Μέσα σ' ένα γαλάζιο βουνό ένας νεαρός σύντροφος περιμένει τη νύχτα, που έρχεται πετώντας. Πλάι του υπάρχει ένα χειρόγραφο που μιλάει για την καλή τύχη του κόσμου. Οσες φορές το κοιτάζει, η τύχη του κόσμου πολλαπλασιάζεται.
2.
Εδώ τα λουλούδια γεννιούνται ακαριαία, όλα αρχίζουν και τελειώνουν μπροστά τους. Μόνο αυτά ακούν οι νεκροί στις ατέλειωτες ώρες τους και τους συντροφεύουν. Ενα γυάλινο βάζο με χρυσάνθεμα είναι από μόνο του ένας κόσμος που δεν έχει ανάγκη από πολίτες.
3.
Στην ιστορία της ιατρικής διαβάζεις αναλυτικά για όλες τις επιδημίες. Τη χειρότερη όμως επιδημία, αυτήν της ηλιθιότητας, δεν τη συναντάς πουθενά στα βιβλία. Σα να έχουν συνωμοτήσει όλοι οι επιστήμονες να μην ψάξουν για τη γιατρειά της, για να την αφήσουν να ζει ανάμεσά μας για πάντα. Σαν μια κατάρα που δεν πρέπει να σβήσει.
4.
Ενα ποίημα ψιθυρίζει στον ποιητή του: Δεν έχεις παρά να θυμάσαι έναν εκτυφλωτικό ήλιο που εξερράγη στον ουρανό κάτω από μια σειρά νεκρά άστρα. Να θυμάσαι, αγαπημένε μου Μπέρτολντ, όταν έγραφες ότι «ο Ομηρος δεν είχε σπίτι / κι ο Δάντης αναγκάστηκε να το παρατήσει. / Ο Λι Πο και ο Του Φου παράδερναν μέσα σ' εμφύλιους πολέμους / που έφαγαν τριάντα εκατομμύρια ανθρώπους. / Με δίκες απειλούσαν τον Ευριπίδη / και του Σαίξπηρ έφραζαν το στόμα σαν ψυχομαχούσε. / Τον Φρανσουά Βιγιόν δεν επισκέπτονταν μονάχα η μούσα / μα και η αστυνομία. / Ο Λουκρήτιος που τον έλεγαν / "ο αγαπημένος" πήγε στην εξορία. / Ετσι κι ο Χάινε. έτσι κατάφυγε / κι ο Μπρεχτ κάτω απ' των Δανών την αχυρένια στέγη».
5.
Ποιος θυμάται τον Θεοφάνη τον Ελληνα; Κι όμως, δίχως να το ξέρουμε, όλοι μας ζούμε μέσα στις τοιχογραφίες του. Ζούμε κάτω από τον τρούλο του Ναού της Μεταμορφώσεως του Νόβγκοροντ. Βρισκόμαστε μπροστά σ' έναν τρελό προφήτη, που θεωρεί πως εμείς είμαστε άγιοι και μας ακολουθεί.
6.
Δήλωση του Νόμου 105: «Η γλώσσα μου είναι η επανάσταση. Αλλες γλώσσες δε γνωρίζω».
7.
Παρ' όλ' αυτά, μέσα στην ακίνητη πραγματικότητα βιαστικός περνάει, όπως πάντα, ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι και μας παρασύρει: «Πάνω από τα κεφάλια ποιητών και κυβερνήσεων θα φτάσει ο στίχος μου - μα όχι σαϊτούλα σε κυνήγια μ' ερωτιδείς και άρπες, ούτε σαν φαγωμένο τάλιρο στα χέρια σαράφη κι ούτε ακόμα σαν το φως των πεθαμένων αστεριών. Θα φτάσει ο στίχος μου με τον ιδρώτα του προσώπου του, των χρόνων αναμερίζοντας τους σωρούς και θα προβάλει ολόσωμος, τραχύς και ολοφάνερος όπως έφτασαν ως τις μέρες μας της Ρώμης τα υδραγωγεία, δουλειές των δούλων. Κι όταν καμιά φορά σας τύχουνε σειρές γραμμένες σε φύλλα σιδερένια μέσα στους τύμβους των βιβλίων με τους θαμμένους στίχους, πάρτε τα, ψηλαφίστε τα με σεβασμό, όπλο σα να 'ναι παλιό, μα φοβερό. Εγώ τους στίχους δεν τους είχα αυτιά να κανακεύω...».
