Να κατεβάσει τους τόνους για το θέμα της αύξησης στις αντικειμενικές τιμές των ακινήτων σε 28 δήμους της χώρας επιχειρεί τώρα, και μετά από τις έντονες αντιδράσεις, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Με το συγκεκριμένο έργο επιφόρτισαν τον υφυπουργό Απ. Φωτιάδη, ο οποίος προσπάθησε χτες να μπαλώσει το όλο θέμα και να κατευνάσει τις αντιδράσεις. Ετσι, ενώ τον περασμένο Μάρτη η κυβέρνηση, σταθμίζοντας όλα τα δεδομένα, είχε ανακοινώσει συγκεκριμένα ποσοστά αυξήσεων στις αντικειμενικές τιμές ακινήτων των συγκεκριμένων δήμων, μετά την υποβολή των ενστάσεων, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών όχι μόνο δεν ικανοποίησε το αίτημά τους (για μείωση των ποσοστών αυξήσεων) αλλά τους τιμώρησε, προχωρώντας σε νέες αυξήσεις των «αντικειμενικών αξίων».
Προσπαθώντας, λοιπόν, να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, ο υφυπουργός ανέφερε ότι οι Δήμοι έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν εκ νέου, είτε στη δευτεροβάθμια επιτροπή του υπουργείου είτε απευθείας στον υπουργό. Το ζήτημα βέβαια είναι κατά πόσο οι δήμοι θα θελήσουν να ασκήσουν τα νόμιμα δικαιώματά τους, καθώς αυτή η στάση τους τιμωρήθηκε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με νέες αυξήσεις στις αντικειμενικές τιμές των ακινήτων. Ο υφυπουργός Οικονομίας και Οικονομικών σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει την κυβερνητική πολιτική είπε ακόμη ότι «οι αντικειμενικές αξίες όπως προσδιορίστηκαν μετά από τις ενστάσεις των Δήμων είναι κατώτερες από 20% μέχρι και 50% τω πραγματικών αγοραίων τιμών».
Τέλος, για το ζήτημα της επιβολής ΦΠΑ στις αναγειρόμενες οικοδομές, ο υφυπουργός είπε ότι «δεν έχει ληφθεί καμία απόφαση» και διευκρίνισε πως το ζήτημα των ακινήτων «θα αντιμετωπιστεί συνολικά στο πλαίσιο της φορολογικής μεταρρύθμισης». Σύμφωνα, πάντως, με τις πληροφορίες ένα μεγάλο μέρος του χαρατσώματος πάνω στην ακίνητη περιουσία, που εξετάζεται στο πλαίσιο της λεγόμενης φορολογικής μεταρρύθμισης θα πηγαίνει στους Δήμους...
Σχεδόν δύο χιλιάδες (2.000) επιχειρήσεις κήρυξαν πτώχευση ή βρίσκονται στην τελική φάση της διαδικασίας (πτώχευσης) κατά το 11μηνο του 2001. Την ίδια περίοδο, οι ακάλυπτες επιταγές και τα διαμαρτυρημένα γραμμάτια, έφταναν τον αριθμό των 270.307, που αντιστοιχούν στο ποσό των 211,3 δισεκατομμυρίων δραχμών. Τα παραπάνω στοιχεία δημοσιοποίησε χτες η Ενωση Ελληνικών Τραπεζών (ΕΕΤ), που καταγράφει τις εξελίξεις σχετικά με τα «φέσια» στην αγορά και τις χρεοκοπίες επιχειρήσεων.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΕΤ, στο 11μηνο Γενάρης - Νοέμβρης 2001 οι πτωχεύσεις και οι αιτήσεις για πτώχευση, που υποβλήθηκαν από διάφορες επιχειρήσεις (κυρίως μικρομεσαίες) ανήλθαν συνολικά στις 1.961, έναντι 2.119 που ήταν το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Βέβαια, μπορεί, συγκριτικά, αιτήσεις και κηρυχθείσες πτωχεύσεις, να παρουσιάζουν μείωση κατά το περασμένο 11μηνο, εντούτοις, οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων, σημειώνουν άνοδο κατά 6,86%, ήτοι, 623 τους συγκεκριμένους μήνες του 2001 έναντι 583 το αντίστοιχο του 2000. Συντριπτική είναι η μεταβολή που σημειώνεται το μήνα Νοέμβρη, όπου το φετινό, οι πτωχεύσεις, σημειώνουν άνοδο κατά 176,6%. Συγκεκριμένα, οι πτωχεύσεις το Νοέμβρη του 2000 ήταν 47, ενώ κατά τον αντίστοιχο φετινό μήνα, εκτοξεύτηκαν στις 130.
