Associated Press |
Περισσότερο από κρίσιμη είναι πλέον η κατάσταση στη Μέση Ανατολή, όπου, από το βράδυ της Τετάρτης, ο ισραηλινός στρατός επιδίδεται σε αλλεπάλληλες επιδρομές και εισβολές, περικύκλωσε τα γραφεία του Γιάσερ Αραφάτ με τεθωρακισμένα, κατέλαβε το σπίτι του ηγέτη της «Φατάχ», και κατέστρεψε τα κτίρια όπου στεγαζόταν ο κύριος αναμεταδότης της παλαιστινιακής τηλεόρασης και του ραδιοφώνου. Η ισραηλινή ηγεσία ανακοίνωνε ότι «διακόπτει κάθε επαφή με τον Γιάσερ Αραφάτ», ενώ Ισραηλινοί αξιωματούχοι άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο ακόμη και αποπομπής της παλαιστινιακής ηγεσίας στην Τυνησία.
ΗΠΑ, Ρωσία, και ΕΕ καλούσαν την παλαιστινιακή ηγεσία «να συλλάβει άμεσα τους τρομοκράτες», αλλά επέμεναν ότι «μοναδικός συνομιλητής παραμένει ο Παλαιστίνιος ηγέτης». Ο εκπρόσωπος του ΟΗΕ προειδοποιούσε ότι η «κατάσταση είναι χειρότερη από ποτέ», ενώ η Γαλλία επέκρινε το Ισραήλ, γιατί «τροφοδοτεί τον κύκλο της βίας με τις επιδρομές». Ο αραβικός κόσμος δήλωνε εξαιρετικά ανήσυχος και προσανατολιζόταν σε νέα έκτακτη σύνοδο.
Με ολιγόωρα διαλείμματα, ισραηλινά F16 και ελικόπτερα σφυροκοπούσαν θέσεις της παλαιστινιακής αστυνομίας, της επίλεκτης φρουράς του Γιάσερ Αραφάτ «Φορς 17» και της οργάνωσης του Παλαιστινίου ηγέτη «Φατάχ», ενώ στόχος έγινε και το αεροδρόμιο της Γάζας. Οι σφοδρότερες επιδρομές σημειώθηκαν στη Ραμάλα, στη Γάζα, στην Τζενίν και κατά τη διάρκεια της προηγούμενης νύχτας στη Νάμπλους, ενώ αργά το βράδυ βομβαρδίζονταν το γενικό επιτελείο στη Γάζα και η Ραμάλα. Ενα μέλος της «Φορς 17» σκοτώθηκε, το πρωί, στη Ραμάλα, ενώ δύο νεαροί Παλαιστίνιοι, 13 και 17 χρόνων, σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια συγκρούσεων με τον ισραηλινό στρατό στη Λωρίδα της Γάζας. Νοσοκομειακές πηγές μιλούσαν για τουλάχιστον 40 τραυματίες στη Γάζα από τις πρωινές επιδρομές.
Associated Press |
Συνοδεία τεθωρακισμένων, εκσκαφείς κατέστρεψαν πέντε κτίρια του παλαιστινιακού ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, στο κέντρο της Ραμάλα, «επειδή αναμετέδιδαν προτροπές στη βία». Τεθωρακισμένα περικύκλωσαν και το σπίτι του ηγέτη της «Φατάχ» Μαρούαν Μπαργκούτι, το οποίο πλέον τελεί υπό κατάληψη από, τουλάχιστον, 25 στρατιώτες. Στο σπίτι παραμένουν η σύζυγος, τα παιδιά και συγγενείς του Μπαργκούτι, ο οποίος, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, διέφυγε την τελευταία στιγμή.
Ο ισραηλινός στρατός δε σχολίασε την κατάληψη, αλλά, όπως δήλωνε η σύζυγός του, της γνωστοποίησε ότι θα παραμείνει υπό κατοχή, «μέχρις ότου συλληφθεί ο ηγέτης της Φατάχ». Με ανακοίνωσή τους, η παλαιστινιακή τηλεόραση και το ραδιόφωνο τονίζουν ότι «το Ισραήλ έβαλε την τελευταία πρόκα στο φέρετρο αυτού που ονομάζει ελευθερία και δημοκρατία» και συμπληρώνει ότι «ως εθνικό ίδρυμα θα συνεχίσει να προσφέρει στο αγώνα του παλαιστινιακού λαού».