8.
Επιτέλους, μετά από καιρό έφτασε στα χέρια μου το γράμμα του ποιητή Μπορέλ που τόσο περίμενα και που μιλάει για τους πλούσιους: «Δεν πιστεύω πως μπορεί κανείς να πλουτίσει, εκτός κι αν είναι σκληρόκαρδος. Ενας ευαίσθητος άνθρωπος ποτέ του δεν αποταμιεύει. Για να πλουτίσεις, θα πρέπει να έχεις μία και μόνη ιδέα, αμετάβλητη και διαρκή: τον πόθο να σχηματίσεις έναν μεγάλο σωρό χρυσού. Και για να καταφέρεις ν' αυξήσεις αυτόν το σωρό, πρέπει να είσαι τοκογλύφος, αισχροκερδής, εκβιαστής, αμείλικτος και δολοφόνος. Να κακομεταχειρίζεσαι προπάντων τους αδύναμους και τους μικρούς. Ο μεγαλέμπορος ληστεύει τον έμπορο. Ο έμπορος ληστεύει τον λιανοπωλητή. Ο λιανοπωλητής ληστεύει τον μικροβιοτέχνη. Ο μικροβιοτέχνης ληστεύει τον εργάτη και ο εργάτης πεθαίνει της πείνας. Δεν είναι οι χειρώνακτες που ανέρχονται κοινωνικά, είναι οι εκμεταλλευτές των ανθρώπων».
Στην έκθεση έχουν συγκεντρωθεί, τόσο από το Ιδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, όσο και από ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, περισσότερα από 200 έργα της Λίλα Ντε Νόμπιλι, δείγματα της δουλιάς της στο θέατρο, στην όπερα και τον κινηματογράφο (μακέτες σκηνικών, σπουδές κοστουμιών κ.ά.), καθώς και της ζωγραφικής της δεξιοτεχνίας (εικονογραφήσεις βιβλίων, εντυπώσεις από την Ιταλία κ.ά.). Παράλληλα, παρουσιάζονται γύρω στα 40 έργα του Γιάννη Τσαρούχη, τα οποία αναδεικνύουν την καλλιτεχνική συγγένεια και τους κοινούς προβληματισμούς των δύο δημιουργών.
Η Λίλα Ντε Νόμπιλι (3/9/1916 - 19/2/2002) γεννήθηκε στο Λουγκάνο από πατέρα Ιταλό και μητέρα ουγγρικής καταγωγής. Σπούδασε στη Ρώμη και το Παρίσι και από το 1947 αφιερώθηκε στις παραστατικές τέχνες (θέατρο, όπερα, χορός, κινηματογράφος κ.ά.), σχεδιάζοντας σκηνικά και κοστούμια, που έφεραν την προσωπική της σφραγίδα και ενέπνεαν μια ξεχωριστή, ποιητική μαγεία. Καμιά φωτογραφία δεν μπορεί να μεταφέρει τη χημεία που συντελείτο πάνω στη σκηνή, καλύτερα από τη μαρτυρία του αρχιμουσικού Carlo Maria Giulini, ο οποίος τον Μάη του 1955 διηύθυνε στη Σκάλα του Μιλάνου την «Τραβιάτα» με τη Μαρία Κάλλας, σε σκηνοθεσία του Λ. Βισκόντι: «Οταν άνοιξε η αυλαία, ένιωσα συγκλονισμένος από την ομορφιά που απλωνόταν μπροστά στα μάτια μου. Το πιο εκπληκτικό, το πιο υπέροχο σκηνικό που αντίκρισα ποτέ. Κάθε λεπτομέρειά του μ' έκανε να αισθάνομαι ότι εισχωρούσα μ' όλες μου τις αισθήσεις σ' έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο απίστευτα ζωντανό. Η ψευδαίσθηση της τέχνης διαλυόταν. Είχα την ίδια αίσθηση κάθε φορά που διηύθυνα το έργο, περισσότερες από είκοσι φορές στις δύο σεζόν».
