ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Αυγούστου 2001
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Η νόμιμη νοθεία

Είναι γνωστό ότι η άρχουσα τάξη διαθέτει πολύπλοκους κατασταλτικούς, οικονομικούς, ιδεολογικούς μηχανισμούς για να διατηρεί ακέραιη την εξουσία της. Ετσι, δεν είναι περίεργο ή ανεξήγητο το γεγονός ότι τα αστικά και μικροαστικά κόμματα καταφέρνουν να κερδίζουν την ψήφο της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων στις εκλογές που διεξάγονται για το αστικό Κοινοβούλιο. Τέτοιες εκλογές διεξάγονται βέβαια όπου η μορφή του αστικού κράτους είναι δημοκρατική. Γιατί, οι ανοιχτές δικτατορικές, φασιστικές, στρατιωτικές ή θεοκρατικές μορφές εξουσίας της αστικής τάξης είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, διαδεδομένες με την αστική δημοκρατία.

Ετσι, λοιπόν, η αναπόφευκτη σε συνθήκες καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας στις διάφορες παραλλαγές της, οι μηχανισμοί εξαγοράς της ψήφου μέσω πολύμορφων πελατειακών συστημάτων, η οικονομική βία (π.χ. απειλή απόλυσης αν δεν πλειοψηφήσει το τάδε κόμμα), οι πολιτικο-ψυχολογικοί εκβιασμοί των ψηφοφόρων, η έμμεση ή άμεση απειλή χρήσης τρομοκρατίας και ωμής βίας, αν τα αποτελέσματα δεν είναι αρεστά στην κυρίαρχη τάξη, η πλύση εγκεφάλου από τα κρατικά και ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης, o αποκλεισμός από αυτά και η συκοφάντηση με έντεχνο ή μη τρόπο όσων αμφισβητούν τις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές, όλα αυτά αποτελούν αφανείς, και σπανιότερα εμφανείς, μηχανισμούς διαμόρφωσης της λαϊκής βούλησης. Ετσι, το εκλογικό σώμα κατέρχεται στις κάλπες με την ψευδαίσθηση της ελεύθερης επιλογής των αντιπροσώπων του, ενώ η κυρίαρχη τάξη αναμένει την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, με τη βεβαιότητα ότι η «αγία οικογένεια» του αστικού πολιτικού συστήματος απέσπασε για μια ακόμη φορά τη λαϊκή συναίνεση. Παράλληλα, όταν τα μέσα αυτά δεν επαρκούν, χρησιμοποιείται άμεσα η νοθεία των αποτελεσμάτων, δηλαδή η αλλοίωση του περιεχομένου της κάλπης, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Στη χώρα μας, από την ανεξαρτησία της μέχρι τουλάχιστον το 1967 διαθέτουμε μεγάλη εμπειρία από τέτοιες μεθόδους. Αυτές εξάλλου χρησιμοποιούνται και στις ΗΠΑ, όπως τουλάχιστον απέδειξαν οι τελευταίες προεδρικές εκλογές, όπου υπήρξε σωρεία καταγγελιών για τέτοιες παραβιάσεις. Αλλά και παλαιότερες εμπειρίες των ΗΠΑ επιβεβαιώνουν τη θέση αυτή, όπως η εκλογή του Χάρι Τρούμαν ως γερουσιαστή του Μισούρι που έγινε με τη βοήθεια των ψήφων των πολιτών που είχαν προ πολλού «αποδημήσει εις Κύριον».

Επειδή όμως η ταξική πάλη βρίσκει, λιγότερο ή περισσότερο, αντανάκλαση στις εκλογές και στο συσχετισμό των δυνάμεων μέσα στο Κοινοβούλιο, το αστικό κράτος φροντίζει επιμελώς να απογυμνώνει τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς από πραγματικές εξουσίες. Οι πραγματικές αποφάσεις λαμβάνονται στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, στις λέσχες και τα δίκτυα των ισχυρών κεφαλαιοκρατών, στις εξωθεσμικές συναντήσεις εκπροσώπων του μεγάλου κεφαλαίου και των πολιτικών εκφραστών τους.

