Αποσπάσματα από την Εκθεση του διοικητή κ. Νίκου Γκαργκάνα προς την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της Τράπεζας
Η υιοθέτηση από την Ελλάδα του ενιαίου νομίσματος και ο υψηλός βαθμός οικονομικής σταθερότητας και αξιοπιστίας που συνεπάγεται η συμμετοχή της στην ΟΝΕ έχουν συμβάλει καθοριστικά, τα τελευταία χρόνια, στην επιτάχυνση του ρυθμού ανόδου του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), ο οποίος (σύμφωνα με προσωρινές εκτιμήσεις της ΕΣΥΕ) το 2002 διατηρήθηκε στο 4%, δηλαδή στο ίδιο περίπου επίπεδο όπως και το 2001, παρά τη δυσμενή διεθνή οικονομική συγκυρία.
Ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2002, ο οποίος ήταν ο δεύτερος υψηλότερος στην ΕΕ, στηρίχτηκε στην αύξηση της εγχώριας ζήτησης. Στη διατήρηση του υψηλού ρυθμού ανόδου του ΑΕΠ, τα τελευταία χρόνια, συντέλεσαν επίσης οι σημαντικές εισροές πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι οποίες συνέβαλαν στη χρηματοδότηση επενδύσεων για έργα υποδομής, οι ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις που έχουν αναληφθεί, ιδιαίτερα στους τομείς των κατασκευών και των υπηρεσιών, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, καθώς και η πραγματοποίηση σειράς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Από την πλευρά της προσφοράς, έχει συμβάλει, επίσης, η εκτιμώμενη σταθερή αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής - αποτέλεσμα της σταδιακής εισαγωγής νέων τεχνολογιών και καινοτομιών, αλλά και της πολιτικής των επιχειρήσεων για εξοικονόμηση εργασίας.
Η συνολική απασχόληση αυξήθηκε το 2002 κατά 1%, ενώ τα προηγούμενα τρία έτη εμφάνιζε μείωση ή στασιμότητα. Ταυτόχρονα, μειώθηκε ο αριθμός των ανέργων, με αποτέλεσμα το ποσοστό ανεργίας να υποχωρήσει και, για πρώτη φορά από το 1997, να διαμορφωθεί κάτω από 10% (στο 9,9%). Λόγω των εξελίξεων αυτών, το ποσοστό απασχόλησης, σε σχέση με τον πληθυσμό, αυξήθηκε περισσότερο από μία εκατοστιαία μονάδα (στο 56,7%).
Η ελληνική οικονομία διανύει ήδη το τρίτο έτος πλήρους συμμετοχής της στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση. Η υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την 1η Ιανουαρίου 2001 έχει μεταβάλει ριζικά και μη αναστρέψιμα τις νομισματικές συνθήκες, αλλά και το οικονομικό περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργεί η ελληνική οικονομία. Η συμμετοχή της Ελλάδος στην ΟΝΕ συνεπάγεται αναμφισβήτητα οικονομικά οφέλη, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Παρέχει νέες οικονομικές ευκαιρίες που, αν αξιοποιηθούν, θα συμβάλουν στη διατήρηση μακροχρόνια υψηλού ρυθμού ανάπτυξης και στη σταθερότητα των τιμών. Δημιουργεί όμως και νέες σημαντικές προκλήσεις για την οικονομική πολιτική.
