Ο τουρισμός δεν πάει καλά. Την πανθομολογούμενη πραγματικότητα δεν κατάφερε να ανατρέψει χτες ούτε ο εκ των αρμοδίων για την κυβερνητική πολιτική στο χώρο του τουρισμού υφυπουργός Ανάπτυξης Δ. Γεωργακόπουλος, ο οποίος επιχειρώντας να κάνει το άσπρο μαύρο έδωσε στη δημοσιότητα στοιχεία που αφορούν την τουριστική κίνηση των τελευταίων μηνών που τελικά συνηγορούν στην παραπάνω διαπίστωση. Ο ίδιος απέδωσε την εικόνα αυτή στον πόλεμο στο Ιράκ, ενώ έκανε, ανέξοδα, λόγο και για αισχροκέρδεια σε τουριστικές περιοχές, η οποία σύμφωνα με τα λεγόμενά του... αντιμετωπίζεται με τους γνωστούς ελέγχους. Αυτά τα καραγκιοζιλίκια δηλαδή που εγκαινίασε πρόσφατα η κυβέρνηση με τα περιφερόμενα, «για τα μάτια του κόσμου», κλιμάκια των συναρμόδιων υπουργείων. Οσο για την κερδοσκοπία των μεγάλων επιχειρήσεων που διαμορφώνουν το υπόβαθρο της κερδοσκοπίας, ο Δ. Γεωργακόπουλος δεν είχε να παρατηρήσει το παραμικρό. Οπως επίσης, δε βρήκε να πει λέξη για την τάση των οικογενειών να περιορίζουν όλο και περισσότερο το χρόνο των διακοπών τους εξαιτίας της αδυναμίας να αντεπεξέλθουν οικονομικά, πράγμα το οποίο ισχύει και για τους υποψήφιους τουρίστες από τις άλλες χώρες της ΕΕ. Απλώς, για όλα φταίει ο πόλεμος.
Σύμφωνα με το Δ. Γεωργακόπουλο, η αύξηση κατά 16% στις πτήσεις charters που διαφάνηκε το Γενάρη εξελίχθηκε σταδιακά σε μείωση τους επόμενους μήνες - κύρια από τον Απρίλη που αρχίζει η τουριστική περίοδος - και συγκεκριμένα τον Απρίλη οι αφίξεις κινήθηκαν στα ίδια πάνω - κάτω με τα περσινά επίπεδα, το Μάη μειώθηκαν κατά 8%, τον Ιούνη κατά 2,7% και τον Ιούλη παρουσίασαν ελαφρά μείωση κατά 0,04%, ενώ η εκτίμηση του υπουργείου για το τέλος του χρόνου είναι ότι η τουριστική κίνηση θα παρουσιάσει συνολική μείωση κατά 2% - 3,5%.
Τη μεγαλύτερη μείωση ξένων τουριστών παρουσιάζει η αγορά των ΗΠΑ φτάνοντας το 23%, της Ιαπωνίας που αγγίζει το 30%, της Ολλανδίας 6%, του Καναδά 7%, της Γερμανίας 3% - 5%, της Ισπανίας, Πορτογαλίας και Λατινικής Αμερικής 5%. Οριακή αύξηση εκτιμάται ότι μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχουν οι αφίξεις τουριστών από τη Μ. Βρετανία που δε θα ξεπεράσει το 1%, το ίδιο και από Ισραήλ και Ρωσία, ο τουρισμός από Γαλλία εκτιμάται - πάντα από τα γραφεία εξωτερικού - ότι θα αυξηθεί συνολικά κατά 5% περίπου, από Λουξεμβούργο και Βέλγιο κατά 5% και από την Ιταλία κατά 6% - 10%.