Για τov έλεγχο της συνείδησης των λαϊκών μαζών και της εκλογικής διαδικασίας, η άρχουσα τάξη δεν αρκείται στους μηχανισμούς που προαναφέρθηκαν. Ενας από τους μηχανισμούς ελέγχου της διαμόρφωσης της σύνθεσης του Κοινοβουλίου είναι παραδοσιακά το εκλογικό σύστημα. Οπως oμoλoγoύv ακόμη και αστοί πολιτικοί επιστήμονες (G. Sartori), το εκλογικό σύστημα είναι ένας εξειδικευμένος χειραγωγικός μηχανισμός.

Επειδή o ρόλος των εκλογικών συστημάτων στη νόθευση των εκλογών είναι αποφασιστικός, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η αστική πολιτική επιστήμη αποφεύγει να ασχολείται με το ζήτημα αυτό, με αποτέλεσμα «η μελέτη των εκλογικών συστημάτων να αποτελεί αναμφίβολα τov περισσότερο υπανάπτυκτο κλάδο της (αστικής) πολιτικής επιστήμης».

Περιορισμοί του εκλογικού δικαιώματος

Η αστική τάξη στην πάλη της ενάντια στη φεουδαρχία διακήρυσσε την τυπική ισότητα των ανθρώπων. Ολοι έπρεπε και μπορούσαν να είναι πολίτες. Ομως στην πραγματικότητα, η αστική τάξη δεν έμεινε πιστή στις διακηρύξεις της αυτές. Ο φόβος της εργατικής τάξης, οι συμβιβασμοί των αστών με τους φεουδάρχες, περιόρισαν δραστικά τις αστικοδημοκρατικές αυτές αρχές. Ετσι, ακόμη και οι πιο ριζοσπάστες εκπρόσωποι της αστικής τάξης, όπως o Ρουσό και οι ιακωβίνοι, ήταν οπαδοί της καθολικής ψηφοφορίας των ανδρών. Οι γυναίκες βρίσκονταν εκτός της έννοιας του πολίτη σε ό,τι τουλάχιστον αφορούσε το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι.

Στην πράξη εφαρμόστηκαν στις διάφορες χώρες ποικίλα συστήματα περιορισμού του δικαιώματος της ψήφου. Το εκλογικό σώμα περιορίστηκε με κριτήρια περιουσιακά έτσι ώστε τελικά δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο οι αστοί και οι γαιοκτήμονες. Η σταδιακή διεύρυνση του εκλογικού δικαιώματος, κάτω από την πίεση των λαϊκών αγώνων, έδωσε το δικαίωμα αυτό και σε ορισμένες κατηγορίες μικροϊδιοκτητών της πόλης και του χωριού, οι οποίοι όμως εύκολα χειραγωγούνταν από τα κόμματα του κατεστημένου. Και, βέβαια, οι γυναίκες, το μισό και πλέον του πληθυσμού έμεναν αυστηρά εκτός εκλογικής διαδικασίας.

Ετσι, το γαλλικό επαναστατικό Σύνταγμα του 1793 διακήρυσσε την καθολική ψηφοφορία, αλλά αυτή ποτέ δεν εφαρμόστηκε. Το 1814 δικαίωμα ψήφου είχαν 50.000 Γάλλοι σε σύνολο 30 εκατομμυρίων. Το 1830 το εκλογικό δικαίωμα επεκτάθηκε. Ψήφισαν τότε 250 χιλιάδες! Στις αρχές του 20ού αιώνα και μέχρι το 1940, παρότι είχε θεωρητικά καθιερωθεί η καθολική ψηφοφορία, δεν είχαν αυτό το δικαίωμα οι γυναίκες και άλλες κατηγορίες του πληθυσμού (στρατιωτικοί, πληθυσμός των αποικιών), με αποτέλεσμα να έχουν δικαίωμα ψήφου το 27% του πληθυσμού στη μητρόπολη και το 1% στις αποικίες της Γαλλίας.

Στη Βρετανία η διεύρυνση του εκλογικού δικαιώματος ήταν ακόμη περισσότερο αργή. Αντίστοιχη ήταν η εμπειρία των ΗΠΑ. Στις νότιες πολιτείες, η ψήφος εξαρτιόταν από την καταβολή ενός ορισμένου ύψους φόρου, ενώ αλλού εξαρτιόταν από ένα ορισμένο μορφωτικό επίπεδο. Αυτό αυτόματα απέκλειε από το δικαίωμα της ψήφου τα φτωχότερα στρώματα, τov μαύρο πληθυσμό και τα πλέον ριζοσπαστικά στοιχεία. Ακόμη και μετά την κατάργηση της σχετικής νομοθεσίας το 1965, οι γενικότερες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες εμπόδιζαν τov μαύρο πληθυσμό να εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους και ασκήσει το δικαίωμά του. Αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα, στην αυγή του 21ου αιώνα.

