ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 15 Ιούνη 2003
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Καθ' οδόν: Στη Λακωνία

Μυστράς
Μυστράς
Μέρος δεύτερο

Χαμένη, μαγεμένη από την ομορφιά παρέμεινα τόσες μέρες στην ευλογημένη τούτη γη. Με λύπη θα επιστρέψω στα καθημερινά, στα αθηναϊκά εκείνα που κάνουν το αύριο με αύριο να μη μοιάζει... που λέει και ο ποιητής. Μέσα στο σακίδιό μου όμως θα κουβαλώ τις πιο όμορφες αναμνήσεις από τη Μονεμβασία και τη Μάνη και θα βαραίνουν όλο και περισσότερο καθώς πλησιάζω στην Αθήνα. Στην πάλαι ποτέ όμορφη Αθήνα, που, δυστυχώς, σταδιακά ασχήμυνε πολύ και έχει φτάσει στο σημείο να μοιάζει σε αληθινό τέρας.

Μονεμβασία

Μια πόλη πανέμορφη, μοναδική, που μας συγκινεί ιδιαίτερα, γιατί έλαχε να είναι η γενέθλια γη του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Μια πόλη μεσαιωνική, βυζαντινή και βενετσιάνικη, μια άτακτη καστροπολιτεία που δε λέει μυαλό να βάλει, γι' αυτό και επιμένει να σκαρφαλώνει σε βράχους. Πάνω σε μια χερσόνησο χτισμένη και ονομαζόταν Μινώα, ναύσταθμος των Μινωιτών πιθανόν. Το λιμάνι δεχόταν συχνές επιδρομές από τους Σλάβους γι' αυτό και οι Ελληνες την οχύρωσαν και τη χρησιμοποίησαν ως λιμάνι και καταφύγιο. Μια πόλη που σου μιλά η αρχιτεκτονική της και σου αφηγείται για καιρούς πολέμου, για καιρούς ειρήνης. Για νίκες και για ήττες.

Το 1147 η Μονεμβασία απέκρουσε τις επιθέσεις των Νορμανδών, όμως έναν αιώνα αργότερα, το 1249 συγκεκριμένα, μετά από πεισματική αντίσταση που κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια, κουρασμένη, εξαντλημένη θα λέγαμε, υπέκυψε, τελικά, στην παγερή αγκαλιά του Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου, ο οποίος τέσσερα χρόνια μετά την επέστρεψε στο Βυζάντιο στα 1263. Η Μονεμβασία άλλαξε πολλούς αφέντες πριν κατακτήσει την ελευθερία της. Από την εξουσία του Πάπα βρέθηκε στα χέρια των Βενετών και από τους Βενετούς στους Τούρκους. Από το 1823 όρθωσε πάλι το ανάστημά της, περιποιήθηκε τις πληγές της, προσπάθησε να απαλλαγεί από τους εφιάλτες του παρελθόντος και γιατρεμένη πια συνέχισε την περήφανη την αξιοπρεπή ιστορία της.

Μυστράς

Παραδοσιακοί΄μανιάτικοι πύργοι
Παραδοσιακοί΄μανιάτικοι πύργοι
Ακόμη μια καστροπολιτεία χτισμένη σε μια πλαγιά του Ταΰγετου, που αν και ερειπωμένη θεωρείται ως ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα οικιστικά σύνολα της χώρας μας. Ενα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς που εκπέμπει μια γοητεία ακαταμάχητη. Εδώ και οι πέτρες σού μιλούν για άλλες εποχές, για τότε που ο Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος, ο ηγεμόνας του πριγκιπάτου της Αχαίας, επέλεξε το λόφο του Μυζηθρά για να χτίσει ένα κάστρο. Ομως το 1262 ο ηγεμόνας το παρέδωσε στον ελευθερωτή της Κωνσταντινούπολης, στον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, ο οποίος άρχισε αμέσως να οργανώνει την πόλη. Μια ριπή πήγε το χρόνο προς τα εμπρός σα να ήταν φυλλαράκι και βρεθήκαμε στα 1349 στην εποχή του Εμανουήλ Κατακουζηνού, όταν ο Μυστράς ανήκε στο ημιαυτόνομο Δεσποτάτο του Μορέως.

