Μ. Ζαβιτζιάνος,«Στην ταβέρνα» |
H χαρακτική είναι μια τέχνη με ενδιαφέρουσα και πολύπλοκη «κουζίνα». Ξεκινώντας από τη χάραξη ή το σχεδιασμό της επιφάνειας-μήτρας ανάλογα με την τεχνική (οξυγραφία, μεταλλογραφία, ξυλογραφία, λιθογραφία), το χαρακτικό ακολουθεί ένα γοητευτικό ταξίδι μέχρι την εκτύπωσή του στο κατάλληλο για κάθε περίπτωση χαρτί. Η ελληνική χαρακτική κάνει την εμφάνισή της στις θρησκευτικές εικόνες (μονόφυλλα προσκυνητάρια, 18ος αιώνας), ενώ τα νησιά του Ιονίου είναι η περιοχή της Ελλάδας όπου συναντούμε τα πρώτα δείγματα κοσμικής χαρακτικής.
Α. Κορογιαννάκης,«Δημοτικά έργα» |
Σε μια χώρα, λοιπόν, όπου η λέξη χαρακτική σήμαινε κυρίως «εικονογράφηση εντύπων», η εμφάνιση έργων χαρακτικής ήταν πρωτοφανές γεγονός. Η αρχή γίνεται μόλις το 1909, με τις πρώτες οξυγραφίες που τις χάραξε ο Λ. Κογεβίνας. Από την Κέρκυρα η καταγωγή του Λ. Κογεβίνα, Κερκυραίος και ο Μ. Ζαβιτζιάνος, μέλη και οι δύο της προοδευτικής λογοτεχνικής ομάδας «Συντροφιά των εννιά», που δραστηριοποιήθηκε από το 1914 ως το 1918. Στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, ο Λ. Κογεβίνας δημιουργεί στο Παρίσι χαρακτικά για τρία λευκώματα που αποτυπώνουν το πρόσωπο της Ελλάδας.
Στην ίδια πόλη, ο Δ. Γαλάνης αποκαλύπτει τις πολλαπλές του ικανότητες. «Τα χαρακτικά και οι εικονογραφήσεις του», σημειώνεται στον κατάλογο, «εντάσσονται στο πλαίσιο μιας σχετικά συντηρητικής γραφής που παραπέμπει περισσότερο στη γαλλική χαρακτική των μέσων του 19ου αιώνα.... Η απήχηση που είχε το έργο του στην Ελλάδα ήταν τεράστια. Η πρώτη του έκθεση στην Αθήνα το 1928 ήταν ουσιαστικά η πρώτη γνωριμία του κοινού με την έντεχνη χαρακτική και αφορμή για την ανεξαρτητοποίησή της από τις δεσμεύσεις της ζωγραφικής. Τα έργα του Γαλάνη έγιναν πηγές αναφοράς για τα επόμενα είκοσι τουλάχιστον χρόνια... Οι πρώτοι δόκιμοι καλλιτέχνες έχουν εμφανιστεί την προηγούμενη δεκαετία (1920-1930) και ασχολούνται αποκλειστικά με τη χαρακτική. Αργότερα ονομάστηκαν "δάσκαλοι" χωρίς να έχουν διδάξει ποτέ επαγγελματικά, ούτε να έχουν δημιουργήσει σχολή...».
Γ. Κεφαλληνός, «Η λίμνη με τις ιτιές» |
Η θεματογραφία τους κινείται σε τρεις κυρίως άξονες: την τοπιογραφία (Θεοδωρόπουλος, Βεντούρας), τη νεκρή φύση (Παπαδημητρίου, Γιαννουκάκης, Κορογιαννάκης) και τα ηθογραφικά θέματα (Πασχάλη, Αλεξανδρίδου, Κορογιαννάκης). Εξαίρεση αποτελεί ο Γιώργος Οικονομίδης, ο μόνος Ελληνας χαράκτης που παρακολούθησε και εντάχθηκε δημιουργικά στον γερμανικό εξπρεσιονισμό στη Δρέσδη, όπου έζησε από το 1908 έως το 1925. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, το ύφος του διαφοροποιείται.