Πάντως, είναι χαρακτηριστικό ότι τα αστικά κράτη άρχισαν να επεκτείνουν το δικαίωμα της ψήφου στην εργατική τάξη και να υιοθετούν την καθολική ψηφοφορία αμέσως μετά την Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Οι αστικές τάξεις αναγκάστηκαν να προβούν σε τέτοιες υποχωρήσεις, προκειμένου να διασώσουν την εξουσία τους και να διαμορφώσουν μια εικόνα δημοκρατίας για τα αστικά κράτη. Αυτό έγινε υπό την αυξανόμενη αίγλη της πρώτης νικηφόρας σοσιαλιστικής επανάστασης, η οποία όχι απλώς καθιέρωσε το καθολικό δικαίωμα «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» σε άντρες και γυναίκες από 18 ετών, αλλά σηματοδότησε την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τους άλλους εργαζόμενους. Ετσι, πρώτη η Βρετανία από τα αστικά κράτη εισάγει την καθολική ψηφοφορία το 1918 για τους άντρες κάτω των 21 ετών και για τις γυναίκες κάτω των 30 ετών.

Στις περισσότερες όμως αστικές δημοκρατίες η καθολική ψηφοφορία καθιερώθηκε μετά το 1945, όταν η εργατική τάξη και οι λαοί πολλών χωρών της Ανατολικής Ευρώπης κατέκτησαν την εξουσία. Το αντιφασιστικά αισθήματα των λαών ήταν πολύ ισχυρά, το εργατικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα είχε δυναμώσει εξαιρετικά στην Ευρώπη και σε όλο τov κόσμο. O κίνδυνος για την αστική τάξη ήταν πλέον πολύ μεγάλος. Ετσι, ακολούθησε δύο συμπληρωματικές μεταξύ τους μεθόδους: Σε μερικά κράτη παραχώρησε το καθολικό εκλογικό δικαίωμα, σε άλλα αξιοποίησε την πιο ακραία, αιματηρή καταστολή, ενώ συχνός υπήρξε o συνδυασμός των δύο πρακτικών.

Στη χώρα μας η καθολική ψηφοφορία υιοθετήθηκε το 1952, μετά τη βίαιη κατάπνιξη από τov ιμπεριαλισμό του λαϊκού επαναστατικού κινήματος, ενώ το ηλικιακό όριο του «εκλέγειν» κατέβηκε στα 18 έτη μόλις το 1981. Στη Γαλλία οι γυναίκες ψήφισαν πρώτη φορά μετά τov Β` Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Ελβετία, «πρότυπο δημοκρατίας» για τους αστούς, οι γυναίκες δεν ψήφιζαν μέχρι το 1971! Στην Αγγλία μόνο το 1948 καταργήθηκε η πολλαπλή ψήφος που έδινε τη δυνατότητα στους επιχειρηματίες να ψηφίζουν και στον τόπο κατοικίας τους και στον τόπο που βρίσκεται η επιχείρησή τους.

Η προτίμηση του πλειοψηφικού

Η αστική τάξη προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την παραχώρηση του εκλογικού δικαιώματος στους εργαζόμενους, σε όποιες χώρες αυτή πραγματοποιήθηκε. Καλλιέργησε τη θεωρία της εκλογικής επανάστασης, της ολοκληρωμένης τάχα δημοκρατίας και σε αυτή τη βάση προσπάθησε να εγκλωβίσει και να ενσωματώσει το εργατικό κίνημα στην αστικοκοινοβουλευτική λογική. Ωστόσο, όπως επισήμαινε o Λένιν, «το καθολικό εκλογικό δικαίωμα αποτελεί δείχτη της ωριμότητας των διαφόρων τάξεων στην κατανόηση των καθηκόντων τους» («Απαντα», τ. 40, σελ. 20-21).