Για «κήρυξη πολέμου», μίλησε ο Ναμπίλ Αμπού Ρουντέινα. Ο υπουργός Πληροφοριών, Γιάσερ Αμπέντ Ράμπο, τόνιζε ότι «η παλαιστινιακή ηγεσία είναι δεσμευμένη σε ό,τι υποσχέθηκε, αλλά είναι αδύνατο να τα υλοποιήσει υπό τη σκιά του πολέμου», καθιστώντας σαφές ότι δεν μπορεί, πλέον, να εφαρμοστεί η ανακοίνωση, στην οποία είχε προχωρήσει λίγες ώρες νωρίτερα ο Γιάσερ Αραφάτ, περί κλεισίματος όλων των γραφείων της «Χαμάς» και της «Τζιχάντ».
Associated Press |
Η ισραηλινή ηγεσία, πάντως, εμφανίζεται αποφασισμένη να κλιμακώσει, χωρίς έλεος. Μετά από σύνοδο του Υπουργικού Συμβουλίου Ασφαλείας, εκδόθηκε ανακοίνωση από το γραφείο του Ισραηλινού πρωθυπουργού, όπου τονίζεται ότι «αποκλειστικά υπεύθυνος για τις τρομοκρατικές επιθέσεις κατά Ισραηλινών είναι ο Γιάσερ Αραφάτ. Κατά συνέπεια, το Ισραήλ διακόπτει κάθε επαφή με την παλαιστινιακή ηγεσία και θεωρεί άσχετο τον Γιάσερ Αραφάτ».
Ο Ρον Κίτρεϊ, εκπρόσωπος του ισραηλινού στρατού, έσπευσε να διευκρινίσει ότι «δεν υπάρχει πρόθεση ανατροπής της Παλαιστινιακής Αρχής ή πρόκλησης σωματικής βλάβης στον Γιάσερ Αραφάτ». Εντούτοις, ο Ισραηλινός υπουργός Εσωτερικής Ασφαλείας, Ούζι Λαντάου, σε δηλώσεις του στη γαλλική «Λε Μοντ», υπογράμμιζε ότι «ο Αραφάτ και οι αξιωματούχοι του ίσως κριθεί απαραίτητο να επιστρέψουν στην Τυνησία (όπου βρίσκονταν πριν την εγκαθίδρυσή τους στα Παλαιστινιακά Εδάφη)».
Σε σχόλιό του, το αμερικανικό περιοδικό «Εκόνομιστ» επισημαίνει ότι «όσα και αν καταλογίσει κανείς στον Αραφάτ, η ανατροπή του θα φέρει περισσότερα προβλήματα», αφού τονίζει ότι στόχος του Σαρόν φαίνεται, πλέον, ξεκάθαρα να είναι μια τέτοια εξέλιξη. Υπογραμμίζει, επίσης, ότι «όσο αξιότεροι και αν είναι οι διάδοχοί του στην παρούσα φάση και υπό την ισραηλινή τακτική, ούτε θα μπορούν ούτε θα θέλουν να διαπραγματευτούν».
«Ο Αραφάτ παραμένει Παλαιστίνιος ηγέτης, οφείλει να λάβει άμεσα δύσκολες αποφάσεις, τώρα, αλλά παραμένει ο μοναδικός συνομιλητής μας», υπογράμμιζε ο βοηθός ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, αρμόδιος για τη Μέση Ανατολή, Ουίλιαμ Μπερνς, ο οποίος συναντήθηκε με τον Σύρο Πρόεδρο. Ανάλογες δηλώσεις έκανε και ο Αντονι Ζίνι, που φέρεται να έλαβε εντολή από την Ουάσιγκτον να συζητήσει με την ισραηλινή ηγεσία «για τα αδόκιμα μέτρα που ανήγγειλε». Η Μόσχα κάλεσε τον Αραφάτ να συλλάβει τρομοκράτες, αλλά καταδίκασε τα ισραηλινά αντίποινα, γιατί «προκαλούν νέο κύκλο βίας».