Ορισμένα οικονομικά οφέλη είχαν ήδη γίνει εμφανή με την ένταξη της Ελλάδος στην ΟΝΕ, αλλά και πριν από αυτήν. Η ισχυρή πολιτική δέσμευση για την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία και η ευρεία στήριξη της προσπάθειας αυτής συνέβαλαν στη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και στην ονομαστική της σύγκλιση προς τις επιδόσεις των εταίρων της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Πέραν όμως του ότι η Ελλάδα κατόρθωσε να επιτύχει εντυπωσιακή βελτίωση των οικονομικών επιδόσεών της πριν από την ένταξη στην ΟΝΕ, η υιοθέτηση του ευρώ ασφαλώς καθιστά γενικότερα ευνοϊκές τις προοπτικές για χαμηλό πληθωρισμό, ενώ παράλληλα έχει επιφέρει μείωση των επιτοκίων, δημιουργώντας ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης. Πρέπει να επισημανθεί ότι, για μια οικονομία όπως η ελληνική, που αντιμετώπιζε στο παρελθόν σοβαρά προβλήματα μακροοικονομικών ανισορροπιών και οικονομικής αστάθειας, είναι σημαντικό πλεονέκτημα ότι αποκτά, με την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, οικονομική σταθερότητα και αξιοπιστία σε μόνιμη βάση.
Με δεδομένη τη μείωση της αβεβαιότητας και του κόστους των συναλλαγών, η υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος αναμένεται να δώσει ώθηση στην κίνηση κεφαλαίων και τις εμπορικές συναλλαγές. Εξάλλου, η συμμετοχή σε μια μεγάλη, ενοποιημένη αγορά χρήματος και κεφαλαίων δίνει τη δυνατότητα στις ελληνικές επιχειρήσεις να αντλούν κεφάλαια από την αγορά αυτή με ευνοϊκούς όρους, ενώ παράλληλα επιτρέπει στους αποταμιευτές να διαφοροποιούν τα χαρτοφυλάκιά τους και να τοποθετούν τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους.
Πάντως, τα σημαντικά οικονομικά οφέλη που μπορούν να αναμένονται από τη συμμετοχή της χώρας στην ΟΝΕ δε θα προκύψουν αυτομάτως, αλλά θα εξαρτηθούν από την προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών, το δυναμισμό της ελληνικής οικονομίας και γενικότερα από την ικανότητα προσαρμογής της στις νέες ανταγωνιστικές συνθήκες στο πλαίσιο της ΟΝΕ.
Κατ' αρχάς, οι κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να επιδιώκουν, οι μισθολογικές διαπραγματεύσεις να καταλήγουν σε αποτέλεσμα συμβατό με τη σταθερότητα των τιμών και - σε κάθε περίπτωση - να συμβάλουν στην εξάλειψη της προς τα άνω απόκλισης του ελληνικού πληθωρισμού από το μέσο όρο του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ. Ετσι θα αποκατασταθεί και θα διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής και θα αποτραπούν δυσμενείς συνέπειες για την απασχόληση και τα εισοδήματα των ίδιων των εργαζομένων. Επίσης, η τιμολογιακή πολιτική των επιχειρήσεων πρέπει να είναι συμβατή τόσο με τη σταθερότητα των τιμών όσο και με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των ίδιων των επιχειρήσεων.
Για να είναι επιτυχής η συμμετοχή της Ελλάδος στην ΟΝΕ και να επιτευχθεί η πραγματική σύγκλιση με τις άλλες οικονομίες της ζώνης του ευρώ, πρέπει να προωθηθούν περαιτέρω διαρθρωτικές προσαρμογές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα αποβλέπουν (α) στη σταθερή και ταχεία βελτίωση της παραγωγικότητας, που είναι το κύριο μέσο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη στήριξη υψηλού ρυθμού οικονομικής ανόδου και ικανοποιητικού επιπέδου απασχόλησης, (β) στην ενίσχυση της ευελιξίας και της αποτελεσματικότητας των αγορών, ώστε να διασφαλιστεί η ικανότητα προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται με τη σταδιακή ενσωμάτωσή της στην ΟΝΕ και (γ) στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος φιλικού στις επιχειρηματικές επενδύσεις.
Από τα τέλη του 2000 μέχρι σήμερα έχει ληφθεί σειρά μέτρων διαρθρωτικής πολιτικής, με στόχο τη δημοσιονομική εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα, καθώς και την αποτελεσματικότερη λειτουργία των αγορών προϊόντων, εργασίας και κεφαλαίων. Αλλά για να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων είναι αναγκαίες συμπληρωματικές διαρθρωτικές προσαρμογές και μεταρρυθμίσεις.
