Μυστράς |
Χαμένη, μαγεμένη από την ομορφιά παρέμεινα τόσες μέρες στην ευλογημένη τούτη γη. Με λύπη θα επιστρέψω στα καθημερινά, στα αθηναϊκά εκείνα που κάνουν το αύριο με αύριο να μη μοιάζει... που λέει και ο ποιητής. Μέσα στο σακίδιό μου όμως θα κουβαλώ τις πιο όμορφες αναμνήσεις από τη Μονεμβασία και τη Μάνη και θα βαραίνουν όλο και περισσότερο καθώς πλησιάζω στην Αθήνα. Στην πάλαι ποτέ όμορφη Αθήνα, που, δυστυχώς, σταδιακά ασχήμυνε πολύ και έχει φτάσει στο σημείο να μοιάζει σε αληθινό τέρας.
Μια πόλη πανέμορφη, μοναδική, που μας συγκινεί ιδιαίτερα, γιατί έλαχε να είναι η γενέθλια γη του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Μια πόλη μεσαιωνική, βυζαντινή και βενετσιάνικη, μια άτακτη καστροπολιτεία που δε λέει μυαλό να βάλει, γι' αυτό και επιμένει να σκαρφαλώνει σε βράχους. Πάνω σε μια χερσόνησο χτισμένη και ονομαζόταν Μινώα, ναύσταθμος των Μινωιτών πιθανόν. Το λιμάνι δεχόταν συχνές επιδρομές από τους Σλάβους γι' αυτό και οι Ελληνες την οχύρωσαν και τη χρησιμοποίησαν ως λιμάνι και καταφύγιο. Μια πόλη που σου μιλά η αρχιτεκτονική της και σου αφηγείται για καιρούς πολέμου, για καιρούς ειρήνης. Για νίκες και για ήττες.
Το 1147 η Μονεμβασία απέκρουσε τις επιθέσεις των Νορμανδών, όμως έναν αιώνα αργότερα, το 1249 συγκεκριμένα, μετά από πεισματική αντίσταση που κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια, κουρασμένη, εξαντλημένη θα λέγαμε, υπέκυψε, τελικά, στην παγερή αγκαλιά του Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου, ο οποίος τέσσερα χρόνια μετά την επέστρεψε στο Βυζάντιο στα 1263. Η Μονεμβασία άλλαξε πολλούς αφέντες πριν κατακτήσει την ελευθερία της. Από την εξουσία του Πάπα βρέθηκε στα χέρια των Βενετών και από τους Βενετούς στους Τούρκους. Από το 1823 όρθωσε πάλι το ανάστημά της, περιποιήθηκε τις πληγές της, προσπάθησε να απαλλαγεί από τους εφιάλτες του παρελθόντος και γιατρεμένη πια συνέχισε την περήφανη την αξιοπρεπή ιστορία της.
Παραδοσιακοί΄μανιάτικοι πύργοι |
Στο κάστρο ανέβηκα και κόπηκε η ανάσα μου. Δύσκολη η ανάβαση ήταν. Παλάτια, σπίτια των αρχόντων, εκκλησίες, ο ναός της Ευαγγελίστριας, το Βυζαντινό Μουσείο του Μυστρά, όλες οι ομορφιές του κόσμου και ο Καιάδας... Λίγο πιο εκεί 4 χιλιόμετρα από το χωριό Τρύπη μέσα στη χαράδρα της Λαγκάδας, με σπήλαια και βάραθρα. Εκεί πήγα μονάχη, δεν ήθελα παρέα. Φοβόμουν μην με πετάξουν ή μήπως μου στρίψει ξαφνικά και πετάξω εγώ το συνοδό μου. Ολομόναχη περπάτησα και στάθηκα στον Καιάδα. Κοιτούσα, ενώ η μνήμη μου γύριζε πολλούς αιώνες πίσω. Στα χρόνια εκείνα που οι Σπαρτιάτες έριχναν από εκεί πάνω τα μη αρτιμελή παιδιά τους, τα σακατεμένα, τα άχρηστα στη στρατοκρατική κοινωνία τους. Η χαράδρα των λυγμών, η χαράδρα του δέους, η χαράδρα του τότε, του τώρα και του πάντα. Ο Καιάδας, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ήταν μπροστά μου. Ακίνητη, ανίκανη να σαλέψω, ποιος ξέρει γιατί, έμεινα εκεί και κοιτούσα...
Στο νοτιότερο άκρο της Πελοποννήσου, ακριβώς απέναντι από την Ελαφόνησο και τα Κύθηρα και που στο νότιο άκρο της βρίσκεται το γνωστό ακρωτήρι Μαλέας, ο Κάβο Μαλιάς.