Στο κάστρο ανέβηκα και κόπηκε η ανάσα μου. Δύσκολη η ανάβαση ήταν. Παλάτια, σπίτια των αρχόντων, εκκλησίες, ο ναός της Ευαγγελίστριας, το Βυζαντινό Μουσείο του Μυστρά, όλες οι ομορφιές του κόσμου και ο Καιάδας... Λίγο πιο εκεί 4 χιλιόμετρα από το χωριό Τρύπη μέσα στη χαράδρα της Λαγκάδας, με σπήλαια και βάραθρα. Εκεί πήγα μονάχη, δεν ήθελα παρέα. Φοβόμουν μην με πετάξουν ή μήπως μου στρίψει ξαφνικά και πετάξω εγώ το συνοδό μου. Ολομόναχη περπάτησα και στάθηκα στον Καιάδα. Κοιτούσα, ενώ η μνήμη μου γύριζε πολλούς αιώνες πίσω. Στα χρόνια εκείνα που οι Σπαρτιάτες έριχναν από εκεί πάνω τα μη αρτιμελή παιδιά τους, τα σακατεμένα, τα άχρηστα στη στρατοκρατική κοινωνία τους. Η χαράδρα των λυγμών, η χαράδρα του δέους, η χαράδρα του τότε, του τώρα και του πάντα. Ο Καιάδας, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ήταν μπροστά μου. Ακίνητη, ανίκανη να σαλέψω, ποιος ξέρει γιατί, έμεινα εκεί και κοιτούσα...

Νεάπολη

Στο νοτιότερο άκρο της Πελοποννήσου, ακριβώς απέναντι από την Ελαφόνησο και τα Κύθηρα και που στο νότιο άκρο της βρίσκεται το γνωστό ακρωτήρι Μαλέας, ο Κάβο Μαλιάς.

Φαίνεται πως ξεχάστηκα, πως πρέπει να επιστρέψω. Θα γυρίσω μέσω Σπάρτης, από την ιστορική πρωτεύουσα του νομού, με τα ωραία πάρκα, τους δεντροφυτεμένους δρόμους, την καλή ρυμοτομία και από ό,τι λένε με την έντονη νυχτερινή ζωή. Εχω να πάω από την εποχή τη μακρινή, από τότε που ήμουν δεκαεννιά χρόνων. Τόσο παλιά. Θα έχει αλλάξει η Σπάρτη τόσο όπως εγώ αναρωτιέμαι καθώς βαδίζω προς τα εκεί; Θα δούμε... Κι αν έχει αλλάξει θα είναι προς το καλύτερο, έτσι τουλάχιστον θέλω να πιστεύω.

