Ο Ρόναν Μπένετ γεννήθηκε το 1956 στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας από πατέρα Προτεστάντη και μητέρα Καθολική. Σπούδασε Ιστορία και είναι διδάκτωρ του King's College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Σε ηλικία 18 ετών κατηγορήθηκε για δολοφονία αστυνομικού και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Εμεινε ένα χρόνο φυλακή μέχρι την αθώωσή του από το Εφετείο. Στη συνέχεια κατηγορήθηκε για σύσταση και συμμορία και προφυλακίστηκε για μισό χρόνο μέχρι να απαλλαγεί οριστικά με βούλευμα. Οι εμπειρίες του αυτές αποτέλεσαν πολύτιμο υλικό για τα μυθιστορήματα, τα σενάρια -είναι και σεναριογράφος-, αλλά και για τις μελέτες του.
Εκείνη την ίδια ώρα οι γυναίκες τους ασχολούνται με το παρόν ενώ «ρίχνουν» πολλά ανήσυχα βλέμματα στο μέλλον. Διότι από τη φύση τους πιο γήινες είναι, πιο σύνθετες, πιο προσαρμοστικές. Ανθεκτικές είναι. Αν περπατήσει κανείς στα πάρκα και παρατηρήσει προσεκτικά τους μοναχικούς ηλικιωμένους, αμέσως θα καταλάβει τη δυσκολία που έχουν για να πιάσουν κουβέντα με τον άγνωστο που κάθεται πλάι τους στο ίδιο παγκάκι. Κάθε απόγευμα σχεδόν. Ομως εκείνοι παραμένουν ακίνητοι, σχεδόν σιωπηλοί, μελαγχολικοί, κάπως ντροπαλοί θα λέγαμε. Ενώ, στο απέναντι ακριβώς παγκάκι μια μοναχική ηλικιωμένη γυναίκα μονάχα ελάχιστα λεπτά της ώρας θα μείνει μόνη.
Οχι βέβαια, δε θα κάτσει με τα χέρια σταυρωμένα να κοιτάει με άδειο βλέμμα το πουθενά, να μηρυκάζει το παρελθόν, να ανακαλεί οδυνηρές αναμνήσεις, να νοσταλγεί ανεπανάληπτες στιγμές και σαν φθινοπωρινό φύλλο να τρέμει για το μέλλον, που έτσι κι αλλιώς να το αποφύγει δεν μπορεί. Θα κάνει αντιπερισπασμό. θα στρέψει τη σκέψη της στο παρόν. Το παρόν, που αλίμονο σε λίγο παρελθόν θα γίνει κι αυτό. Θα πιάσει αμέσως κουβέντα. Με ποιον; Με οποιονδήποτε. Με την κυρία που περνάει ή που κάθεται δίπλα της, με το ζωηρό παιδάκι της νεαρής μητέρας που παίζει και κάνει ενοχλητικό θόρυβο, αλλά εκείνη δεν την πειράζει. Εχουν συνηθίσει τα αυτιά της σε παιδικές φωνούλες. Μα το σπουδαιότερο είναι πώς θα αναγκάσει εκείνον το μελαγχολικό «μουγκό» κύριο που κάθεται σαν άγαλμα απέναντί της, και θα του αποσπάσει μια λέξη. Θα απευθυνθεί στο γατάκι, στο σκυλάκι, αλλά και στο δέντρο ακόμα. Γιατί τα λέμε όλα αυτά; Γιατί έτσι. Γιατί είναι Κυριακή σήμερα και μπορούμε άνετα να κάνουμε τις παρατηρήσεις μας, να συζητήσουμε τις διαπιστώσεις μας, να εκφράσουμε τις απόψεις μας. Εάν διαφωνείτε να μας το πείτε. Μα πριν συμφωνήσετε ή διαφωνήσετε, κάντε μια βόλτα στο πάρκο και θα το διαπιστώσετε ιδίοις όμμασι. Οι γυναίκες είναι πιο αισιόδοξες, είναι πιο προσαρμοστικές. Θα τελειώναμε εδώ, αν ξαφνικά δε μας ερχόταν στο νου η ρήση του Οσκαρ Ουάιλντ: «Αισιόδοξος μπορεί να είναι μονάχα ο απληροφόρητος». Είναι τάχα έτσι;
Η αλήθεια είναι πως το ταξίδι, καθώς και άλλα πολλά που θα ακολουθήσουν, μάς το «πρότειναν και μας το ...υπέδειξαν» οι εξαιρετικές φωτογραφίες του Αντώνη Μπάστα. Ο πρώην εκδότης είχε ένα κρυφό πάθος, ένα χόμπι όπως συνηθίζουμε να λέμε ...ελληνιστί: Ηταν ερασιτέχνης φωτογράφος. Ετσι, όταν κουράστηκε από τις καθημερινές υποχρεώσεις του, όταν αναγκάστηκε να ξεκόψει από τις εκδοτικές του δραστηριότητες, ελευθερώθηκε και διέγραψε το παρελθόν. Πήρε μια βαθιά ανάσα, εφοδιάστηκε με μια καλή φωτογραφική μηχανή, και ξεκίνησε μια νέα ζωή. Ταξίδεψε στα ελληνικά νησιά, αλλά και στην ενδοχώρα, απαθανατίζοντας με το φακό του τη δική του Ελλάδα από τη δική του οπτική γωνιά. Ομορφη γωνιά, στα αλήθεια είναι. Μαζί του θα κάνουμε και άλλα ταξίδια μιας και ένας φίλος, γνωστός για την καλαισθησία του και τη γενναιοδωρία του, μας χάρισε σε μια χάρτινη κασετίνα τις φωτογραφίες του Αντώνη Μπάστα. Δώρο ανεκτίμητο είναι. Και ο φίλος το ίδιο. Προχωρούμε.
Ριζότο με ντοματάκια τσέρι
Χωρίς πολλά πολλά, ρίχνουμε σε μια κατσαρόλα λίγο φρέσκο βούτυρο μαζί δυο κρεμμύδια λιωμένα στο μίξερ και τα σοτάρουμε για δυο λεπτά. Επειτα ρίχνουμε 20 ώριμα ντοματάκια τσέρι και τα ανακατεύουμε μέχρι να ζαρώσει ο φλοιός τους. Προσθέτουμε το ρύζι, ανακατεύουμε και σβήνουμε με ενάμιση νεροπότηρο λευκό κρασί. Αφού έχουμε ήδη διαλύσει κύβους λαχανικών σε τρία νεροπότηρα τα ρίχνουμε και ανακατεύουμε συνεχώς. Επίσης ρίχνουμε δυο κουταλιές πελτέ ντομάτα και ένα ποτήρι ρύζι arborio. Προσθέτουμε αλάτι και φρέσκο πιπέρι. Οταν το ριζότο ετοιμαστεί, το σερβίρουμε κατευθείαν στα πιάτα. Και τότε... τι άλλο; Καλή όρεξη!