«Η Ευρώπη προετοιμάζεται για πόλεμο. Αυτό αποδεικνύεται σαφώς από τη στρατηγική που ακολουθείται, τα διάφορα διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία και τις δηλώσεις των κυβερνήσεων.
Ολες οι χώρες στη σημερινή Ευρώπη είναι καπιταλιστικές χώρες και κυβερνώνται με αρχή την υπεράσπιση των συμφερόντων των εθνικών μονοπωλίων και τη διασφάλιση των κερδών τους. Πολλές από αυτές τις χώρες είναι προς το παρόν στην Ευρωπαϊκή Ενωση, σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους έναντι των καπιταλιστικών τους αντιπάλων, όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ. Ο στόχος της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι η υπεράσπιση των συμφερόντων μιας συγκεκριμένης ομάδας καπιταλιστών σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία.
Οι εκτιμήσεις για τη στρατιωτικοποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας πρέπει να ενταχθούν σε αυτό το πλαίσιο. Ο καπιταλισμός δεν έχει καταφέρει να επιτύχει τους ρυθμούς ανάπτυξης και συσσώρευσης, ούτε τα κέρδη που υπήρχαν πριν από την κρίση του 2008. Επιπλέον, απειλείται από τη σκιά της επόμενης κρίσης υπερπαραγωγής. Οι συγκρούσεις μεταξύ των καπιταλιστών για τον έλεγχο των αγορών, των δρόμων μεταφοράς και των πηγών πρώτων υλών οξύνονται. Ετσι, ο κίνδυνος νέων και πιο βίαιων στρατιωτικών συγκρούσεων μεταξύ των καπιταλιστικών δυνάμεων αυξάνεται εκθετικά.
Οι χώρες του ΝΑΤΟ έχουν δεσμευτεί να φτάσουν το 5% του ΑΕΠ σε στρατιωτικές δαπάνες και πολλές έχουν ήδη ξεπεράσει το 2%.
Η τελευταία φορά που παρατηρήθηκαν τέτοια ποσοστά στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ήταν κατά τη διάρκεια πολέμου ή αμέσως πριν από αυτόν. Για παράδειγμα, η τελευταία φορά που καταγράφηκαν τέτοια ποσοστά στρατιωτικών δαπανών στη Γαλλία ήταν το 1953, όταν διεξήγαγε αποικιακές εκστρατείες στη Νοτιοανατολική Ασία και τη Βόρεια Αφρική, και στη Γερμανία το 1963, ενώ η Δυτική Γερμανία συγκρουόταν με τη Σοσιαλιστική Γερμανία.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση κινητοποιεί τεράστιους πόρους για τον πόλεμο. Το σχέδιο "ReArm Europe" - που μετονομάστηκε σε "Readiness 2030" για λόγους εξωραϊσμού - προβλέπει τη χρήση 800 δισεκατομμυρίων ευρώ για την πολεμική βιομηχανία. Οι κανόνες που υιοθετούνται τώρα θα επιτρέψουν στις ευρωπαϊκές χώρες να παρακάμψουν τους στόχους για το έλλειμμα στις στρατιωτικές δαπάνες. Τα όρια του προϋπολογισμού ισχύουν μόνο για τις κοινωνικές δαπάνες, ενώ δεν υπάρχει όριο για τις στρατιωτικές δαπάνες ούτε για την αποπληρωμή του χρέους στους δανειστές.
Η εργατική τάξη στις ευρωπαϊκές χώρες χάνει τα δικαιώματά της με ταχείς ρυθμούς. Το 2022, η πραγματική αγοραστική δύναμη μειώθηκε κατά μέσο όρο 4,3% και κατά 0,7% το 2023. Περισσότεροι από τρία εκατομμύρια εργαζόμενοι δεν καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις, λόγω της μείωσης της συνδικαλιστικής συμμετοχής και της προώθησης νόμων κατά των Συλλογικών Συμβάσεων. Ταυτόχρονα, αντεργατικές μεταρρυθμίσεις διαδέχονται γρήγορα η μία την άλλη. Πρόσφατα, για να αναφέρουμε μόνο δύο παραδείγματα, η ελληνική κυβέρνηση, με βάση Οδηγία της ΕΕ, προώθησε τις 13 ώρες δουλειά και την ετήσια διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου, ενώ η πορτογαλική κυβέρνηση υιοθέτησε μια δρακόντεια εργασιακή μεταρρύθμιση, η οποία αυξάνει τις αιτίες για απόλυση και την ευελιξία της εργασίας.
Πρέπει να απαιτήσουμε καμία θυσία - καμία εμπλοκή στα πολεμικά σφαγεία του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, να υπερασπιστούμε τους μισθούς και τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας στους χώρους δουλειάς και τα εργασιακά - ασφαλιστικά δικαιώματά μας, αντιπαλεύοντας σθεναρά τη μεταφορά του πλούτου που παράγεται από την εργασία στις τσέπες του κεφαλαίου για την πολεμική του μηχανή.
Στόχος μας αποτελεί η ανατροπή του καπιταλισμού, η κατάργηση της εκμετάλλευσης και η ένταση της πάλης για τον σοσιαλισμό. Από αυτόν τον στόχο κρίνεται η ζωή μας».