Εκ των πραγμάτων όμως, η συμμετοχή της εργατικής τάξης στις εκλογικές διαδικασίες έκανε αναγκαία την αναβάθμιση των άλλων μηχανισμών ελέγχου της εκλογικής διαδικασίας και της συνείδησης και της ψήφου των λαϊκών στρωμάτων. Στο πλαίσιο αυτό αυξήθηκε o ρόλος των ιδεολογικών μηχανισμών χειραγώγησης των εργαζομένων γενικά, αλλά και ειδικά στις εκλογές, ενώ αυξήθηκε σχετικά και o ρόλος των εκλογικών συστημάτων με τη στενή έννοια, του μηχανισμού δηλαδή με τov oπoίo συσχετίζονται οι ψήφοι και οι ψηφοφόροι με τους αντιπροσώπους τους στο Κοινοβούλιο.

Η αστική τάξη, όταν ήταν επαναστατική στην πάλη της ενάντια στη φεουδαρχία, υποστήριζε ότι οι αντιπρόσωποι πρέπει να καθρεφτίζουν πιστά τις τάσεις των εκλογέων, γι' αυτό και τασσόταν υπέρ της αναλογικής: όσες ψήφους παίρνει δηλαδή ένας συνδυασμός στις εκλογές, ακριβώς αντίστοιχο ποσοστό να παίρνει σε έδρες στο Κοινοβούλιο.

Στην πράξη όμως η αστική τάξη έδειξε γρήγορα την προτίμησή της σε ένα άλλο είδος εκλογικού συστήματος που έγινε το κυρίαρχο: στο πλειοψηφικό. Τέτοιο σύστημα ίσχυε στη χώρα μας διαρκώς μέχρι το 1926. Στο πλειοψηφικό, άσχετα με τις παραλλαγές του, το κόμμα που παίρνει τις περισσότερες ψήφους καταλαμβάνει και την έδρα ή τις έδρες, ανάλογα αν έχουμε μονοεδρικές ή πολυεδρικές περιφέρειες. Ετσι όμως οι ψήφοι των συνδυασμών που μειοψήφησαν, ακόμη και αν μειοψήφησαν με 49%, πάνε χαμένοι.

Το πλειοψηφικό συναντάται σε δύο βασικές παραλλαγές. Στην πρώτη o συνδυασμός που καταλαμβάνει την έδρα είναι αυτός που θα λάβει το 50% συν μία ψήφο. Οταν αυτό δε γίνει στον πρώτο γύρο, προβλέπεται και ένας δεύτερος όπου συμμετέχουν οι δύο πρώτοι συνδυασμοί που πλειοψήφησαν σχετικά στον πρώτο γύρο.

Στη δεύτερη παραλλαγή του, την έδρα ή τις έδρες καταλαμβάνει το κόμμα που πλειοψήφησε σχετικά. Η παραλλαγή αυτή είναι ακόμη πιο αντιδημοκρατική και άδικη. Δηλαδή, αν έχουμε πλειοψηφικό σε περιφέρεια που εκλέγει δέκα βουλευτές και λάβουν το κόμμα Α 30%, το Β 29%, το Γ 28%, το Δ 13%, το Α παίρνει και τις δέκα έδρες, ενώ οι ψήφοι που έλαβαν τα άλλα κόμματα πετιούνται στον κάλαθο των αχρήστων.

Αυτό το δεύτερο σύστημα πλειοψηφικού είναι αυτό που ισχύει ανέκαθεν στις ΗΠΑ. Σε κάθε πολιτεία που αποτελεί και εκλογική περιφέρεια καταλαμβάνει όλες τις έδρες των εκλεκτόρων (οι οποίοι ψηφίζουν μετά για τov πρόεδρο) όποιο ψηφοδέλτιο λάβει τη σχετική πλειοψηφία των ψήφων. Αυτό σημαίνει ότι αν ένα κόμμα συγκεντρώσει ακόμη και το 49% σε όλες τις πολιτείες δε θα εκλέξει κανέναν εκλέκτορα, αν o αντίπαλός του πάρει αντίστοιχα το 51%. Ακόμη περισσότερο, στην πράξη σημαίνει ότι κόμματα με ισχυρή παρουσία της τάξης του 5%, 10%, 20% δεν αντιπροσωπεύονται στους εκλέκτορες. Αυτό συνέβη παλαιότερα με τους υποψηφίους των προοδευτικών δυνάμεων και στις τελευταίες προεδρικές εκλογές με τov υποψήφιο πρόεδρο των Πρασίνων.