Οσον αφορά τη δημοσιονομική εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα, απαιτείται να προχωρήσει η φορολογική μεταρρύθμιση, ώστε να καλύψει το σύνολο του φορολογικού συστήματος και να ικανοποιήσει ταυτόχρονα τρία κριτήρια: ότι το σύστημα θα είναι απλό και θα ενισχύει τα οικονομικά κίνητρα, ότι η φορολογική βάση θα είναι ευρεία και ότι η φορολογική διοίκηση θα είναι αποτελεσματική. Απαιτείται επίσης να συνεχιστούν και να διευρυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες συμβάλλουν στη δημοσιονομική εξυγίανση. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις το 2002 ανήλθαν περίπου σε 2% του ΑΕΠ, ενώ το 2001 ήταν λιγότερο από 1%. Επίσης, οι ιδιωτικοποιήσεις συντελούν στην αποτελεσματικότερη λειτουργία της οικονομίας. Ακόμη θα πρέπει να προχωρήσει αποφασιστικά ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, όχι μόνο για να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις, αλλά και για να βελτιωθεί η εξυπηρέτηση των πολιτών. Το σημαντικότερο όμως είναι να ολοκληρωθεί η ασφαλιστική μεταρρύθμιση, κυρίως με τη δημιουργία δεύτερου και τρίτου «πυλώνα» ασφάλισης με κεφαλαιοποιητικά χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με τις αναγκαίες παραμετρικές μεταβολές. Πρέπει βέβαια να αναγνωριστεί ότι υπό τις παρούσες συνθήκες περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στον τομέα αυτό φαίνεται ότι προσκρούουν σε κοινωνικές αντιδράσεις. Αν όμως το ζήτημα δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και αποφασιστικά, θα καταστεί σχεδόν αναπόφευκτη, σε ένα μακροχρόνιο ορίζοντα, η σημαντική αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, προκειμένου να καλυφθούν οι μελλοντικές δαπάνες για συντάξεις.
Οσον αφορά τη λειτουργία των αγορών προϊόντων, αναφέρεται ενδεικτικά ότι πρέπει να λειτουργήσει αποτελεσματικά ο ανταγωνισμός στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Γενικότερα, η απελευθέρωση των αγορών, προκειμένου να εξασφαλίζει ίσους όρους δράσης των επιχειρήσεων, αλλά και να είναι αποδοτική από τη σκοπιά της κοινωνικής ευημερίας, προϋποθέτει στήριξη και ενίσχυση της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικής λειτουργίας των Ρυθμιστικών Αρχών που έχουν ιδρυθεί, καθώς και της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Τέλος, όσον αφορά την αγορά εργασίας είναι σκόπιμο: Πρώτον, να αναβαθμιστεί το σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, να δοθεί ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στη διά βίου εκπαίδευση και να αναμορφωθεί το σύστημα γενικής εκπαίδευσης. Είναι αυτονόητη, στο πλαίσιο αυτό, η σημασία της καταπολέμησης του «ψηφιακού αναλφαβητισμού». Εχουν ήδη γίνει σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Δεύτερον, να βελτιωθεί αποφασιστικά η λειτουργία των μηχανισμών του ΟΑΕΔ για την αντιστοίχιση προσφοράς και ζήτησης εργασίας. Τρίτον, να διευκολυνθεί η ενσωμάτωση των αλλοδαπών στο εργατικό δυναμικό και στην κοινωνία και να ολοκληρωθεί η διαδικασία νομιμοποίησής τους. Η ίση μεταχείριση των εργαζομένων και η ισότητα των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων προϋποθέτουν, εκτός των άλλων, αποτελεσματική εποπτεία της εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας, ιδίως όσον αφορά την προστασία της υγείας και την ασφάλεια στην εργασία. Γενικότερα, πρέπει να διευκολύνεται περισσότερο η προσαρμογή του χρόνου εργασίας, αλλά και της ίδιας της απασχόλησης, στις μεταβολές της παραγωγής. Επίσης, πρέπει να μειωθεί το κόστος δημιουργίας απασχόλησης και να αυξηθούν τα κίνητρα για καταβολή φόρων και ασφαλιστικών εισφορών από τις μικρές επιχειρήσεις, έτσι ώστε η εργατική, η ασφαλιστική και η φορολογική νομοθεσία να καταστούν περισσότερο φιλικές προς την απασχόληση, ιδίως την επίσημη μισθωτή απασχόληση σε μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις.
