ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 31 Μάρτη 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Η σύναξη

Νύχτα περπατούσα στην Πλατεία Βάθης και ξαφνικά έπεσα πάνω σε μια συγκέντρωση. Πακιστανοί, Ινδοί και Αφρικανοί είχαν μαζευτεί και μιλούσαν για τα προβλήματά τους σε μια συνάντηση που εξελίχθηκε σε γιορτή (δείγμα μεγάλου πολιτισμού). Ορισμένοι μοίραζαν στον κόσμο ψωμί, που η μυρωδιά του έφτανε ως τον ουρανό.

Αμέσως με κάλεσαν μαζί τους και, δίχως να το καταλάβω, βρέθηκα στο κέντρο ενός τραπεζιού που είχε πρόχειρα στηθεί, με χάρτινα τραπεζομάντιλα χρωματιστά και μουσικές που δεν είχα ακούσει ξανά. Δοκίμασα από το φαγητό τους, που με μοναδικό τρόπο μού πρόσφεραν. Σε λίγο έφτασαν και άλλοι, Κινέζοι, που έχουν μαγαζιά με ρούχα στην περιοχή, και Ρώσοι μικροπωλητές. Η δυσκολία της γλώσσας δεν είχε καμία απολύτως σημασία, διότι άντρες, γυναίκες είχαν ο ένας το βλέμμα του άλλου. Ηταν όπως η Καισαριανή της παιδικής μου ηλικίας.

Η σύναξη αυτή - που δε θα γνωρίσει ποτέ κανένας αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος (αν και οι τρίχες του ασπρίζουν, το πνεύμα του αμαυρούται) ούτε κανένας φασίστας θα καταλάβει, διότι σχηματίζεται αυθορμήτως μέσα από τις δυσκολίες ενός κράτους όπου ο άλλος δεν είναι χαρά και αδελφός αλλά ξένος - αντιστρέφει τους όρους, και δέχεται εμάς, αντί εμείς αυτούς. Αν και πολλές φορές η κοινωνία μας τους χρησιμοποιεί σαν αποδιοπομπαίους τράγους και άλλες τους έχει ταπεινώσει μόνο και μόνο για χρήματα.

«Γιατί μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή. Δεν είναι εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί», για να θυμηθώ ξανά και ξανά τον Διονύσιο Σολωμό. Η ανάγκη, βλέπετε, κάνει τις κόρες του Πούσκιν, του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι και της Μαρίνας Τσβετάγεβα να βασανίζονται από δικούς μας Ελληνες μικροαστούς. Οπου κρυφά απ' όλους και απ' όλα, και από την ίδια τους τη ζωή, μέσα στ' αυτοκίνητά τους, πεινασμένοι για σάρκα, οι μικροαστοί φτάνουν από παντού, τις συναντούν και τις εξευτελίζουν. Αυτή δεν είναι η αλήθεια;

Αυτό λοιπόν το ερπετάριο της νύχτας, δίχως να έχει προηγηθεί κανένα σχέδιο, ήρθε να το καταργήσει η έναστρη νύχτα της σύναξής μας. «Στο τραπέζι μετέχουν όλοι, και τα πτηνά του ουρανού και τα όρνεα» (συμφωνώ μαζί σας, κύριε Νύσσης, αλλά εδώ - και έχει σημασία αυτό - στην Πλατεία Βάθης, όχι αφηρημένα σ' ένα μοναστήρι ή στη γιορτή μιας εκκλησίας). Θυμάμαι πως, όταν είχα δει την ταινία Το δείπνο της Μπαμπέτ, είχα δακρύσει, γιατί αυτό που έβλεπα πίστευα ότι είναι ένα παρελθόν που καταποντίζεται στους ιερούς κήπους της νοσταλγίας. Πόσο άδικο είχα, με αυτό που ζω απόψε!

Στο τραπέζι, για να μ' ευχαριστήσουν, βρήκαν και μια κασέτα με τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, που αγαπώ. Εντύπωση μεγάλη μου προκάλεσε το γεγονός ότι από το τραπέζι έλειπε αυτό που καταστρέφει, χρόνια τώρα, κάθε απόπειρα συνάντησης: Η βιασύνη. Εδώ ο χρόνος αποκτούσε ένα βάθος όπου μπορούσαμε να δούμε όσα η καθημερινότητα μάς κρύβει. Ετσι μπορέσαμε, επιτέλους, να μιλήσουμε, να μεταμορφωθούμε, πέρα από κάθε δυτική επίδραση και ψυχαναλυτική ερμηνεία.