Το τίμημα μιας μεγαλοφυΐας

Παλιά, όταν πήγαινα στο Πανεπιστήμιο διάβασα το «Tractatus Logico Philosophicous» του Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν και ομολογώ ότι, κλείνοντας το βιβλίο, σκέφτηκα πως είμαι τρομερά ανεπαρκής, για να μην πω κουτή. Γιατί; Διότι δεν κατάλαβα σχεδόν τίποτε. Δεν το έβαλα, όμως, κάτω και αργότερα πολλές φορές προσπάθησα, όχι από στείρο πείσμα, να το ξαναδιαβάσω και να το κατανοήσω, διότι ασκούσε μεγάλη γοητεία πάνω μου. Είχα την αίσθηση πως είχα μπροστά μου ένα πολύ σημαντικό οικοδόμημα, αλλά δεν είχα το κλειδί για να ανοίξω και να περάσω στα ενδότερα. Περνούσαν τα χρόνια και το απωθημένο μεγάλωνε, αφού στο πίσω μέρος του μυαλού μου ήταν πάντα το έργο του Αυστριακού φιλοσόφου που σφράγισε τον 20ό αιώνα. Και έλεγα μέσα μου, για να παρηγορηθώ, ότι αφού η μεγάλη Αϊρις Μέρντοχ, η οποία παρακολούθησε τις διαλέξεις, δεν μπόρεσε να αντέξει το βάρος της μεγαλοφυΐας του, πώς ήταν δυνατό να απαιτώ από τον εαυτό μου να καταλάβει. Για να μη μακρηγορώ, πριν από μερικές εβδομάδες, αγόρασα την εξαιρετική βιογραφία του Ray Monk «Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν: Το χρέος της μεγαλοφυΐας» (εκδόσεις «Scripta») και ξαφνικά το πέπλο του μυστήριου, που κάλυπτε τα έργα του Βίτγκενσταϊν, διαλύθηκε. Και, ω του θαύματος, οι, μέχρι τότε κρυπτογραφημένες, έννοιες, που τόσο με είχαν παιδέψει, αποκρυπτογραφήθηκαν. Ο Βίτγκενσταϊν γεννήθηκε το 1889 και ήταν γόνος μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες της Βιέννης. Η εξέλιξή του ως φιλοσόφου άρχισε το 1912, όταν πήγε στο Κέμπριτζ για να σπουδάσει Φιλοσοφία με τον Μπέρτραν Ράσελ. Το έργο του εκεί κορυφώθηκε με τη συγγραφή του «Tractatus», μιας από τις γνησιότερες μορφές του θεωρητικού λόγου. Το βιβλίο ολοκληρώθηκε με τη λήξη του Β` Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά η εθελοντική θητεία του στο στρατό τον εξέθεσε τόσο πολύ στον ανθρώπινο πόνο ώστε τον μεταμόρφωσε. Αιχμαλωτίστηκε από τους Ιταλούς και όταν τέλειωσε ο Πόλεμος παρασημοφορήθηκε. Ομως, ο Βίτγκενσταϊν θα έπρεπε να πάρει και ένα άλλο παράσημο, που δεν ξέρω εάν έχει δοθεί ποτέ σε άλλον άνθρωπο. Με συμβολαιογραφική πράξη, παραιτήθηκε, υπέρ των αδελφών του, της αμύθητης πατρικής κληρονομιάς, χωρίς να κρατήσει για τον εαυτό του ούτε ένα σελίνι και απαγορεύοντας στις αδελφές του να του κάνουν έστω και το πιο ασήμαντο δώρο. Δεν επέστρεψε στο Κέμπριτζ, αλλά φοίτησε στην Ακαδημία και διορίστηκε ως δημοδιδάσκαλος. Δίδαξε στα πιο απομακρυσμένα χωριά της χώρας για πολλά χρόνια, χρόνια που του δίδαξαν ότι ο χαρακτήρας ήταν περίπλοκος και πως του ήταν αδύνατο να ανεχτεί την ξεροκεφαλιά και την αδιαφορία για τη μάθηση, με αποτέλεσμα να αντιδρά με τρομερά ξεσπάσματα. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Αγγλία και στην ακαδημαϊκή φιλοσοφία. Το βιβλίο του Μονκ είναι βασισμένο σε κείμενα του ίδιου του Βίτγκενσταϊν, στην αλληλογραφία του και σε συνεντεύξεις με φίλους και συγγενείς, δίνοντας έτσι την ευκαιρία να μάθουμε τη ζωή του και εν συνεχεία να κατανοήσουμε τη θεωρία αυτής της γοητευτικής, επιβλητικής, βασανισμένης, όμως, φυσιογνωμίας. Τώρα εάν συμφωνούμε ή όχι με τη θεωρία του Βίτγκενσταϊν, προς το παρόν δεν έχει σημασία. Θα έχει μόνον τότε που θα την κατανοήσουμε.

