Το ταξίδι που μας επιφυλάσσει αυτό το βιβλίο, προσφέρει γνώση, συμπεράσματα, αλλά και δύναμη για να μπορούμε να στεκόμαστε ακλόνητοι μπροστά στις δυσκολίες, στην πίεση που ασκεί ο αρνητικός συσχετισμός, και στις θύελλες που έχουν ξεσπάσει στον πλανήτη. Σήμερα ειδικά, είναι που κανείς δεν πρέπει να μείνει απλός θεατής, παρατηρώντας τον κυνισμό με τον οποίο η αστική τάξη καλλιεργεί την «κουλτούρα πολέμου» για σχέδια που γράφονται με το αίμα των λαών.
Ολα συμβαίνουν σε μια προσφυγική γειτονιά της Αθήνας, στα μέσα της δεκαετίας του '60. Εκεί συναντιούνται τυχαία δύο άνθρωποι. Αγνωστοι μεταξύ τους. Δύο άνθρωποι που κουβαλούν στις πλάτες τους όχι μόνο το βάρος του ονόματός τους, αλλά και μια ολόκληρη εποχή της Ελλάδας που αγωνίζεται να σταθεί όρθια, μέσα από πληγές, εμφύλιους, προδοσίες, εξορίες, όνειρα σκοτωμένα και όνειρα που επιμένουν.
Ο συγγραφέας μας συστήνει τον κυρ-Παντελή Περιμένη και τον μικρό Αχιλλέα Σεμελή. Ο πατέρας του ενός, ο Νώντας είναι δωσίλογος. Ο παππούς του άλλου, ο Αχιλλέας κομμουνιστής. Δύο κόσμοι που δεν μιλούσαν, δεν επικοινωνούσαν. Που δεν αγγίζονταν. Που δεν έσμιγαν.
Ταυτότητες φτιαγμένες από αίμα, επιλογές, προδοσίες, αγώνες, ενοχές. Η σύγκρουση δεν μπορεί να είναι μόνο πολιτική. Είναι βαθιά ανθρώπινη. Οπως και η ίδια η Ιστορία. Κι όμως, εδώ ακριβώς, αρχίζει το «αταίριαστο βαλς» τους. Ενας χορός παράξενος, μοναδικός. Ενας χορός που συναντά τον εαυτό του μέσα στην αντιπαλότητα. Μέσα στην ενοχή. Και, πολλές φορές, στην ίδια την ανάγκη για λύτρωση. Ενα βαλς αλλόκοτο και αταίριαστο, με βήματα ασυγχρόνιστα. Κι ενώ οι δύο τους ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους, κάτι παράξενο γεννιέται μεταξύ τους.
Το έργο του Σπύρου Τζόκα είναι τόσο πολυεπίπεδο, που δεν ξέρεις αν πρέπει πρώτα να θαυμάσεις την ιστορική του εμβάθυνση ή την ανθρώπινη αλήθεια που κουβαλά κάθε σελίδα. Με φόντο τα μεγάλα γεγονότα μιας τραυματικής και πολυτάραχης εποχής - από τους Λαμπράκηδες και την αποστασία του '65, μέχρι τη σύγχρονη οικονομική κρίση - ο συγγραφέας δεν καταγράφει μόνο τη δημόσια ιστορία, αλλά και τις μικρές ιστορίες πίσω από αυτήν. Αυτές που γράφουν οι άνθρωποι.
Το «Αταίριαστο Βαλς» μοιάζει με αρχαία τραγωδία. Η Υβρις υπάρχει, παντού. Η Νέμεσις έρχεται ακριβοδίκαιη. Κι η Κάθαρση, για όσους την αντέξουν, δεν είναι ποτέ χωρίς πόνο. Και ακριβώς εκεί, ανάμεσα στην προσωπική μοναξιά και στην ιστορική διαδρομή, ο Σπύρος Τζόκας χτίζει ένα έργο που δεν είναι απλώς λογοτεχνικό. Είναι απαραίτητο.
Απαραίτητο γιατί μας δείχνει το πιο δύσκολο μάθημα: Πως η Ιστορία δεν είναι ένα βιβλίο στα χέρια των νικητών. Είναι οι σκιές που συνεχίζουν να μας παρακολουθούν. Είναι το αίμα που δεν ξέβαψε. Είναι οι δρόμοι που χάραξαν και περπάτησαν οι δικοί μας άγιοι κι εμείς τους περπατάμε ακόμα.
Και κάποιοι από αυτούς τους ιερούς δρόμους είναι εδώ στην Καισαριανή. Σ' αυτήν τη μυθική πόλη, που λάμπει στον χρόνο και στη μνήμη! Σ' αυτήν τη σοφή έφηβη, με την προσφυγική δημιουργικότητα, την αντάρτικη αντοχή, τη γενναιότητα και το πάθος της ΕΠΟΝίτισσας.
Από εκείνον τον άγριο Μάη του 1923, που κατέφυγαν στα χώματά της οι ξεριζωμένοι Μικρασιάτες, μέχρι σήμερα, μεσολάβησαν πολλές θυσίες, πολλοί αγώνες, πολλά όνειρα, πολλά βάσανα, πολλές σφαίρες και πολύ αίμα. Στις φτωχογειτονιές της συνέβησαν και συμβαίνουν τα πιο όμορφα θαύματα, αλλά και οι πιο φρικιαστικές μεταπολεμικές διώξεις αγωνιστών.