Συνοψίζοντας, η ελληνική οικονομία, η οποία πραγματοποίησε εντυπωσιακή πρόοδο τα τελευταία χρόνια, εξακολούθησε να παρουσιάζει ικανοποιητική εικόνα το 2002, παρά τις δυσμενείς συνθήκες που επικράτησαν στην παγκόσμια οικονομία. Οι συνθήκες οικονομικής σταθερότητας και αξιοπιστίας τις οποίες διασφαλίζει η συμμετοχή της χώρας στη ζώνη του ευρώ επηρεάζουν ευνοϊκά τις προοπτικές για διατήρηση ικανοποιητικού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης και συγκράτηση του πυρήνα του πληθωρισμού στο περυσινό επίπεδο και κατά το τρέχον έτος, παρά την αυξημένη αβεβαιότητα διεθνώς και τις επιπτώσεις του πολέμου στο Ιράκ.
Ωστόσο, αν και έχει σημειωθεί πρόοδος, ορισμένα προβλήματα παραμένουν. Επομένως, η χώρα έχει ακόμη να αντιμετωπίσει σοβαρές προκλήσεις οικονομικής πολιτικής. Η πρώτη πρόκληση οικονομικής πολιτικής είναι η διατήρηση ταχύτερων ρυθμών ανάπτυξης ώστε να επιτευχθεί η σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου της Ελλάδος προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Μια ακόμη πρόκληση είναι η μείωση του ποσοστού ανεργίας σε κοινωνικά ανεκτό επίπεδο. Οι δύο αυτοί στόχοι πρέπει να επιτευχθούν παράλληλα με τη μείωση του πληθωρισμού σε επίπεδα που θεωρούνται συμβατά με τη σταθερότητα των τιμών.
Για να μεγιστοποιηθούν τα οικονομικά οφέλη και να επιτευχθούν οι στόχοι για πραγματική σύγκλιση και άνοδο της απασχόλησης, έχει κρίσιμη σημασία να ολοκληρωθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα αποβλέπουν στη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, στην εξασφάλιση της ευελιξίας και αποτελεσματικής λειτουργίας των αγορών και στην ενίσχυση των επιχειρηματικών επενδύσεων. Παράλληλα, είναι αναγκαία η συνέχιση της προσπάθειας για την εξάλειψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων με στόχο τη μείωση του δημόσιου χρέους και την επίτευξη σταθερότητας των τιμών. Η πλήρης δημοσιονομική εξυγίανση και η διασφάλιση σταθερότητας είναι κρίσιμης σημασίας για την οικονομική πρόοδο της χώρας.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι εύκολα επιτεύξιμες, μεταξύ άλλων και γιατί συνεπάγονται οικονομικό και κοινωνικό κόστος και γιατί προϋποθέτουν αλλαγές σε καθιερωμένες αντιλήψεις και οικονομικές συμπεριφορές. Πρέπει όμως να καταβληθεί κάθε προσπάθεια από την Πολιτεία και τους κοινωνικούς εταίρους για να εξασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή συναίνεση και συνεργασία για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων, επειδή αυτές είναι αναγκαίες, προκειμένου να βελτιωθούν περαιτέρω οι επιδόσεις της οικονομίας και να επιτευχθούν η πραγματική σύγκλιση και υψηλό επίπεδο απασχόλησης.