Αρνητικά αξιοσημείωτη είναι και η μείωση των ποσών των ακάλυπτων επιταγών και των διαμαρτυρημένων γραμματίων. Για το εντεκάμηνο Γενάρης - Νοέμβρης 2001 τα φέσια στην αγορά από ακάλυπτες επιταγές και απλήρωτες συναλλαγματικές (γραμμάτια) ανήλθαν στο ποσό των 211,312 δισεκατομμυρίων δραχμών, έναντι 262,042 δισεκατομμύρια δραχμές το εντεκάμηνο του 2000. Σημειώθηκε δηλαδή πτώση κατά 19,36%. Η διαφορά αυτή, φαίνεται να είναι σοβαρή, ωστόσο, αυτή θα πρέπει να συνδεθεί με τη γενική μείωση των πληρωμών με επιταγές και γραμμάτια, αφού με την πάροδο του χρόνου, οι υποχρεώσεις αυτές, καλύπτονται όλο και περισσότερο από τον τραπεζικό δανεισμό.
Νέα ακόμη μεγαλύτερα βάσανα επιφυλάσσει τους εργαζόμενους και τις λαϊκές οικογένειες η λεγόμενη «εποχή του ευρώ». Ενδεικτικό του όλου κλίματος είναι το γεγονός ότι στη χτεσινή ευρεία σύσκεψη κυβέρνησης, τραπεζιτών και εκπροσώπων φορέων επιχειρήσεων και εργαζομένων για το ευρώ. Στη σύσκεψη -που έγινε υπό την προεδρία του πρωθυπουργού, Κ. Σημίτη, στον υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, συμμετείχαν ο υπουργός Ν. Χριστοδουλάκης, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Λ. Παπαδήμος με τους δύο υποδιοικητές, καθώς και οι διοικήσεις των εμπορικών τραπεζών- συζητήθηκε, εκτός από τα σχετικά με την καθιέρωση του ευρώ και το ζήτημα της υφεσιακής κατάστασης που πλήττει την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία.
Σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών Ν. Χριστοδουλάκη, μετά το τέλος τη σύσκεψης, «επιβεβαιώνεται ότι η διεθνής οικονομία μπαίνει σε σε μια περίοδο παρατεταμένης επιφύλαξης» και ότι η «ανάκαμψη αναμένεται για το δεύτερο εξάμηνο του 2002». Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αξιοποιώντας και τις ανάλογες επισημάνσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Λ. Παπαδήμου, προλειαίνει το έδαφος για βάθεμα της αντιλαϊκής πολιτικής της και επέκταση των λεγόμενων διαρθρωτικών αλλαγών σε βάρος των εργαζόμενων και συνταξιούχων. Ο υπουργός έκανε λόγο για ανάγκη «εσωτερικής κινητοποίησης της ελληνικής οικονομίας» και αναφέρθηκε σε ορισμένες πτυχές του σχεδιαζόμενου ξεπουλήματος δημόσιας περιουσίας.
Σκιαγραφώντας τις κινήσεις της κυβέρνησης για το αμέσως προσεχές διάστημα, στο θέμα εκποίησης της δημόσιας περιουσίας, ο υπουργός, είπε πως:
Μικρή αύξηση 1,1% σημείωσε η βιομηχανική παραγωγή τον Οκτώβρη του 2001, με αποτέλεσμα το δεκάμηνο Γενάρη - Οκτώβρη να παρατηρηθεί μικρή επίσης άνοδος της παραγωγής κατά 2%, ως προς τα αντίστοιχα περσινά επίπεδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το αντίστοιχο περσινό δεκάμηνο ο δείκτης είχε παρουσιάσει τριπλάσιους ρυθμούς αύξησης, συγκεκριμένα 6%! Ολα δείχνουν ότι, όπως είχαν επισημάνει πρόσφατα ακόμα και οι μεγαλοβιομήχανοι, οι ρυθμοί εξέλιξης της βιομηχανικής παραγωγής παρουσιάζουν σημαντική επιβράδυνση, κάτι που θεωρείται πολύ πιθανό να συνεχιστεί παραπέρα το επόμενο διάστημα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, το δεκάμηνο Γενάρη - Οκτώβρη, η κατάσταση που επικρατούσε στους διάφορους βιομηχανικούς κλάδους, ήταν αρκετά διφορούμενη. Θετική πορεία είχαν ο κλάδος των βασικών μετάλλων που σημείωσε αύξηση 8%, της κατασκευής τελικών προϊόντων από μέταλλο με αύξηση 4,6%, των μη μεταλλικών ορυκτών με 4,2%, των προϊόντων από ελαστική και πλαστική ύλη με άνοδο 6,6%, των χημικών προϊόντων με άνοδο 4%, των τροφίμων ποτών με 3,3% κλπ. Αντίθετα, ο κλάδος του καπνού σημείωσε κάμψη 3,6%, όπως και των κλωστοϋφαντουργικών υλών με 3,4%, του χαρτιού και των προϊόντων από χαρτί με 4,5%, των παραγώγων πετρελαίου και άνθρακα με 3,3%.