Επίσης, μπορεί να συμβεί το κόμμα που έλαβε την πλειοψηφία των εκλεκτόρων να αποτελεί μειοψηφία. Πώς γίνεται αυτό: Σε μια εκλογική περιφέρεια που εκλέγει π.χ. 20 εκλέκτορες. o συνδυασμός Α παίρνει 30 χιλ. ψήφους και o Β 29 χιλ. Ο Α παίρνει και τους 10 εκλέκτορες. Το ίδιο συμβαίνει και σε μια άλλη άλλη δεκαεδρική περιφέρεια. Σε μια τρίτη δεκαεδρική (όλες αντιπροσωπεύουν περίπου τov ίδιο πληθυσμό) o Α παίρνει 0 ψήφους και o Β 59 χιλ. Αν υποθέσουμε ότι αυτές οι τρεις είναι όλες οι περιφέρειες, βλέπουμε ότι o Α με σύνολο ψήφων 60 χιλ. πήρε 40 αντιπροσώπους, ενώ o Β με σύνολο ψήφων 117 χιλ. (29+29+59) παίρνει 20 μόνο εκλέκτορες. Αυτό έχει συμβεί τρεις φορές στις ΗΠΑ και έτσι τους περισσότερους εκλέκτορες απέκτησε και εκλέχτηκε πρόεδρος από το κόμμα που μειοψήφησε σε πανεθνικό επίπεδο.

Είναι λοιπόν εύλογη η προτίμηση της αστικής τάξης στο πλειοψηφικό. Και εκλογές γίνονται και τα αποτελέσματα είναι αυστηρά ελεγχόμενα. Με επιτυχία για την αστική τάξη χρησιμοποιήθηκε το πλειοψηφικό σε πολλές άλλες χώρες. Ετσι, για παράδειγμα, χάρη στο πλειοψηφικό δύο γύρων, το Γαλλικό ΚΚ στις εκλογές του 1958 πήρε πανεθνικά 3.882.000 ψήφους και 10 έδρες στη Βουλή, ενώ το δεξιό κόμμα του Ντε Γκολ πήρε πανεθνικά 3.608.000 ψήφους και έλαβε 189 έδρες! Επίσης, στην κρίσιμη εκλογή του 1968 το Γαλλικό ΚΚ έλαβε το 7% των εδρών παρότι είχε λάβει το 20% των ψήφων.

Οι ενισχυμένες αναλογικές

Η πίεση όμως του εργατικού κινήματος άρχισε να γίνεται πολύ αισθητή. Ετσι, στα τέλη του 19ου αιώνα τα αστικοδημοκρατικά κράτη άρχισαν δειλά δειλά να υιοθετούν συστήματα που θύμιζαν την απλή και άδολη αναλογική, αλλά δεν ήταν. Πρόκειται για τις διάφορες μορφές ενισχυμένης αναλογικής. Η μετατόπιση από το πλειοψηφικό στην ενισχυμένη έγινε πιο εμφανής μετά τη νίκη της Επανάστασης του 1917 και περισσότερο έντονα μετά το 1945 για τους ευνόητους λόγους που αναφέρθηκαν πρωτύτερα. Τότε, εγκαταλείφθηκε το πλειοψηφικό και για έναν ακόμη λόγο. Η άνοδος του εργατικού κινήματος κινδύνευε, μέσω του πλειοψηφικού, να φέρει στην κυβέρνηση κόμματα που ήταν ή έμοιαζαν ως απειλές για την αστική τάξη. Η ενισχυμένη αναλογική τους έκλεινε αυτό το δρόμο.

Στα συστήματα αυτά εγκαταλείπεται λοιπόν το πλειοψηφικό, εγκαθιδρύεται μια σχετική αναλογία ανάμεσα στις ψήφους που παίρνει κάθε κόμμα και στις έδρες που καταλαμβάνει. Η αναλογία αυτή όμως είναι σχετική και καμιά φορά πάρα πολύ σχετική, τόσο που υπάρχουν συστήματα ενισχυμένης αναλογικής που είναι εξίσου αντιδημοκρατικά και νοθεύουν τα αποτελέσματα όσο είναι και το πλειοψηφικό ή καμιά φορά ακόμη περισσότερο και από αυτό.

Σε όλες τις μορφές της ενισχυμένης αναλογικής (που όσο πιο «ενισχυμένη» είναι, τόσο λιγότερο αναλογική είναι) οι ψήφοι των κομμάτων που είναι δεύτερα, τρίτα κλπ. στη σειρά, ληστεύονται σε όφελος του πρώτου κόμματος, σπανιότερα σε όφελος και του δεύτερου. Οι εμπειρίες της χώρας μας ιδιαίτερα στην πιο πρόσφατη στη μνήμη μεταπολιτευτική περίοδο είναι εύγλωττες.