Φαίνεται πως ξεχάστηκα, πως πρέπει να επιστρέψω. Θα γυρίσω μέσω Σπάρτης, από την ιστορική πρωτεύουσα του νομού, με τα ωραία πάρκα, τους δεντροφυτεμένους δρόμους, την καλή ρυμοτομία και από ό,τι λένε με την έντονη νυχτερινή ζωή. Εχω να πάω από την εποχή τη μακρινή, από τότε που ήμουν δεκαεννιά χρόνων. Τόσο παλιά. Θα έχει αλλάξει η Σπάρτη τόσο όπως εγώ αναρωτιέμαι καθώς βαδίζω προς τα εκεί; Θα δούμε... Κι αν έχει αλλάξει θα είναι προς το καλύτερο, έτσι τουλάχιστον θέλω να πιστεύω.
Θα πρέπει να σημειώσουμε τη μεγάλη συμβολή του μεταφραστή Γρηγόρη Κονδύλη και την επιμέλεια του Κωστή Κωβαίου.
Από τις εκδόσεις «Ποντίκι» κυκλοφορεί το ιστορικό μυθιστόρημα του Παναγιώτη Βενάρδου «Το Φλογόδενδρο». Ο συγγραφέας μάς μεταφέρει στην αγγλοκρατούμενη Αίγυπτο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μας δίνει μια άγνωστη εικόνα μιας κοσμοπολίτικης, αλλά φθίνουσας, πόλης, που χάνει τα μεγαλεία της και την αίγλη της, που ραγίζει και μέσα στις ρωγμές ανθίζει η φιλία και ο έρωτας και μονάχα η συνείδηση μένει αναλλοίωτη.
«Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος./ Είχε συνάξει λίγα φύλλα/ ένα κλαδί γεμάτο φως/ είχε πονέσει./ Και τώρα χάθηκε.../ Αγγίζοντας νέους ουρανούς/ η προσευχή του μάχη. / Εαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο», μονολογεί ο ποιητής το 1961. Σαράντα δύο χρόνια μετά, καθώς κάνουμε το ξεκαθάρισμα στο συρτάρι μας, καθώς επιχειρούμε τον απολογισμό της φετινής μας άνοιξης, που μάτωσε μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης καθώς παρακολουθούσαμε τα δραματικά τεκταινόμενα στο Ιράκ, και, μελαγχολικά διαπιστώνουμε ότι και το δικό μας έαρ ήταν βαθιά μελαγχολικό. Συντετριμμένο.
Τα βερίκοκα έκαναν τη χρυσή εμφάνισή τους από μέρες. Τα βερίκοκα που βοηθούν στη ρύθμιση της κυκλοφορίας του αίματος, που περιέχουν υδατοδιαλυτές φυτικές ουσίες, που βοηθούν στη ρύθμιση του σακχάρου, που αποτελούν πηγή σιδήρου για τον οργανισμό μας, μπορούν να γίνουν μια υπέροχη μαρμελάδα με εύκολο σχετικά τρόπο. Μια μαρμελάδα που το πρωινό θα συνοδεύει τη φρυγανιά μας, ενώ το ατελείωτο ζεστό απόγευμα θα προσφέρεται και σαν γλυκό του κουταλιού. Ας μην τα πολυλογούμε, ας... δράσουμε.
Θα χρειαστούμε: 175 γραμμάρια ξερά βερίκοκα, ένα μεγάλο μήλο, μια κουταλιά της σούπας χυμό λεμονιού και ...αρχίζουμε: Μουσκεύουμε τα βερίκοκα σε νερό που να τα σκεπάζει και τα αφήνουμε για δεκαπέντε ώρες. Τα πολτοποιούμε στο μπλέντερ μαζί με το νερό τους. Προσθέτουμε το χυμό του λεμονιού και το μήλο, που το έχουμε καθαρίσει και τρίψει, και βάζουμε το μείγμα σε μια μικρή κατσαρόλα στη φωτιά. Ανακατεύουμε συνεχώς μέχρι η μαρμελάδα να δέσει και να ξεκολλάει από τα τοιχώματα. Κατεβάζουμε από τη φωτιά και γεμίζουμε ένα αποστειρωμένο βάζο και όταν κρυώσει το βάζουμε στο ψυγείο. Μπορούμε να το κρατήσουμε μέχρι ένα μήνα. Τώρα ας δούμε πώς αποστειρώνεται ένα βάζο. Το βράζουμε για πέντε λεπτά περίπου και μετά το αφήνουμε να στεγνώσει. Μόλις στεγνώσει το γεμίζουμε. Αυτά, και ...τώρα θα δείτε τι εστί(μαρμελάδα) βερίκοκο.