Σύμφωνα με το Ν. 1893/90 (ΦΕΚ Α 106) και τη ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΑΜΥΝΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ...
«Σαν έκφραση της κοινής επιθυμίας τους για μια βελτιωμένη αμυντική σχέση, η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και η Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών συνάπτουν νέα συμφωνία αμυντικής συνεργασίας, η οποία διέπεται από τις ακόλουθες αρχές:
Η Ελλάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες επαναβεβαιώνουν την προσήλωσή τους στους σκοπούς και τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και το πλαίσιο αυτό, στην άσκηση του εγγενούς δικαιώματός τους ατομικής και συλλογικής άμυνας που αναγνωρίζεται στο αρθ. 51 του Χάρτη.
Η Ελλάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες επαναβεβαιώνουν ότι οι σχέσεις τους και η συνεργασία τους βασίζονται σε κοινή αφοσίωση στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δικαιοσύνης και της κοινωνικής προόδου.
Η Ελλάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες επιβεβαιώνουν την αναγνώριση εκ μέρους τους του γεγονότος ότι η συνεργασία τους στο πεδίο της άμυνας όπως και σε όλα τα άλλα πεδία, βασίζεται στις αρχές του αμοιβαίου οφέλους και του πλήρους σεβασμού της κυρίαρχης ισότητας της ανεξαρτησίας και των συμφερόντων των δύο χωρών.
Η Ελλάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες επιβεβαιώνουν το σεβασμό τους προς το Διεθνές δίκαιο, περιλαμβανομένων των υφισταμένων διεθνών συνθηκών που αφορούν ειδικότερα στην περιοχή, και την απόφασή τους να ενεργούν σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες καθώς και τις διμερείς και πολυμερείς διευθετήσεις στις οποίες και οι δύο είναι Συμβαλλόμενα Μέρη, περιλαμβανομένων του Βορειοατλαντικού Συμφώνου και της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι.
Η Ελλάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες διακηρύσσουν την αφοσίωσή τους στη διατήρηση της ειρήνης και τη δέσμευσή τους να σέβονται την αρχή της αποχής από ενέργειες, οι οποίες απειλούν την ειρήνη, επαναλαμβάνουν τη σταθερή απόφασή τους να περιφρουρούν και να προστατεύουν αμοιβαίως την ασφάλεια, την κυριαρχία, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα των αντίστοιχων χωρών τους κατά ενεργειών, οι οποίες απειλούν την ειρήνη, περιλαμβανομένης της ένοπλης επίθεσης ή της απειλής επίθεσης και επιβεβαιώνουν την απόφασή τους να αντιταχθούν ενεργά και ανεπιφύλακτα σε κάθε τέτοια απόπειρα ή ενέργεια και τη δέσμευσή τους να καταβάλλουν τις κατάλληλες μείζονες προσπάθειες για να αποτρέψουν τέτοια πορεία δράσης.
Η Ελλάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες επιβεβαιώνουν την αφοσίωσή τους στην αρχή ότι οι διεθνείς διαφορές θα επιλύονται με ειρηνικά μέσα και τη συνεχή σταθερή απόφασή τους να συμβάλλουν ενεργά στην ταχεία και δίκαιη επίλυση των υφισταμένων στην περιοχή διεθνών διαφορών, που ενδιαφέρουν ειδικότερα εκάτερο από τα Συμβαλλόμενα μέρη στη Συμφωνία αυτή, με ειρηνικά μέσα, τα οποία είναι σύμφωνα με τους σκοπούς και τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Η Ελλάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες βεβαιώνουν ότι η Συμφωνία αυτή είναι σύμφωνη προς τα αντίστοιχα Συντάγματα ή άλλους νόμους τους, προς τα κοινά αμυντικά συμφέροντα και υποχρεώσεις τους, προς τα αντίστοιχα εθνικά συμφέροντα και κυριαρχικά δικαιώματα τους και ότι επιπλέον τίποτε στη Συμφωνία αυτή δεν αποσκοπεί να βλάψει τις σχέσεις εκατέρου των Συμβαλλομένων Μερών με οποιαδήποτε τρίτη χώρα».
«1. Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας επιτρέπει στην Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών να διατηρεί και να λειτουργεί στην Ελλάδα στρατιωτικές και βοηθητικές Ευκολίες καθώς και μη συνορεύουσες βοηθητικές Ευκολίες (εφεξής αναφερόμενες όλες ως "οι Ευκολίες"), καθώς και να διεξάγει στις Ευκολίες αυτές αποστολές και δραστηριότητες για σκοπούς άμυνας και υποστήριξης, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συμφωνίας αυτής»
3. Οποιαδήποτε επέκταση, αλλαγή, εκσυγχρονισμός ή αντικατάσταση του κύριου εξοπλισμού, του οπλισμού και των πυρομαχικών, ή των Ευκολιών, που θα μεταβάλλει τη διαμόρφωση (αποτύπωμα) ή τις επιχειρησιακές ικανότητες των Ευκολιών αυτών, θα υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση τnς Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος της Συμφωνίας αυτής».
«1. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος δύναται να ζητήσει επίσημες διαβουλεύσεις, εφ' όσον μια διαφορά, η οποία θα έχει προκύψει σχετικά με την ερμηνεία, εφαρμογή ή συμμόρφωση εκατέρου των Μερών προς τις διατάξεις της Συμφωνίας αυτής ή του Παραρτήματος της, δεν επιλυθεί με τα μέσα που ορίζουν τα άρθρα V και VI.
2. Οι διαβουλεύσεις θα αρχίζουν αμέσως. Μετά την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων αυτών τα Μέρη δύνανται, με αμοιβαία έγγραφη συμφωνία, να τροποποιήσουν οποιαδήποτε διάταξη της Συμφωνίας αυτής ή του Παραρτήματος της. Εφ' όσον τα Μέρη δε δυνηθούν να επιλύσουν τις διαφορές τους μετά περίοδο 12 μηνών, κάθε Μέρος δύναται να τερματίσει τη Συμφωνία και το Παράρτημά της μετά έξι μήνες από την ημερομηνία έγγραφης προειδοποίησης περί τερματισμού στο έτερο Μέρος».
«1. Καμία διάταξη της Συμφωνίας αυτής δεν αίρει το εγγενές δικαίωμα της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, να λαμβάνει αμέσως όλα τα κατάλληλα περιοριστικά μέτρα που απαιτούνται για τη διασφάλιση ζωτικών συμφερόντων της εθνικής ασφάλειας της, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
2. Στην περίπτωση που, κατά την άποψη της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας, υπάρχει μία τέτοια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, οι αρμόδιες Αρχές της Ελλάδος και των Ηνωμένων Πολιτειών θα έρθουν αμέσως σε επικοινωνία σχετικά με τα μέτρα αυτά. Η επικοινωνία αυτή δε θα αίρει το δικαίωμα που αναφέρεται στην παρ. 1».