Η εικόνα κάμψης του τουρισμού τόσο στην Ελλάδα όσο και σε γύρω χώρες «ανταγωνίστριες» όπως έχει επικρατήσει να λέγονται, αποκαλύπτει μεταξύ των άλλων το σημαντικότερο ίσως παράγοντα που κάνει τους καταναλωτές - τους εν δεινάμει τουρίστες - να περιορίζουν όλο και περισσότερο τη διάρκεια των διακοπών τους, ακόμα και να μην πραγματοποιούν καθόλου διακοπές, όπως είπε μιλώντας στο «Ρ» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) Στ. Ανδρεάδης, κάνοντας λόγο όχι για συγκυριακή κατάσταση, αλλά για τάση αλλαγής των ταξιδιωτικών συνηθειών των εν δυνάμει τουριστών. Και ο λόγος δεν είναι άλλος από την οικονομική ανασφάλεια που νιώθουν όλο και μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Οι συνέπειες, δε, της μείωσης της τουριστικής κίνησης -που κατά τον Στ. Ανδρεάδη μέχρι το τέλος του χρόνου μπορεί να φτάσει και το 5% - δεν εξαντλούνται στα καταλύματα, από τα οποία ασφαλώς και τα μικρότερα δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση στο πλαίσιο των ανελέητων νόμων του «ανταγωνισμού», αλλά επεκτείνονται και σε πληθώρα άλλων δραστηριοτήτων και επαγγελμάτων που ζουν από τον τουρισμό. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, η μείωση της απασχόλησης στον κλάδο του τουρισμού είναι πάντα πολλαπλάσια του ποσοστού μείωσης των διανυκτερεύσεων. Ο ίδιος υπολογίζει ότι εάν η μείωση της τουριστικής κίνησης είναι της τάξης του 4% - 5% η μείωση της απασχόλησης προσωπικού στον κλάδο μπορεί να φτάσει το 10%, ενώ η μείωση στις εισροές από συνάλλαγμα φτάνει αναλογικά στο 7% - 10%.
ΕΛΤΑ - ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ
Ξεπούλημα με δέλεαρ τα κέρδη
Τις τελικές πινελιές για την παράδοση - ξεπούλημα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου (ΤΤ) και των Ελληνικών Ταχυδρομείων (ΕΛΤΑ) στους καραδοκούντες ιδιώτες βάζει σε αυτή τη φάση η κυβέρνηση. Στο πλαίσιο αυτό οι διοικήσεις των δυο οργανισμών ανακοίνωσαν την ίδρυση εταιρίας διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων (στην οποία θα συμμετέχουν από κοινού με ποσοστό 50% η κάθε μια). Η συγκεκριμένη «επιχειρηματική επιλογή» έρχεται να υλοποιήσει την κυβερνητική πολιτική για το νέο ρόλο και τη λειτουργία τους ενόψει του ξεπουλήματος σε ιδιώτες. Με πρόσφατες ανακοινώσεις ο υπουργός Οικονομίας, Ν. Χριστοδουλάκης, έκανε σαφείς τις κυβερνητικές προθέσεις για το ξεπούλημα του 25% των ΕΛΤΑ και την είσοδο στη Σοφοκλέους, εξέλιξη που σηματοδοτεί νέες αυξήσεις στα τιμολόγια και την αλλαγή πλεύσης του Οργανισμού. Ανάλογη κατάσταση δρομολογούν και για το ΤΤ, το οποίο έχουν, ήδη μετατρέψει σε ΑΕ. Στη χτεσινή ανακοίνωση αναφέρουν ότι στόχος της κοινής εταιρίας αμοιβαίων κεφαλαίων είναι η «παροχή εναλλακτικών μορφών επένδυσης στο πελατολόγιο τόσο του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου όσο και των ΕΛΤΑ»...
Στο μεταξύ αύξηση κερδών 13,52% παρουσίασαν τα ΕΛΤΑ το πρώτο 6μηνο του 2003, εξέλιξη που οφείλεται στην υπέρογκη αύξηση των ταχυδρομικών τελών, αλλά και στην εντατικοποίηση της δουλιάς των χαμηλόμισθων εργαζομένων, λόγω έλλειψης προσωπικού σε νευραλγικούς τομείς, όπως είναι η διανομή και η διαλογή.
ΕΦΕΤ
«Περιέκτες» υπέρμετρης πρόκλησης
Με μια μνημειώδη για την προκλητική και επικίνδυνη συμμόρφωσή της με την ευθυγραμμισμένη με τα βιομηχανικά συμφέροντα πολιτική της ΕΕ, ανακοίνωση, «απάντησε» χτες ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ) στα δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για ανίχνευση τοξικής χημικής ουσίας μέσα σε τυποποιημένα τρόφιμα.