Η σύναξη αυτή μπορεί και σηκώνει το βάρος της ελευθερίας μας, του λυσίματός μας, ανάμεσα σε ανθρώπους που θα γίνουν αδελφοί και σύντροφοι. Αυτή η σύναξη είναι ευθύνη δική μας να τη στηρίξουμε, να την κάνουμε ν' ακουστεί σε όλη την Αθήνα. Κι όταν το φως του πρωινού θα τ' αγκαλιάσει όλα, δε θα θυμόμαστε μόνο αυτό που ζήσαμε, αλλά κι αυτό που θα έρθει, κι έτσι θα προετοιμάζουμε τον εαυτό μας για να δροσίζουμε τις σκληρές στιγμές του καθημερινού.

Ενα μικρό θαύμα συντελέστηκε στην Πλατεία Βάθης από τα βάθη άλλων λαών.


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


ΡΩΣΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Στα «δίχτυα» του κεφαλαίου

Τη μετοχοποίηση των μεγαλύτερων κινηματογραφικών στούντιο της Ρωσίας αποφάσισε η κυβέρνηση

Το ιστορικό κτίριο του «Λένφιλμ» στο Λένινγκραντ
Το ιστορικό κτίριο του «Λένφιλμ» στο Λένινγκραντ
Την ιδιωτικοποίηση των μεγαλύτερων και ιστορικότερων κινηματογραφικών στούντιο της Ρωσίας, μεταξύ αυτών και των στούντιο - «γιγάντων» της «Μόσφιλμ» της Μόσχας και «Λένφιλμ» του Λένινγκραντ, αποφάσισε η κυβέρνηση, ανοίγοντας πλέον το δρόμο στο ρωσικό και, πιθανότατα, το ξένο μεγάλο κεφάλαιο να κερδοσκοπήσει πάνω (και) στο ειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και την πλούσια και ιστορική υλικοτεχνική υποδομή της σπουδαίας ρωσικής κινηματογραφίαςμ που στήθηκε με το αίμα, κυριολεκτικά, του ρωσικού λαού.

Οπως, βέβαια, συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις σε όλες τις χώρες και στη δική μας, η ρωσική κυβέρνηση, διά στόματος του υπουργού Πολιτισμού, Μιχαήλ Σβιντκόι, «βαφτίζει» την ιδιωτικοποίηση μετοχοποίηση και προσπαθεί να ξεγελάσει τους κινηματογραφιστές και το λαό με επίσης γνωστά επικοινωνιακά «κόλπα» του τύπου: «τα στούντιο μετοχοποιούνται αλλά παραμένουν κρατικά», αφού ο Σβιντκόι έσπευσε να «διαβεβαιώσει» πως το 100% των μετοχών θα ανήκουν στο κράτος.

Είναι, όμως, γνωστό ότι τέτοιου είδους «διαβεβαιώσεις» είναι απλώς «στάχτη στα μάτια» του κόσμου και ακόμη και στο συντηρητικό ρωσικό Τύπο εκφράζονται οι φόβοι των κινηματογραφιστών για το μέλλον των στούντιο. Συγκεκριμένα, αυτοί οι φόβοι εστιάζονται στο ότι οι ιδιώτες θα χρησιμοποιήσουν τις γιγαντιαίες διαστάσεις των στούντιο, για να κατασκευάσουν εμπορικά κέντρα και άλλες ανάλογες δραστηριότητες, όχι μόνο εντελώς ξένες με το αντικείμενο των στούντιο, αλλά και παρεμποδίζοντας φυσικά τις δημιουργικές του εργασίες. Αυτονόητο είναι ότι με αυτές τις συνθήκες θα είναι αδύνατον να γίνει λόγος για παραγωγή ποιοτικών ταινιών, αφού τα νέα αφεντικά, με τον πλέον «αεριτζίδικο» τρόπο, δηλαδή με ελάχιστο κόστος γι' αυτούς, θα χρησιμοποιήσουν κάθε είδους υποδομή, για να βγάλουν κέρδος. Και όταν γίνεται λόγος γι' αυτήν την υποδομή θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι εννοείται, εκτός από κτίρια, κάμερες, μονταζιέρες και άλλα τεχνικά μέσα, ένας τεράστιος αριθμός κοστουμιών, κάθε είδους και εποχής, χιλιάδες αυτοκίνητα και όπλα, επίσης κάθε είδους και εποχής και πολύ ακόμα υλικό που ενέχει τη θέση του μουσειακού είδους, δηλαδή άπτεται της προστασίας της ρωσικής πολιτιστικής κληρονομιάς.

Εφόρμηση... στο «φιλέτο»

Το μέλλον του κινηματογράφου στη Ρωσία ανησυχεί τους κινηματογραφιστές πολλά χρόνια, πολύ περισσότερο που τα στούντιο έτσι κι αλλιώς είχαν περιπέσει σε άσχημη κατάσταση μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, το κράτος βοηθά ελάχιστα ή καθόλου οικονομικά, με αποτέλεσμα, όπως είχαμε γράψει το Φλεβάρη για το «Λένφιλμ», να αναγκάζονται να νοικιάζουν χώρο και άλλη υποδομή σε ιδιωτικά, μικρότερα στούντιο για τις παραγωγές τους. Με λίγα λόγια είχε δημιουργηθεί ένα καθεστώς «αυτοσυντήρησης» με αποτέλεσμα να μην μπορούν πλέον να γυριστούν υπερπαραγωγές, να απολύονται τεχνικοί κ.ά.