Ο Χαβιέ Σολάνα, επιστρέφοντας στις Βρυξέλλες, τόνιζε ότι «δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί η ελπίδα», ενώ η ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου υπερψήφιζε απόφαση για «το δικαίωμα των Παλαιστινίων σε ένα βιώσιμο κράτος, που θα έχουν επιστραφεί τα κατεχόμενα εδάφη, αλλά και το δικαίωμα του Ισραήλ στην ασφάλεια». Ο επίτροπος Εξωτερικών Υποθέσεων, Κρις Πάτεν, υπογράμμιζε ότι «η ειρηνευτική διαδικασία ψυχορραγεί και πρέπει να κρατηθεί έστω και τεχνητά στη ζωή», ανακοινώνοντας έκτακτη βοήθεια 30 εκατομμυρίων ευρώ στην Παλαιστινιακή Αρχή.
Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών, Ιμπέρ Βεντρίν, χαρακτήριζε «μεγάλο σφάλμα το ότι δεν αντιμετωπίστηκε η Παλαιστινιακή Αρχή ισότιμα στις διαπραγματεύσεις», ενώ ο Γάλλος Πρόεδρος, συνομιλώντας με τον Αμερικανό ομόλογό του, ζήτησε «να μην επιτραπεί στους εξτρεμιστές και των δύο πλευρών να καταστρέψουν την ειρήνη». Αποκαλυπτικότερος όλων, πάντως, ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ, Τερζ Λάρσεν, απηχώντας και δηλώσεις του Κόφι Ανάν, κατηγορούσε τον Αραφάτ ότι «δε σεβάστηκε τις διεθνείς εκκλήσεις να πατάξει την τρομοκρατία» και προειδοποιούσε ότι «μια κλωστή χωρίζει τις δύο πλευρές από την ολική στρατιωτική αναμέτρηση με ανυπολόγιστες συνέπειες για όλη την περιοχή».
Ο Ιορδανός βασιλιάς Αμπντάλα, μιλώντας στην εφημερίδα «Ασχαρκ αλ Αουσάτ», εκτιμούσε ότι «το Ισραήλ επιδιώκει να ανατρέψει τον Γιάσερ Αραφάτ, όποια και αν είναι η εναλλακτική λύση» και ως προεδρεύων του Αραβικού Συνδέσμου βρισκόταν σε διαρκείς επαφές με τα μέλη του, δηλώνοντας «εξαιρετικά ανήσυχος». Οπως έγινε γνωστό, πάντως, μετά από αλλεπάλληλες διαβουλεύσεις ανάμεσα στην Ουάσιγκτον, στο Παρίσι και το Κάιρο, η έκτακτη σύνοδος των ΥΠΕΞ του Αραβικού Συνδέσμου αναβλήθηκε για τις πρώτες μέρες του νέου έτους.
Επίθεση στο Κοινοβούλιο από «άγνωστους» ενόπλους
Associated Press |
Η εισβολή από «τουλάχιστον» πέντε ενόπλους στο Ινδικό Κοινοβούλιο χτες και η μάχη που ακολούθησε στην οποία σκότωσαν τουλάχιστον 7 ανθρώπους πριν βρουν και οι ίδιοι το θάνατο, είναι «πρωτοφανή» γεγονότα, αλλά μόνο ως προς το χώρο: κατά τα λοιπά είναι πανομοιότυπη με αυτήν της 1ης Οκτωβρίου στο τοπικό κοινοβούλιο του Κασμίρ, στη Σριναγκάρ, που είχε κοστίσει 40 ζωές. Ομως, η επίθεση αυτή σημαίνει πολλά περισσότερα κατά τάξη σοβαρότητας: ήδη ολόκληρη η Ινδία τέθηκε σε κατάσταση «συναγερμού», κι ο πρωθυπουργός της Αταλ Μπιχάρι Βάτζπαϊ, όπως και σύμπασα η κυβέρνησή του, κήρυτταν «ολοκληρωτικό πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».