Θα πρέπει να σημειώσουμε τη μεγάλη συμβολή του μεταφραστή Γρηγόρη Κονδύλη και την επιμέλεια του Κωστή Κωβαίου.

Ονειρο

Η αγαπημένη συγγραφέας των παιδιών, η Λίτσα Ψαραύτη έχει ένα όνειρο, μια φλόγα που δε σβήνει.. Ποια είναι αυτά; Οταν διαβάσετε το βιβλίο θα μάθετε. Εμείς μπορούμε μόνο να σας πούμε δυο λέξεις σχετικά με την υπόθεση του μυθιστορήματος «Εχω ένα όνειρο,Η φλόγα που δε σβήνει» (εκδόσεις Πατάκη), μα τίποτε παραπάνω μην περιμένετε. Πάμε ένα χρόνο μπροστά, και χιλιάδες πίσω. Πάμε στο 2004. Πάμε να δούμε τα αθώα παιδικά χέρια να μεταφέρουν από χώρα σε χώρα την Ιερή Φλόγα των Ολυμπιακών Αγώνων. Να δρασκελίζουν σύνορα, να αψηφούν πολέμους, να τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούν. Να περνούν ανάμεσα από ερείπια και ερημωμένες πόλεις, να συναντούν πολεμιστές και ανήμπορα παιδιά. Στην Κύπρο, στην Ιερουσαλήμ, στο Κουρδιστάν, στη Βαγδάτη, στο Αφγανιστάν. Τόποι που γέννησαν πολιτισμούς μεγάλους και μαγευτικά παραμύθια. Η συγγραφέας με ευρηματικό, όπως πάντα, τρόπο με τη δυνατή και γλαφυρή γραφή της εμπλέκει το παρόν με το παρελθόν. Την Αθηνά, τον Δία, τον Τειρεσία μαζί με τα σημερινά παιδιά που αγωνίζονται για την Ειρήνη. Η εικονογράφηση είναι της Αννας Μενδρινού, η οποία απέσπασε το κρατικό βραβείο 2002.

Ιστορίες πάθους

Τι είδε η Γιασμίν; Είδε, άκουσε και έζησε όλα τα μυστικά της μεγαλοαστικής τάξης. Είδε και τρόμαξε, άκουσε και ανατρίχιασε. Η Γιασμίν είδε τι γίνεται μέσα στις πολυτελείς κλειστές αίθουσες και άκουσε τις συνωμοσίες να υφαίνονται. Πλεκτάνες, συνωμοσίες, ανίερες συμμαχίες και η σύγχρονη ελληνική τραγωδία να παίζεται μπροστά στα μάτια της. Αυτά και πολλά άλλα τρομερά είδε η Γιασμίν στο νέο μυθιστόρημα του Βασίλη Λιόγγαρη «Τι είδε η Γιασμίν», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Πρόκειται για ένα δυνατό δράμα. Ο συγγραφέας με μέτρο, με γλώσσα ρέουσα και με μυθιστορηματική ευαισθησία, μάς αφηγείται μια ιστορία, η οποία δε μας είναι ξένη και που δυστυχώς, καθημερινά επαναλαμβάνεται.

Από τις εκδόσεις «Ποντίκι» κυκλοφορεί το ιστορικό μυθιστόρημα του Παναγιώτη Βενάρδου «Το Φλογόδενδρο». Ο συγγραφέας μάς μεταφέρει στην αγγλοκρατούμενη Αίγυπτο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μας δίνει μια άγνωστη εικόνα μιας κοσμοπολίτικης, αλλά φθίνουσας, πόλης, που χάνει τα μεγαλεία της και την αίγλη της, που ραγίζει και μέσα στις ρωγμές ανθίζει η φιλία και ο έρωτας και μονάχα η συνείδηση μένει αναλλοίωτη.