Αν ο Δ. Γαλάνης είναι ο χαράκτης που έκανε πραγματικότητα τη χαρακτική στην Ελλάδα, ο Γιάννης Κεφαλληνός είναι ο καλλιτέχνης που δημιούργησε την πρώτη γενιά Ελλήνων χαρακτών. Απόλυτος δάσκαλος, ακούραστος, μεταδοτικός, πολύπλοκος, είναι αυτός που καθόρισε την ελληνική φυσιογνωμία της χαρακτικής. Ο Γ. Κεφαλληνός δεν επηρέασε, διαμόρφωσε τους σπουδαστές που τον παρακολούθησαν από το 1933 ως το 1957. Οι: Α. Τάσσος, Βάσω Κατράκη, Χρίστος Δαγκλής, Κώστας Γραμματόπουλος, Γιώργος Μόσχος, Τηλέμαχος Κάνθος, Γιάννης Μόραλης, Γιώργος Βελισσαρίδης, Λέλα Πασχάλη, Λουίζα Μοντεσάντου, Γιώργης Βαρλάμος, Λάμπρος Ορφανός, Ελένη Κωνσταντινίδη ήταν μερικοί από αυτούς, στους οποίους φρόντισε να μεταβιβάσει τη σκέψη, το όραμα και το πείσμα του, αφήνοντάς τους να ανταποκριθούν μόνοι τους στις προκλήσεις και να διαμορφώσουν την προσωπικότητά τους. Το πέρασμά του υπήρξε σταθμός στην ιστορία της σχολής. Με σημαντική ευρωπαϊκή παιδεία, εφοδίασε με άρτια τεχνική και θεωρητική κατάρτιση τους μαθητές του. Παράλληλα, στο εργαστήρι του έπνεε αέρας δημοκρατικής ελευθερίας. Στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, το εργαστήριό του και οι μαθητές του φιλοτέχνησαν, δωρεάν, αφίσες για τον αγώνα ενάντια στους Ιταλούς. Η συμβολή του εργαστηρίου του στάθηκε πατριωτική και στα χρόνια της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης. Εκεί, με την καθοδήγηση του Κεφαλληνού, τυπώθηκαν πολλά αντιστασιακά έργα του αγώνα.
Ο Γ. Κεφαλληνός, με μοναδική ικανότητα στη χάραξη του δύσκολου στην επεξεργασία του όρθιου ξύλου, είναι ο δημιουργός μερικών μοναδικών για την ελληνική τέχνη λευκωμάτων, των οποίων το επίπεδο παραμένει μέχρι σήμερα αξεπέραστο. Πρόκειται για τα λευκώματα «Ελληνικοί χοροί» (1940), «Παγώνι» (1943, σε συνεργασία με τους σπουδαστές του Δαγκλή, Μοντεσάντου), «Δέκα λευκαί λήκυθοι του Μουσείου Αθηνών» (σε συνεργασία με τους: Βαρλάμο, Μοντεσάντου, Δαμιανάκη).
Τα μεταπολεμικά χρόνια, καθώς η χαρακτική αποκτά διεθνή χαρακτήρα, οι τάσεις διαφοροποιούνται, απελευθερώνονται και γίνονται πολυδιάστατες. Την πρώτη δεκαετία διατηρείται ένας ελληνοκεντρικός χαρακτήρας στις θεματικές επιλογές. Η απεικόνιση του ελληνικού τοπίου και η χρήση του χρώματος είναι δύο στοιχεία που χαρακτηρίζουν την περίοδο 1950 - 1960. «Αργότερα, επιφυλακτικά στην αρχή, με μεγαλύτερη ευκολία στη συνέχεια, οι σύγχρονες ευρωπαϊκές τάσεις βρίσκουν αποδέκτες και στην Ελλάδα. Τις περισσότερες φορές οι νεότεροι καλλιτέχνες καταφέρνουν να αφομοιώσουν και άλλοτε μεταγράφουν τις επιρροές αυτές με τρόπο ακατάλληλο. Οι πολλαπλές τεχνικές, η προσθήκη επιπλέον υλικών πάνω στο τυπωμένο χαρτί, οι επιζωγραφίσεις, τα μοναδικά τυπώματα και αργότερα η χρήση των υπολογιστών, έχουν φέρει στο πεδίο της χαρακτικής αμέτρητα νέα στοιχεία».
Η έκθεση «Ελληνες χαράκτες στον 20ό αιώνα» θα διαρκέσει έως τις 18 του Μάη και αργότερα θα παρουσιαστεί στα πολιτιστικά κέντρα του ΜΙΕΤ στη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα.