Τα αντίμετρα, όμως, αυτά δεν αφορούν μόνο στον κλασικό τομέα των μέσων καταστολής του αστικού κράτους, τα οποία και απροκάλυπτα είναι, και εκθέτουν τη δημοκρατικοφάνεια της αστικής δημοκρατίας.
Αφορούν, κυρίως, στα μέσα χειραγώγησης που διαθέτει, αφορούν στα μέσα αποπροσανατολισμού που χρησιμοποιεί, αφορούν στη χρήση της δοκιμασμένης σε όλους τους πολέμους, ταξικούς ή μη, της πέμπτης φάλαγγας, μέσα στο λαϊκό κίνημα. Σε τελική ανάλυση, αφορούν στην από τα μέσα διάβρωση του κινήματος, ώστε να εκπαραθυρωθούν οι ταξικές δυνάμεις από μόνες τους ως μειοψηφία της μειοψηφίας, χωρίς οι αστοί να βάψουν τα χέρια τους με αίμα.
Η προσπάθειά τους αυτή έχει αντικειμενική βάση, η οποία συνίσταται στις χρόνιες αδυναμίες του κινήματος, οι οποίες άρχισαν να συσσωρεύονται από το τέλος της δεκαετίας του '80 - δεκαετίας άνθησης των σοσιαλδημοκρατικών αυταπατών στην Ελλάδα και της συνολικής στροφής της προς τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση του καπιταλισμού - οξύνθηκαν μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού και της ΕΣΣΔ και πήραν τη μορφή της χιονοστιβάδας στη δεκαετία του '90, με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, την απογοήτευση των λαών και την κατίσχυση της νέας ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων.
Παράλληλα με τα παραπάνω, είναι η κυριαρχία μικροαστικών αντιλήψεων, που καλλιεργούνται από τα μέσα αποπροσανατολισμού, η κυριαρχία του ατομισμού και του βολέματος, η άποψη του μονήρους δρόμου επίλυσης των προβλημάτων.
Είναι ο κυβερνητικός και, κατ' επέκταση, εργοδοτικός συνδικαλισμός, που έχει το πάνω χέρι στο κίνημα, τα κεντροαριστερά αναχώματα που στρεβλώνουν και εμποδίζουν τη ριζοσπαστικοποίηση του λαού, εξομαλύνοντας τους ταξικούς τριγμούς. Είναι η ωμή βία του ιμπεριαλισμού, που συμπιέζει και την ελάχιστη θέληση αντίστασης. Είναι η αποφορά μιας απέραντης υπαρξιστικής μοναξιάς που θυμίζει την «Ερημη Χώρα» του Ελιοτ και η οποία, όχι τυχαία και εξωκοσμικά, δεσπόζει ιδεολογικά στη φιλοσοφία, στην τέχνη, στον πολιτισμό, αποθεώνοντας τη διασπασμένη ύπαρξη σε βάρος της συλλογικής δράσης των λαών και των κοινωνιών, γενεσιουργού αιτίας της ανθρώπινης ιστορίας.
Παρακολουθώντας κάποιος τις αναλύσεις των αστών χειραγωγών των μέσων επικοινωνίας ή και των, εκουσίως ή ακουσίως, συνοδοιπορούντων μ' αυτούς, βλέπει ότι μπροστά στο ογκούμενο φιλειρηνικό κίνημα η επίθεσή τους εστιάζεται κυρίως στο να θέσουν το ΚΚΕ και τις άλλες δυνάμεις, που συμπαρατάσσονται μαζί του, στο περιθώριο.
Αντιλαμβάνονται ότι οι κομμουνιστές δεν έχουν μόνον την ικανότητα πρόβλεψης της γενικής τάσης της κρίσης του καπιταλισμού, αλλά βρίσκονται ταυτόχρονα και στην πρώτη γραμμή για την ανατροπή αυτής της κατάστασης. Ετσι, γνωρίζοντας τη δυνατότητα που έχει το κίνημα ειρήνης ως προς τη συσπείρωση των μαζών σ' αυτό, την ίδια ακριβώς στιγμή καταδεικνύουν και την ταξική προέλευση του προβλήματος, ώστε η αιχμή του κινήματος να βρίσκει ως στόχο το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, την επιθετικότητά του και την πολεμοχαρή φύση του, που αυγατίζει τα κέρδη του.
Κι εδώ είναι ένα κομβικό σημείο, που πρέπει να προσεχτεί, με δεδομένη τη θολούρα που με τέχνη καλλιεργεί το σύστημα λόγω και των αντικειμενικών αιτίων που περιγράψαμε, ώστε να διεισδύσει η πολιτική του Κόμματος στο λαό και να γίνει κατανοητό ότι η καταγγελία από το ΚΚΕ και τις ταξικές δυνάμεις, τόσο του ιμπεριαλιστικού πολέμου, όσο και της ιμπεριαλιστικής «ειρήνης» δε γίνεται για λόγους μικροκομματικών σκοπιμοτήτων ή μικροπολιτικής. Γίνεται για λόγους συνέπειας και διαλεκτικής σύνδεσης της θεωρίας με την πράξη, η οποία είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για να οδηγήσει σε σωστό αποτέλεσμα, αλλά και να αποκαλύψει τις φενακισμένες πλευρές της πραγματικότητας.
Δεν έχουμε το δικαίωμα, από τη μια, να λέμε «Οχι στον πόλεμο» και, από την άλλη, να καλούμε τον κόσμο που αντιδρά, που βγαίνει στο δρόμο, που σκιρτά στο άκουσμα της ειρήνης, ότι για χάρη της ενότητας του κινήματος θα πάμε μαζί με τον κύριο Λαλιώτη, με τον κύριο Λυκουρέζο ή με τον κύριο Κωνσταντόπουλο να φωνάξουμε αυτό το «Οχι» κι, από την άλλη, όλοι αυτοί να συντάσσονται με τα γεράκια του πολέμου, υπερατλαντικά ή ευρωπαϊκά.
Ωστόσο, το φιλειρηνικό κίνημα, που συνεγείρει όχι μόνον τους κομμουνιστές, αλλά πληθώρα κόσμου, για να είναι αποτελεσματικό, πρέπει να βρίσκει το κέντρο. Τα κινήματα ειρήνης, άσχετα από τις διαφορετικές προσεγγίσεις που κάνουν στο πρόβλημα, δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνονται διαπραγματευτικά ατού στη σκακιέρα των ιμπεριαλιστών της Αμερικής και της Ευρώπης ή άσοι στο μανίκι τους, στο παιχνίδι των μεταξύ τους αντιθέσεων για το ποιος θα αρπάξει τη μεγαλύτερη λεία, είτε αυτό το παιχνίδι αφορά στον αμερικανοΝΑΤΟικό άξονα με τα πετρέλαια του Περσικού, είτε στο γαλλογερμανικό με τα πετρέλαια της Μοσούλης και του Περσικού. Γιατί τότε πραγματικά διασπάται το φιλειρηνικό κίνημα, τότε ηττάται και μια ήττα σ' αυτές τις στιγμές θα ήταν ολέθρια.
Είναι ξεκάθαρη η συνέπεια λόγων και έργων των ιμπεριαλιστών και των φερεφώνων τους. Τελευταίο δείγμα, η απόφαση της Συνόδου των «15» της ΕΕ, την οποία συντόνισε ο κ. Σημίτης και η οποία απόφαση, πέρα από τα παχιά λόγια, δεν μπόρεσε να κρύψει την ιμπεριαλιστική εντολή - απειλή προς το Ιράκ, αλλά και όλους τους λαούς «ή συμμορφώνεστε με τις υποδείξεις μας για τον έλεγχο των πετρελαίων της περιοχής ή η τελική λύση είναι ο πόλεμος, γιατί εμείς αποφασίζουμε για σας». Γι' αυτό, άλλωστε, αυτή η «φιλειρηνική» απόφαση των «15» εισέπραξε και την επιδοκιμασία του Μπους. Τώρα πώς μια απόφαση τέτοιας «ειρηνικής» υφής χαιρετίζεται από τον πρώτο τη τάξει πολεμοκάπηλο ηγέτη είναι κάτι, που μόνον κεντροαριστεροί, κεντροδεξιοί και ευρωλάγνοι ηγέτες μπορούν να εξηγήσουν.
Και όμως, παρ' όλα αυτά, είτε καλοπροαίρετα είτε χαιρέκακα και κακοπροαίρετα, βλέπε δηλώσεις Κωνσταντόπουλου για τον πόθο των κομμουνιστών να βρεθούν στη συγκέντρωση του Συντάγματος, το ζήτημα ανακυκλώνεται ξανά και ξανά. «Πρέπει να τα βρείτε! Να πάτε σε μία συγκέντρωση κι εκεί να πείτε τα δικά σας να σας ακούσουν όλοι».
Οταν θα ξεκινήσει - αν δεν αποτραπεί - τελικά ο πόλεμος, αυτό το κίνημα να φυλλορροήσει, να απογοητευτεί, να απομαζικοποιηθεί, γιατί πίστεψε ότι μπορεί να αποτρέψει τον πόλεμο μαζί μ' αυτούς που τον γεννούν, ή, εν πάση περιπτώσει, υπηρετούν τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που τον γεννούν. Η ήττα, ως προς το σκοπό της αποτροπής του πολέμου, θα βιωθεί μεταφυσικά, ως αποτέλεσμα της παντοδυναμίας των δυνάμεων του κακού - ΗΠΑ - και όχι ως αποτέλεσμα του παγκόσμιου συσχετισμού των ταξικών δυνάμεων και του διεθνούς κινήματος, αλλά και των ιστορικών συγκυριών που διανύουμε. Σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης θα έχουμε έναν ετεροκαθορισμό στη βάση του εκάστοτε ισχυρού πόλου του ιμπεριαλισμού, με άλλα λόγια, η ήττα θα είναι πια μέσα μας.
Στην αντίθετη περίπτωση, που το φιλειρηνικό κίνημα βρίσκει τον ταξικό του προσανατολισμό - γεγονός που δεν αποκλείει κανέναν άνθρωπο καλής θέλησης - τότε είναι στραμμένο στις αιτίες που γεννούν τον πόλεμο και το ενδεχόμενο να χαθεί μια μάχη - αν χαθεί - δεν προσμετράται μοιραία, αλλά ως αφετηρία για νέους αγώνες, που θα έχουν μεγαλύτερο πείσμα, μια και γίνεται κατανοητό ότι ο αντίπαλος, ως εκπρόσωπος της ιστορικής βαρβαρότητας, έχει μεν τεράστιες δυνατότητες, αλλά, εκ της θέσης του στο ιστορικό γίγνεσθαι, δεν είναι αήττητος.
Κι εδώ πρέπει να πούμε ότι ο ταξικός αντίπαλος αυτήν την «αρχαία σκουριά» μέσα στο κίνημα τη γνωρίζει. Γι' αυτό και τα σφυριά του χτυπάνε σ' αυτήν την κατεύθυνση της δικής του «ενότητας» στο κίνημα που θα χειραγωγείται και, σε τελική ανάλυση, θα αυτοκτονεί, παραμένοντας αναποτελεσματικό και αφερέγγυο.
Κλείνοντας λοιπόν, εγείρεται για τους κομμουνιστές άλλη μια βασική υποχρέωση: Να μη χαρίσουμε αυτόν τον κόσμο στις ηγεσίες των ριψάσπιδων, των ηττημένων και των συνεργατών των ιμπεριαλιστών. Να βρίσκουμε τον τρόπο και την τέχνη να τον συναντάμε κι ας προσπαθούν με όλα τα μέσα να τον αποστειρώσουν. Με αυτόν τον κόσμο θα βαδίσουμε και μαζί του πρέπει να βιώσουμε - για να θυμηθούμε τον Τσε - ότι ρεαλισμός είναι να επιδιώκουμε το αδύνατο.