Ωστόσο, έστω και με αυτές τις συνθήκες, σιγά σιγά άρχισε να γίνεται και πάλι λόγος για ποιοτικό, νέο ρωσικό σινεμά, με καλές ταινίες νέων σκηνοθετών που προσπαθούν με ειλικρίνεια να συνεχίσουν ή έστω να βασιστούν στις μεγάλες παραδόσεις του σοβιετικού κινηματογραφικού έπους. Το αποτέλεσμα φαίνεται, αφενός στην απήχηση αυτού του κινηματογράφου στο, απηυδισμένο από τον αμερικανικό κινηματογράφο, ρωσικό κοινό, αλλά και στις διακρίσεις σε μεγάλα διεθνή φεστιβάλ. Η κατάσταση αυτή άρχισε να φέρνει και κέρδη τα οποία επενδύθηκαν σε σύγχρονο εξοπλισμό. Ολα δείχνουν πως η τάση για απαξίωση του ρωσικού κινηματογράφου έχει αρχίσει να αντιστρέφεται και από αυτήν την άποψη δεν είναι τυχαίο που το κεφάλαιο άρχισε να ενδιαφέρεται να «βάλει χέρι» σε έναν «ελπιδοφόρο», οικονομικά, τομέα.

Από την άλλη, φαίνεται πως οι πρώτες κρούσεις της κυβέρνησης πριν ένα χρόνο για εισβολή των ιδιωτών στα στούντιο συνάντησε αντιδράσεις (ίσως να έγινε και εσκεμμένα η ανακοίνωση των σχεδίων της για να ανιχνευτούν οι αντιδράσεις), γι' αυτό από την αρχή του τρέχοντος έτους, η κυβέρνηση «αναδιπλώθηκε» και τώρα κάνει λόγο για μετοχοποίηση με κύριο μέτοχο το κράτος. Στο στόχαστρο του ξεπουλήματος - διότι περί αυτού πρόκειται - έχουν μπει, εκτός του «Μόσφιλμ» και του «Λένφιλμ», το θρυλικό και το μεγαλύτερο στούντιο κινουμένων σχεδίων της χώρας, το «Σογιούζμουλτφιλμ», η κρατική επιχείρηση «Ρωσικό Βίντεο» με έδρα το Λένινγκραντ, καθώς και αρκετά στούντιο που ειδικεύονται στο ντοκιμαντέρ.

Πάντως, είναι πολύ δύσκολο για τους πολιτικούς εκπροσώπους του κεφαλαίου να κρύψουν, ακόμη και οι ίδιοι, τα σχέδιά τους. Οταν ο Σβιντκόι ρωτήθηκε αν είναι δυνατή η πώληση «πακέτων» μετοχών σε ιδιώτες, απάντησε ότι το 2003 και με «μεγάλη προσοχή», μπορεί να «εξεταστεί μια τέτοια δυνατότητα». Κι αυτό γιατί, πάντα σύμφωνα με τον υπουργό, το «κράτος δεν έχει να δώσει» τα 300 εκατομμύρια δολάρια για τον εκσυγχρονισμό των στούντιο και τα 250 εκατομμύρια δολάρια για τη συνολική ετήσια παραγωγή ταινιών. «Το βασικό είναι να ξεφύγουμε από την κρατική φόρμα διοίκησης», ξεκαθάρισε. Η αναφορά του υπουργού στην παραγωγή δεν είναι τυχαία: είναι φανερό πως επιχειρείται η μετατροπή, τουλάχιστον της «Μόσφιλμ», σε χολιγουντιανό «κλώνο».

Οι αντιδράσεις των κινηματογραφιστών έπονται. Προς το παρόν, ο γενικός διευθυντής της «Μόσφιλμ», Καρέν Σαχναζάροφ, προσπάθησε να κρατήσει «ισορροπίες», αφού είναι ουσιαστικά υφιστάμενος του υπουργού, προς το παρόν τουλάχιστον. Εμμέσως όμως εξέφρασε κι αυτός την ανησυχία του, υπογραμμίζοντας ότι «το στούντιο πρέπει να παραμείνει κρατικό. Δε δικαιούμαστε να προχωρήσουμε σε ατυχείς ενέργειες, ειδικά όταν γίνεται λόγος για ένα τέτοιο κολοσσιαίο στούντιο, το οποίο έχει τεράστια σημασία για τον κινηματογράφο, αλλά και για την τηλεόραση».


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