Οι άνθρωποι όμως, σ' αυτές τις λαϊκές γειτονιές, είναι δυνατοί, αντέχουν, επιμένουν, γλεντούν, αγωνίζονται, προχωρούν. Μπορεί να φταίει κι εκείνος ο Υμηττός, που πάντα μοσχοβολούσε από θυμάρια κι αγριοδυόσμους. Το βουνό που, όπως έλεγε ο Καμπούρογλου, ήταν το «μέγα παραβάν χωρίζον την κοιλάδα του πνεύματος από την πεδιάδα του οινοπνεύματος».
Κι εδώ, πριν κλείσω, θέλω να πω δυο λόγια για τον ίδιο τον συγγραφέα. Για τον άνθρωπο πίσω από τις λέξεις. Γιατί ο Σπύρος Τζόκας δεν είναι απλώς ένας συγγραφέας σαν όλους τους άλλους. Είναι ένας άνθρωπος που κουβαλάει μέσα του την ίδια τη μνήμη της πόλης. Της Καισαριανής. Της γειτονιάς του. Της προσφυγιάς, της αγωνίας, των τραυμάτων, της περηφάνιας, της συλλογικής ψυχής. Αγωνιστής, διανοούμενος, άνθρωπος της πράξης.
Με τα γραφτά του φροντίζει να μην ξεχνάμε. Να μην ξεχνάμε ούτε τα ξεπουλήματα, ούτε τις διώξεις, ούτε τα χρόνια του κοπανιστού αέρα, ούτε της αρπαχτής και της προδοσίας. Ο λαός συνεχίζει να χτυπιέται από παντού, αλλά και να παλεύει. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Δεν υποτάσσονται όλοι. Δεν καταπίνουν όλοι την αδικία και την εκμετάλλευση, σαν χάπι λήθης. Γι' αυτό και το βιβλίο αυτό της «Σύγχρονης Εποχής» να θεωρηθεί ένα πολύτιμο δώρο. Ενα δώρο που μας θυμίζει πως, όσο ζούμε, όσο γράφουμε, όσο ανασαίνουμε σε τούτη τη χώρα, δεν επιτρέπεται η ...αμνησία.
Σας προτρέπω να το διαβάσετε. Να το αγαπήσετε. Και να το αφήσετε να σηκώσει το πέπλο από το πρόσωπο της πραγματικής ιστορίας μας. Αυτής που προσπαθούν να κρύψουν, να αλλοιώσουν, να παραχαράξουν, να αποσιωπήσουν.
Γιατί, όπως λέει και ο ίδιος: «Κάποιοι λύγισαν κάτω από τα γεγονότα. Κάποιοι άλλοι στάθηκαν απέναντί τους και νίκησαν. Το βιβλίο αυτό είναι για όλους. Γιατί κανείς δεν βγαίνει αλώβητος από τον χρόνο. Ομως, κάποιοι, βγαίνουν ανθρώπινοι».
Ο Σπύρος Τζόκας, ένα πρόσωπο της προσφυγικής Αθήνας, μαθητής της Ιστορίας και πολίτης με άποψη, δεν μας παραδίδει απλώς ένα μυθιστόρημα. Παραδίδει μια παρακαταθήκη, για να παραμείνει ζωντανή η πιο μεγάλη αλήθεια: «Οσο υπάρχουν αυτοί που αγωνίζονται, η Ιστορία δεν τελειώνει ποτέ». Και στην Ιστορία του Κόμματός μας, είναι χιλιάδες οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που με τα έργα και το παράδειγμά τους έγραψαν λαμπρές σελίδες στο μεγάλο βιβλίο της πάλης για την κοινωνική απελευθέρωση.
Η Ιστορία, οι παραδόσεις και το κύρος του ΚΚΕ είναι βαθιά ριζωμένα στον ελληνικό λαό. Οι αμέτρητες θυσίες των ανθρώπων του ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν. Κι όπως λέει στη σελίδα 305, «Να ακούσουμε το κάλεσμα της Ιστορίας και να δεθούμε στο κατάρτι της συνείδησης και της αξιοπρέπειάς μας, σαν τους συντρόφους του Οδυσσέα. Να μην παρασυρθούμε από τις Σειρήνες του ατομικισμού και του ωφελιμισμού. Πολλές φορές ο ρεαλισμός κι ο ορθολογισμός αποδείχτηκαν τα δίδυμα αδελφάκια του φόβου και της δειλής επιβίωσης».
Ευχαριστούμε αυτόν τον ξεχωριστό συγγραφέα, που βρήκε τον τρόπο, μετρώντας τις πληγές να πάρουμε απαντήσεις με αλήθεια, χωρίς ψευδαισθήσεις κι αυταπάτες. Που δεν φοβάται να φωτίσει την πραγματικότητα. Μάλλον γιατί ξέρει πως η Ιστορία δεν συγχωρεί εκείνους που δεν την αντέχουν.