Οι πέντε ένοπλοι ακολούθησαν την ίδια μέθοδο όπως και στο Σριναγκάρ: οπλισμένοι με υποαυτόματα ΑΚ-47 και κουβαλώντας εκρηκτικά που αρκούσαν για να ανατινάξουν και να καταστρέψουν εκ θεμελίων την ινδική Βουλή, έκαναν μια σταδιακή εισβολή. Ενα αυτοκίνητο διαπέρασε αρκετές πύλες της αυλής, ένας από τους επιβάτες του πήδηξε έξω και πυροδότησε εκρηκτικά που ήταν ζωσμένος, και οι υπόλοιποι όρμησαν στο κοινοβούλιο ανοίγοντας πυρ αδιακρίτως. Οι αστυνομικοί απάντησαν με μπαράζ πυρών, πλήττοντας ακόμα και δημοσιογράφους. Βουλευτές έκαναν λόγο για «σκηνές χάους». Οταν τα πυρά σταμάτησαν, 12 άνθρωποι - οι πέντε τρομοκράτες, τέσσερις αστυνομικοί, μια γυναίκα παραστρατιωτικός, ένας φύλακας και ένας κηπουρός - ήταν νεκροί, και δεκάδες άλλοι διακομίζονταν σε νοσοκομεία, 6 εκ των οποίων σε «ιδιαίτερα κρίσιμη κατάσταση». Από πλευράς ασφαλείας, παρατηρούσαν αναλυτές, πρόκειται για τη «χειρότερη παραβίαση από τη δολοφονία της Ιντιρα Γκάντι το 1984».
Δεν υπήρξε, ως χτες βράδυ, ανάληψη ευθύνης. Ο υπουργός Εσωτερικών Λαλ Κρίσνα Αντβάνι, όμως ακολούθησε την πεπατημένη, λέγοντας πως «οι τρομοκράτες και οι σπόνσορές τους» βρίσκονται πίσω από την επίθεση. Η δήλωσή του «φωτογραφίζει» το Πακιστάν, ο στρατηγός / αυτοαναγορευθείς Πρόεδρος του οποίου Περβέζ Μουσαράφ έσπευσε αμέσως να «καταδικάσει την επίθεση», δηλώνοντας πως «υπέστη σοκ». Το ίδιο έπραξαν οι ΗΠΑ και η Βρετανία, με τα αντίστοιχα υπουργεία Εξωτερικών, να τονίζουν ότι επρόκειτο για «εξοργιστική πράξη τρομοκρατίας».
Ο Αντβάνι προχώρησε και σε αποκαλύψεις «λεπτομερειών» που ενδέχεται να σχετίζονται με την υπόθεση: ένας άνδρας που είχε συλληφθεί στη Βομβάη στις 2 Οκτωβρίου είχε δηλώσει στην αστυνομία ότι «είχε εκπαιδευτεί από την αλ-Κάιντα» και «υπήρχαν σχέδια για επιθέσεις στη Βρετανία, την Αυστραλία και το Ινδικό Κοινοβούλιο».
Ο Ινδός πρωθυπουργός Βάτζπαϊ δήλωσε ότι η επίθεση «δεν ήταν εναντίον του Κοινοβουλίου... αλλά μια προειδοποίηση σε όλη τη χώρα. Αποδεχόμαστε την πρόκληση. Θα αποτρέψουμε κάθε απόπειρα των τρομοκρατών. Τους πολεμήσαμε για δύο δεκαετίες. Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας μπήκε τώρα στην τελική του φάση». Μέσα σε ώρες η Ινδία είχε τεθεί σε καθεστώς «κόκκινου συναγερμού» και το κοινοβούλιο υπό φρούρηση του στρατού.
Κατά τρόπο αξιοσημείωτο, την επίθεση καταδίκασαν και οι αυτονομιστικές οργανώσεις του Κασμίρ. Ενας πολιτικός αναλυτής, ο Μασέχ Ρανγκαρατζάν, εξήγησε το γιατί, λέγοντας φωναχτά το προφανές για όλους -και όχι μόνο στο Νέο Δελχί: «Αν αποδειχτεί ότι οποιαδήποτε οργάνωση που έχει σχέσεις με το Πακιστάν βρίσκεται πίσω από την επίθεση, θα υπάρξει μια πολύ σοβαρή κρίση στις σχέσεις Ινδίας και Πακιστάν». Ο κυβερνητικός βουλευτής Σριχάντ Κριπαλάνι δεν είχε όρεξη για διπλωματικές διατυπώσεις: «Η κυβέρνηση πρέπει να κάνει ό,τι κάνει κι η Αμερική στο Αφγανιστάν κι ό,τι κάνει το Ισραήλ στην Παλαιστίνη. Να επιτεθεί στο Πακιστάν αν αποδειχθεί η ανάμειξή του», είπε.