Για παράδειγμα, στις τελευταίες εκλογές, με βάση το ποσοστό των ψήφων, το ΠΑΣΟΚ έπρεπε να λάβει 131 έδρες, ενώ πήρε 158. Εκλεψε δηλαδή 27 έδρες από τα άλλα κόμματα με νόμιμο τρόπο μέσω εκλογικού συστήματος. Η ΝΔ θα έπρεπε να έχει 128 βουλευτές με βάση το ποσοστό της, αλλά έχει 125. Το ΚΚΕ θα έπρεπε να εκλέξει 17 αλλά έχει μόνο 11, o ΣΥΝ 10 αντί για 6 που έχει. Το ΔΗΚΚΙ δεν έχει κανένα βουλευτή ενώ, με βάση το ποσοστό του, θα έπρεπε να έχει εκλέξει 8, ενώ άλλα μικρότερα κόμματα θα έπρεπε, με βάση την πραγματική, την απλή αναλογική, να έχουν εκλέξει συνολικά 4 βουλευτές.

Το γερμανικό σύστημα

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το σύστημα της Γερμανίας, γιατί στην αστική επιστημονική βιβλιογραφία η Ομοσπονδιακή Γερμανία παρουσιάζεται ούτε λίγο ούτε πολύ ως πρότυπο δημοκρατίας και κράτους δικαίου και γιατί με το γερμανικό εκλογικό σύστημα φλερτάρουν τελευταία παράγοντες της κυβέρνησης, της ΝΔ και γενικότερα της ολιγαρχίας.

Σύμφωνα με τα βασικά του χαρακτηριστικά, το γερμανικό σύστημα είναι ένας συνδυασμός πλειοψηφικού και ενισχυμένης αναλογικής. Ετσι, η πλειοψηφία των βουλευτών εκλέγεται με το πλειοψηφικό, ενώ ένας μέρος τους εκλέγεται σχετικά ανάλογα με την πανεθνική δύναμη των κομμάτων. Η σχετικότητα συνίσταται στο ότι υπάρχει όριο 5% για την είσοδο στη Βουλή. Αρα οι έδρες που τα μικρότερα κόμματα θα μπορούσαν τουλάχιστον να εκλέξουν από την «αναλογική» λίστα αυτή (αφού με βάση το πλειοψηφικό οι ψήφοι τους χάνονται), μοιράζονται κατά κανόνα στο πρώτο κόμμα. Και, βέβαια, τα διλήμματα της χαμένης ψήφου, και στο πλειοψηφικό, και στην ενισχυμένη, και στις όποιες παραλλαγές τους, είναι τόσο ισχυρά ώστε αποθαρρύνεται o ψηφοφόρος να επιλέξει κάποια από τα κόμματα των οποίων η ψήφος θα χαθεί λόγω εκλογικού συστήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ την τετραετία 1949-1953 αντιπροσωπεύονταν στο Δυτικογερμανικό Κοινοβούλιο 11 κόμματα, από το 1961 αντιπροσωπεύονταν μόνο 3 πλέον.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι το γερμανικό εκλογικό σύστημα, σε συνδυασμό με την τρομοκρατία, την ιδεολογική επίθεση και, τέλος, την απαγόρευση του ΚΚ Γερμανίας ήταν οι παράγοντες που οδήγησαν στη δραστική εκλογική συρρίκνωση του κόμματος.

Σύγχρονες τάσεις στα εκλογικά συστήματα

Εχει σημασία να παρατηρήσουμε ότι η τάση που καταγράφτηκε μετά το 1945 να υιοθετούνται λιγότερο ληστρικά εκλογικά συστήματα κάτω από την πίεση των λαϊκών κινημάτων, αναστράφηκε λίγο αργότερα. Ηδη στη Γαλλία, όπου από το 1946 ίσχυσαν εκλογικά συστήματα που βρίσκονταν κοντά στην απλή αναλογική, το 1958 επανήλθε το πλειοψηφικό μαζί με την αντιδραστική αλλαγή του Συντάγματος. Η ενισχυμένη αναλογική που επανήλθε το 1981 για ένα διάστημα δε διέφερε πολύ από το πλειοψηφικό ως προς το παραμορφωτικό της αποτέλεσμα.

