣ «Ομοσπονδία», Αθ. Κατσιμένης.
Στο ψήφισμα - καταγγελία αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι οι εργαζόμενοι της «Ομοσπονδίας» στην πρώτη προειδοποιητική κινητοποίησή τους με αφορμή τη μη καταβολή των δεδουλευμένων καταγγέλλουν την αδιάλλακτη κυβερνητική πολιτική, «η οποία, όπως υπογραμμίζεται, σκοπό και στόχο έχει την απαξίωση των αγροτοσυνεταιριστικών οργανώσεων και την περιθωριοποίησή τους». Επίσης, καταγγέλλουν την ΑΤΕ «η οποία, όπως σημειώνουν, ως στυγνός δυνάστης, εκφραστής και εκτελεστής των κυβερνητικών αποφάσεων και εντολών, ποδηγετεί και αποδυναμώνει την εύρυθμο λειτουργία των αγροτοσυνεταιριστικών οργανώσεων, εξαναγκάζοντας τις διοικήσεις τους να ξεπουλούν έναντι πινακίου φακής τα περιουσιακά στοιχεία των οργανώσεων αυτών, προκειμένου αυτή να εξασφαλίζει απαιτήσεις της από δυσβάστακτους τόκους, επιτόκια, επανωτόκια». Τέλος, καταγγέλλουν τις διοικήσεις της ΕΑΣ «Ομοσπονδίας» οι οποίες δεν αντέδρασαν και δεν αντιδρούν σθεναρά στις κινήσεις στραγγαλισμού που τους επιβάλλει η οικονομική αλαζονεία και η στρατηγική της ΑΤΕ.
Μιλώντας στους εργαζόμενους της ΕΑΣ «Ομοσπονδία» ο γραμματέας του ΕΚΘ Θ. Κυριακίδης, τόνισε η «"Ομοσπονδία" και οι άλλες συνεταιριστικές οργανώσεις αποτελούν μοχλούς ανάπτυξης και προοπτικής για την αγροτιά και τους εργαζόμενους του νομού. Με αυτή την έννοια θα είμαστε πάντα κοντά, θα απαιτήσουμε και θα προσπαθήσουμε να συντονίσουμε τη δράση της αγροτιάς με τη δράση της εργατικής τάξης του νομού, προκειμένου να έχουμε προοπτική για το νομό μας».
Σειρά «αιτημάτων» και αξιώσεων προς την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών υπέβαλε πριν λίγες η ηγεσία του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) που εκπροσωπεί τους μεγαλοεπιχειρηματίες στον κλάδο του τουρισμού. Οι εκπρόσωποι του ΣΕΤΕ, που συναντήθηκαν με τον υπουργό και υπηρεσιακούς παράγοντες, ανάμεσα σε άλλα ζήτησαν την άμεση προώθηση της λεγόμενης «φορολογικής μεταρρύθμισης» με τα νέα φοροχαράτσια που θα εισπράττονται για λογαριασμό τους και από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αξίωσαν επίσης την ενοποίηση των φόρων στην ακίνητη περιουσία με την επιβολή ΦΠΑ στις αγοραπωλησίες ακινήτων.
Τα δυο αυτά θέματα ανοίχτηκαν πέρσι από την ίδια την κυβέρνηση στο πλαίσιο της «μεταρρύθμισης». Οι μεγαλοεπιχειρηματίες του τουρισμού ζήτησαν επίσης τη μείωση των συντελεστών απόσβεσης για τα κτίρια των ξενοδοχείων που προβλέπονται στο σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος. Το αίτημα φαίνεται να ικανοποιείται εν μέρει από το υπουργείο Οικονομίας.
Πραγματοποιήθηκε στα τέλη της προηγούμενης βδομάδας η πρώτη συνεδρίαση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για την αναθεώρηση της επιμελητηριακής νομοθεσίας και το θεσμικό πλαίσιο υλοποίησης του γενικού εμπορικού μητρώου επιχειρήσεων. Η επιτροπή θα εργαστεί με «πιλότο» τη σχετική μελέτη που υλοποίησαν για λογαριασμό του υπουργείου οι φορείς στους οποίους είχε ανατεθεί. Κεντρική ιδέα των θεσμικών ρυθμίσεων που αναμένεται να επεξεργαστεί η νομοπαρασκευαστική επιτροπή είναι η μεταφορά στα κατά τόπους επιμελητήρια αρμοδιοτήτων σχετικών με την τήρηση εμπορικού μητρώου στο οποίο πρέπει υποχρεωτικά να εγγράφονται οι εμπορικές επιχειρήσεις προκειμένου να τους δοθεί άδεια λειτουργίας. Παράλληλα, σύμφωνα με τον υπουργό Ανάπτυξης, στόχος είναι ο περιορισμός του χρόνου που απαιτείται για τη συμπλήρωση όλων των απαραίτητων διαδικασιών για την έναρξη λειτουργίας νέων επιχειρήσεων.
Στην πρόταση που επεξεργάζεται η νομοπαρασκευαστική επιτροπή προβλέπεται η σύσταση γενικού εμπορικού μητρώου (ΓΕΜ) που θα τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή στο υπουργείο Ανάπτυξης από την κεντρική υπηρεσία ΓΕΜ η οποία θα έχει και την ευθύνη διαχείρισής του. Τα κατά τόπους εμπορικά, βιομηχανικά, επαγγελματικά και βιοτεχνικά επιμελητήρια θα έχουν την ευθύνη της εισαγωγής των στοιχείων και της παραλαβής των σχετικών αιτήσεων για υπαγωγή στο μητρώο, καθώς και της καταχώρισης μεταβολών και της διαγραφής.
Στους ρεντιέρηδες που λυμαίνονται το δημόσιο χρέος προσέφυγε για μια ακόμη φορά η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να καλύψει τα ελλείμματα που γεννούν οι απανωτές φοροελαφρύνσεις και διευκολύνσεις που χαρίζουν στο μεγάλο κεφάλαιο. Στο πλαίσιο αυτό διενεργήθηκε χτες νέα δημοπρασία 5ετών ομολόγων ύψους 1,4 δισ. ευρώ. Το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε στους δανειστές αυξημένα επιτόκια, που έφτασαν σε 3,50% από 3,34% στην προηγούμενη έκδοση του Μάη. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, οι δαπάνες για τοκοχρεολύσια στο α' εξάμηνο του 2003 έφτασαν σε 6,95 δισ. ευρώ, ποσό που αποτελεί το 32% των συνολικών δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού στην ίδια περίοδο. Παρά την εφαρμοζόμενη πολιτική ξεπουλήματος δημόσιας περιουσίας, οι φετινές δαπάνες για τόκους εμφανίζουν περαιτέρω αύξηση σε ποσοστό 11,6%.