Από την ανακοίνωση είναι φανερό ότι ο ΕΦΕΤ επιχειρεί να αναζητήσει άλλοθι για την πολιτική επιλογή της κυβέρνησης, να μην έρχεται σε καμία περίπτωση σε ρήξη με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που αισχροκερδούν σε βάρος της υγείας των καταναλωτών. Επιχειρώντας να αποποιηθεί κάθε ευθύνης, αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτοντας τον εντελώς διακοσμητικό ρόλο του φορέα, οι εκπρόσωποί του ομολογούν πως υπάρχει πρόβλημα, δηλώνουν πλήρη άγνοια και παραπέμπουν σε δελτίο Τύπου της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων η οποία με τη σειρά της στηρίχτηκε σε αναλύσεις που έκαναν οι ίδιοι οι βιομήχανοι! Το αποτέλεσμα είναι ο πολύς ΕΦΕΤ, στην προσπάθειά του να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, δημοσιοποιεί μια σειρά συγκεχυμένες πληροφορίες, με τις οποίες δεν απαντά για το «πού», «πότε», σε «ποια προϊόντα» και «ποια έκταση» ανιχνεύτηκε η επικίνδυνη ουσία. Κάνει λόγο για «ενδεχομένως τοξική χημική ουσία» που βρέθηκε γενικά και αόριστα «σε συσκευασμένα τρόφιμα μέσα σε περιέκτες που φέρουν βιδωτό καπάκι (μαρμελάδες, φρουτοχυμούς, παιδικές τροφές, μαγιονέζες, κλπ.)» διατύπωση η οποία μπορεί να περιλαμβάνει όλα τα συσκευασμένα τρόφιμα, σε οποιαδήποτε συσκευασία - χάρτινη, μεταλλική ή γυάλινη!
Οσο για το τι προτίθεται να πράξει ο ΕΦΕΤ, στον οποίο, έναντι αδράς αμοιβής, έχει ανατεθεί η υπόθεση της καταλληλότητας και της ασφάλειας των τροφίμων που διακινούνται στην αγορά, είναι φανερό πως δεν αναμένεται τίποτε περισσότερο από το να περιμένει από τον αντίστοιχο φορέα της ΕΕ και από τις ίδιες τις... βιομηχανίες τα νεότερα. Αλλωστε όπως λέει χαρακτηριστικά: «η ευρωπαϊκή αρχή για την ασφάλεια των τροφίμων θα διερευνήσει όλες τις επιστημονικές πλευρές του θέματος σε συνεργασία με τη βιομηχανία τροφίμων και ο ΕΦΕΤ θα ενημερώσει τους Ελληνες καταναλωτές για την οποιαδήποτε εξέλιξη».
Κατόπιν όλων των παραπάνω και ενώ από ολόκληρο το κείμενο της ανακοίνωσης του ΕΦΕΤ δεν προκύπτει κανένας λόγος για εφησυχασμό, αντίθετα και ο πιο καλοπροαίρετος αναγνώστης θα ετίθετο τουλάχιστον σε εγρήγορση, ο Φορέας καταλήγει στη μεγαλειώδη διαπίστωση πως «δεν υπάρχει κανένας λόγος υπέρμετρης ανησυχίας από την πλευρά των καταναλωτών και προς το παρόν δεν προτείνονται από τις ευρωπαϊκές αρχές ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης». Το να χρεώσει κανείς σε όσους παίρνουν τις αποφάσεις για τέτοιους χειρισμούς ανευθυνότητα είναι πολύ λίγο και τελικά θα πρόσφερε ένα ακόμα άλλοθι στην τακτική τους. Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι είναι προκλητικά απρόθυμοι να προασπίσουν και αυτή την υγεία - για ποια τσέπη να μιλήσει μετά κανείς - των καταναλωτών. Αποκαλύπτεται σε όλο της το μεγαλείο η καθαρή πολιτική επιλογή της κυβέρνησης και των υπ' αυτή εκάστοτε φορέων της να βάζουν ακόμα και πάνω από τη δημόσια υγεία, τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, που υπηρετούν.