Πώς η στροφή στην πολεμική οικονομία οξύνει τις αντιθέσεις στην κατανομή κοινοτικών κονδυλίων;
Γενικά, η στροφή στην πολεμική οικονομία αντανακλά τόσο την καθ' αυτό ανάγκη της αστικής τάξης να προετοιμαστεί για τον επερχόμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο (παραγωγή όπλων κ.λπ.), όσο και την αξιοποίηση της πολεμικής προετοιμασίας ως πεδίου τοποθέτησης κεφαλαίων, με στόχο την (έστω και προσωρινή) εκτόνωση της υπερσυσσώρευσης. Αυτή η δεύτερη πλευρά είναι σημαντική για να γίνει κατανοητή η όξυνση των αντιθέσεων στην κατανομή των κονδυλίων.
Θυμίζουμε εδώ πως η πολεμική οικονομία δεν περιορίζεται στην παραγωγή όπλων και πυρομαχικών, αλλά αφορά συνολικά στην προσαρμογή της οικονομίας και όλων των λειτουργιών του κράτους στις ανάγκες της πολεμικής προετοιμασίας.
Η στροφή στην πολεμική οικονομία σημαίνει ότι σε μια σειρά από κλάδους - παραγωγή όπλων, μεταφορές, υποδομές κτλ - δημιουργείται μια μεγάλη αγορά με κρατική - ευρωπαϊκή στήριξη (κονδύλια, νομικό πλαίσιο διευκόλυνσης των επενδύσεων κ.τ.λ.) που δίνει διέξοδο κερδοφορίας σε συσσωρευμένα κεφάλαια. Μάλιστα, η πολεμική οικονομία έχει το πλεονέκτημα ενός σχετικά ενδογενούς «προστατευτισμού», αφού οι πολεμικές δαπάνες κατευθύνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό προς τα εγχώρια μονοπώλια, ή σε συμπράξεις τους με μονοπώλια άλλων κρατών.
Ωστόσο, η ανισομετρία των οικονομιών της ΕΕ οδηγεί στην εξής κατάσταση: Ενώ οι δαπάνες για την πολεμική προετοιμασία έχουν έναν χαρακτήρα πανευρωπαϊκό, αφού σε μεγάλο βαθμό αφορούν χρηματοδότηση από την ΕΕ, ο μεγάλος όγκος της παραγωγής πολεμικού εξοπλισμού και άρα ο μεγάλος όγκος κερδοφορίας γίνεται σε εκείνες τις χώρες που έχουν μεγαλύτερη εγκατεστημένη παραγωγική ικανότητα σε πολεμικούς εξοπλισμούς, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και έως έναν βαθμό η Ισπανία.
Ορισμένα κράτη, όπως και όμιλοι των χωρών της ΕΕ, έχουν οικονομικές σχέσεις με ομίλους άλλων κρατών (π.χ. με ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Τουρκία κ.λπ.) πιέζοντας για συμμετοχή και αυτών στην αγορά εξοπλισμού από τις χώρες της ΕΕ, ενώ καθοριστικό ρόλο για την αγορά εξοπλισμών διαδραματίζει η ταυτόχρονη συμμετοχή των χωρών της ΕΕ στο ΝΑΤΟ και οι σχέσεις τους με τις ΗΠΑ.
Παράλληλα, η διόγκωση των κονδυλίων για την πολεμική προετοιμασία - η «στροφή» όπως λέμε στην πολεμική οικονομία - δεν γίνεται στον αέρα, αλλά προκύπτει μέσα από τη συρρίκνωση άλλων κρατικών και ευρωπαϊκών κονδυλίων (π.χ. πράσινη ανάπτυξη, αγροτικές επιδοτήσεις) και από την αύξηση των δαπανών της ΕΕ μέσα από τον δανεισμό.
Κατά συνέπεια, οδηγεί σε «ξαναμοίρασμα» της τράπουλας και σε επανακαθορισμό τού τι παίρνει κάθε κλάδος της οικονομίας ως κρατική - ευρωπαϊκή στήριξη, αλλά και του τι «πληρώνει» κάθε αστική τάξη, τι εισπράττει από την πίτα των κονδυλίων της πολεμικής οικονομίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι πολλοί όμιλοι που δραστηριοποιούνταν προηγούμενα σε άλλους «δυναμικούς» κλάδους (π.χ. πράσινη οικονομία, αυτοκινητοβιομηχανία), στρέφονται τώρα στην πολεμική βιομηχανία, επειδή εκεί βρίσκουν το πιο εύφορο έδαφος για κερδοφόρες επενδύσεις.
Ταυτόχρονα, κάθε αστική τάξη επιδιώκει να μεγιστοποιήσει τα οφέλη για τα δικά της μονοπώλια, να αυξήσει το μέγεθος των κονδυλίων που μπορούν να απορροφήσουν, να ενισχύσει τους κλάδους στους οποίους είναι οικονομικά ισχυρή, να επιβάλει κλάδους, έργα και δαπάνες που εμπίπτουν στην πολεμική προετοιμασία.
Προκύπτει λοιπόν ένα κουβάρι αντιθέσεων που αφορούν τον τρόπο επιμερισμού των δαπανών, τα όρια της πολεμικής οικονομίας και τους κλάδους που εμπίπτουν σε αυτήν, τις σχέσεις με άλλες χώρες και την ένταξή τους στα ευρωπαϊκά κονδύλια, την πηγή προέλευσης των εξοπλισμών, τις πιέσεις για μείωση σε άλλα κονδύλια προκειμένου να αυξηθεί η πίτα της πολεμικής οικονομίας κ.ά.