Μικρές σελίδες

Συνήθως, κακώς βέβαια, μα συμβαίνει σε όλους μας. Να πετάμε τις χριστουγεννιάτικες και τις πασχαλινές κάρτες με τις ευχές. Το ξέρουμε ότι δεν είναι σωστό, όμως συνεχίζουμε να το κάνουμε. Δεν έχουμε χώρο, είναι η αλήθεια. Καθώς καθάριζα το συρτάρι μου, καθώς προσπαθούσα να εξασφαλίσω λίγους πόντους ελεύθερους για να στεγάσω τα απαραίτητα, γλίστρησε μέσα στα χέρια μου μια κάρτα διαφορετική, μια κάρτα που δεν μπορείς να την αποχωριστείς. Είναι ευχές από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Είναι ευχές πολύτιμες, μοναδικές. Μια λιλιπούτεια ανθολογία με τα ποιήματα επτά ποιητών, των: Οδυσσέα Ελύτη, Αγγελου Σικελιανού, Κ.Π. Καβάφη, Κικής Δημουλά, Κώστα Βάρναλη, και Νίκου Καρούζου.

«Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος./ Είχε συνάξει λίγα φύλλα/ ένα κλαδί γεμάτο φως/ είχε πονέσει./ Και τώρα χάθηκε.../ Αγγίζοντας νέους ουρανούς/ η προσευχή του μάχη. / Εαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο», μονολογεί ο ποιητής το 1961. Σαράντα δύο χρόνια μετά, καθώς κάνουμε το ξεκαθάρισμα στο συρτάρι μας, καθώς επιχειρούμε τον απολογισμό της φετινής μας άνοιξης, που μάτωσε μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης καθώς παρακολουθούσαμε τα δραματικά τεκταινόμενα στο Ιράκ, και, μελαγχολικά διαπιστώνουμε ότι και το δικό μας έαρ ήταν βαθιά μελαγχολικό. Συντετριμμένο.

Εν συντομία

Τα βερίκοκα έκαναν τη χρυσή εμφάνισή τους από μέρες. Τα βερίκοκα που βοηθούν στη ρύθμιση της κυκλοφορίας του αίματος, που περιέχουν υδατοδιαλυτές φυτικές ουσίες, που βοηθούν στη ρύθμιση του σακχάρου, που αποτελούν πηγή σιδήρου για τον οργανισμό μας, μπορούν να γίνουν μια υπέροχη μαρμελάδα με εύκολο σχετικά τρόπο. Μια μαρμελάδα που το πρωινό θα συνοδεύει τη φρυγανιά μας, ενώ το ατελείωτο ζεστό απόγευμα θα προσφέρεται και σαν γλυκό του κουταλιού. Ας μην τα πολυλογούμε, ας... δράσουμε.

Θα χρειαστούμε: 175 γραμμάρια ξερά βερίκοκα, ένα μεγάλο μήλο, μια κουταλιά της σούπας χυμό λεμονιού και ...αρχίζουμε: Μουσκεύουμε τα βερίκοκα σε νερό που να τα σκεπάζει και τα αφήνουμε για δεκαπέντε ώρες. Τα πολτοποιούμε στο μπλέντερ μαζί με το νερό τους. Προσθέτουμε το χυμό του λεμονιού και το μήλο, που το έχουμε καθαρίσει και τρίψει, και βάζουμε το μείγμα σε μια μικρή κατσαρόλα στη φωτιά. Ανακατεύουμε συνεχώς μέχρι η μαρμελάδα να δέσει και να ξεκολλάει από τα τοιχώματα. Κατεβάζουμε από τη φωτιά και γεμίζουμε ένα αποστειρωμένο βάζο και όταν κρυώσει το βάζουμε στο ψυγείο. Μπορούμε να το κρατήσουμε μέχρι ένα μήνα. Τώρα ας δούμε πώς αποστειρώνεται ένα βάζο. Το βράζουμε για πέντε λεπτά περίπου και μετά το αφήνουμε να στεγνώσει. Μόλις στεγνώσει το γεμίζουμε. Αυτά, και ...τώρα θα δείτε τι εστί(μαρμελάδα) βερίκοκο.



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