Η τάση για υιοθέτηση περισσότερο νοθευτικών και ληστρικών εκλογικών συστημάτων έγινε πιο ορατή μετά το 1990. Αυτό είναι λογικό, αφού η αστική τάξη ένιωθε πλέον ότι, μετά την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Α. Ευρώπη, μπορούσε να περάσει στην επίθεση και να αφαιρέσει όσες τυχόν κατακτήσεις είχε παραχωρήσει κάτω από τους αγώνες των εργαζόμενων και υπό τo φόβο του αντίπαλου δέους.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ιταλίας. Η Ιταλία υπήρξε ίσως η μόνη χώρα όπου για ένα σχετικά μεγάλο διάστημα λίγων δεκαετιών εφαρμόστηκε η απλή αναλογική. Σε αυτό βέβαια συντέλεσε ότι η άρχουσα τάξη της χώρας ήθελε να αποφύγει την είσοδο του ΚΚ στην κυβέρνηση. Εξαιτίας της μεγάλης του εκλογικής επιρροής ήταν δυνατό το ΚΚ να μετατραπεί σε κοινοβουλευτική πλειοψηφία μέσω ενός άλλου εκλογικού συστήματος.

Μετά το 1990, όταν όλα τα δεδομένα είχαν γίνει περισσότερο ευνοϊκά για το μεγάλο κεφάλαιο, η απλή αναλογική καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με ένα αντιδραστικό εκλογικό σύστημα που συνδυάζει στοιχεία πλειοψηφικού και ενισχυμένης, ενώ προετοιμάζεται νέα, ακόμη αντιδραστικότερη, αλλαγή του.

Πρέπει πάντως να παρατηρήσουμε ότι η προς το ληστρικότερο μεταβολή των εκλογικών συστημάτων αποτελεί ένα από τα μέσα αφαίρεσης των δημοκρατικών κατακτήσεων των λαών. Σε όλο τov κόσμο είναι ορατή η τάση να συρρικνωθούν οι όποιες παραχωρήσεις είχαν κάνει οι αστικές δημοκρατίες. Για την ακρίβεια, η ίδια η αστική δημοκρατία γίνεται ακόμη περισσότερο σκιώδης. Ο ταξικός της χαρακτήρας γίνεται πλέον εμφανής. Οι διάφορες αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες, τα συστήματα ηλεκτρονικής παρακολούθησης, o περιορισμός στοιχειωδών δικαιωμάτων, όπως της διαδήλωσης, της απεργίας, της έκφρασης διαφορετικής από την κυρίαρχη γνώμης, η ακόμη μεγαλύτερη από τα Κοινοβούλια αφαίρεση ουσιαστικών αρμοδιοτήτων και εξουσιών σε όφελος των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών και κέντρων, όλα αυτά αυτά αποτελούν πλευρές της σύγχρονης επίθεσης του μεγάλου κεφαλαίου. Στόχος του είναι να περάσει αδιαμαρτύρητα η αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

Στο πλαίσιο αυτό, o αγώνας ενάντια στα καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα, η πάλη για την επιβολή της απλής αναλογικής, o αγώνας για την υπεράσπιση, αλλά και για τη διεύρυνση των δημοκρατικών κατακτήσεων των εργαζομένων αποτελούν σημαντικά πεδία συσπείρωσης ευρύτερων δυνάμεων, αλλά και κανάλια άντλησης λαϊκών δυνάμεων για τη συγκρότηση του λαϊκού μετώπου που θα ανατρέψει την πολιτική και οικονομική κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού.

Βασική βιβλιογραφία:

1. Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, «Ο πολιτικός μηχανισμός της δικτατορίας των μονοπωλίων», Σύγχρονη Εποχή, 1982

2. ΚΜΕ, «Πλευρές του νομικοπολιτικού εποικοδομήματος στην Ελλάδα», Σύγχρονη Εποχή, 1997

3. J.M. Cotteret - C. Emeri, «Εκλογικά συστήματα», Ποντίκι

4. Η. Νικολακόπουλος, «Εισαγωγή στη θεωρία και πρακτική των εκλογικών συστημάτων», Αντ. Σάκκουλας, 1989

5. Α. Τάχος, «Το πρώτο Σοβιετικό Σύνταγμα του 1918», Παρατηρητής, 1989


ΚΕΙΜΕΝΑ:
Δημήτρης ΚΑΛΤΣΩΝΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