Μετά το 1973 η Λίλα Ντε Νόμπιλι εγκατέλειψε για πάντα τη σκηνογραφία, για να επιστρέψει στη ζωγραφική. Επέλεξε, μέσα σε ένα περιβάλλον διασημοτήτων, την απόλυτη διακριτικότητα τόσο στην προσωπική της ζωή όσο και στην τέχνη της, παραμένοντας σύμβολο υψηλής καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Η μακρόχρονη θητεία της στο θέατρο αριθμεί μυθικές παραστάσεις στα μεγαλύτερα θέατρα της Ευρώπης (Σκάλα του Μιλάνου και Σπολέτο στην Ιταλία, Εθνική Οπερα του Παρισιού, Κόβεν Γκάρντεν στην Αγγλία κ.ά.) και συνεργασίες με ιερά τέρατα του θεάματος όπως τους σκηνοθέτες: Βισκόντι, Τζεφιρέλι, Π. Χολ, Τ. Ρίτσαρντσον, το σκηνοθέτη και μουσικό Τζιάν Κάρλο Μενότι, τον χορογράφο Φρ. Ασχτον, την πρίμα μπαλαρίνα Μ. Φοντέιν, την υψίφωνο Μ. Κάλλας, την τραγουδίστρια Εντίθ Πιαφ και πολλούς ηθοποιούς.
Ηταν στη Σκάλα του Μιλάνου, που ο Γιάννης Τσαρούχης πρωτοσυνάντησε τη Λίλα Ντε Νόμπιλι και συγκλονίστηκε από την ποιότητα της δουλιάς της και το ήθος της. Η συνάντησή τους αυτή απόκτησε το βαθύτερό της νόημα στα χρόνια 1967-1975, όταν ο Τσαρούχης είχε αυτοεξοριστεί στη Γαλλία και εξελίχτηκε σε στενή και ειλικρινή φιλία, που κράτησε μέχρι το θάνατό τους.
Εχει μεγάλο ενδιαφέρον η άποψη της Λίλα ντε Νόμπιλι για τον Γιάννη Τσαρούχη και αντιστρόφως, όπως προκύπτει από τη μεταξύ τους αλληλογραφία και από κείμενα που δημοσιεύονται στον καλαίσθητο και περιεκτικό κατάλογο ο οποίος συνοδεύει την έκθεση:
«Αν με ρωτούσαν σε μια απ' αυτές τις έρευνες που είναι της μόδας σήμερα» έγραφε η Λίλα Ντε Νόμπιλι, «ποια είναι η πιο σημαντική συνάντηση της ζωής μου θα απαντούσα χωρίς δισταγμό: ο Τσαρούχης. Είχα την τύχη να γνωρίσω ανθρώπους με πολύ ταλέντο, μεγάλους δημιουργούς, όπως και μεγάλους θεωρητικούς, αλλά κανείς τους δε μοιάζει με τον Τσαρούχη. Ο Τσαρούχης που γνωρίσαμε στο Παρίσι τα χρόνια της αυτοεξορίας του υπήρξε ένα άτομο-πρότυπο για πολλούς Ελληνες, καθώς επίσης για πολλούς νέους Γάλλους σε ρήξη με την οικογένειά τους και την κοινωνία... όσο για τους πίνακές του και τα σχέδια του, μιλούν από μόνα τους».
«Στην Αγία Λίλα δώσε τη φωτογραφία που της εσωκλείω, μαζί με τον αιώνιο θαυμασμό μου και τη χωρίς κηλίδες φιλία μου. Είναι από τα λίγα πρόσωπα αυτού του πρόστυχου κόσμου που με κάνουν να αισθάνομαι υπερήφανος που είμαι άνθρωπος», απαντά τρυφερά ο Γ. Τσαρούχης, σε μια επιστολή του προς κοινή τους φίλη.