Τη διεύρυνση του στόλου πολεμικών της αεροπλάνων ιεραρχεί σταθερά η Τουρκία, με φόντο την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και τον αναβαθμισμένο ρόλο που διεκδικεί η Αγκυρα στην ευρύτερη περιοχή για λογαριασμό της τουρκικής αστικής τάξης.
Κατά τη χτεσινή επίσκεψη που έκανε στο Κατάρ ο Τούρκος υπουργός Αμυνας Γ. Γκιουλέρ, συνοδευόμενος από τον αρχηγό της τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας, πτέραρχο Ζιγιά Τζεμάλ Καντίογλου, ψηλά στην ατζέντα βρέθηκε και το ενδεχόμενο αγοράς μεταχειρισμένων «Eurofighter».
Σχετικά ρεπορτάζ σημείωναν ότι οποιαδήποτε πώληση αεροσκαφών από το Κατάρ (που σήμερα διαθέτει 24 αεροσκάφη «Eurofighter Typhoon Tranche 3A») θα απαιτούσε έγκριση από την κοινοπραξία «Eurofighter», την οποία συγκροτούν βρετανικά, γερμανικά, ιταλικά και ισπανικά μονοπώλια.
Η εφημερίδα «Turkiye Today» επικαλέστηκε πηγές σύμφωνα με τις οποίες «η κοινοπραξία υποστηρίζει μια τέτοια πιθανή συμφωνία, θεωρώντας την Τουρκία έναν σημαντικό μελλοντικό πελάτη», που με δεδομένη και τη ραγδαία ανάπτυξη της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας «θα μπορούσε αργότερα να επιδιώξει αναβαθμίσεις και πρόσθετα αεριωθούμενα αεροσκάφη "Tranche 4", εξοπλισμένα με προηγμένα συστήματα ραντάρ».
Την ίδια στιγμή ο Τούρκος Πρόεδρος, Ρ. Τ. Ερντογάν, επιστρέφοντας από το Αζερμπαϊτζάν - όπου βρέθηκε για συνεδρίαση του Οργανισμού Τουρκικών Κρατών - επανήλθε στο παζάρι για την επανένταξη της χώρας του στο πρόγραμμα παραγωγής των F-35, από το οποίο η Αγκυρα «εκδιώχθηκε» ως αποτέλεσμα των κυρώσεων CAATSA, ύστερα από την αγορά του ρωσικού συστήματος αεράμυνας S-400.
Επέμεινε ότι «οι απαραίτητες τεχνικές επαφές για τη λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων γίνονται σε όλα τα επίπεδα». Εκφράζοντας την προσδοκία ότι τελικά θα αρθούν οι αμερικανικές κυρώσεις, υπογράμμισε ότι η Τουρκία είναι «εταίρος σε αυτό το πρόγραμμα, έχει πληρώσει τα χρήματα και έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της (...) οι λόγοι αποκλεισμού της Τουρκίας από το πρόγραμμα δεν έχουν καμία νομιμότητα. Αυτό το είχε ήδη αναφέρει έμμεσα και ο κ. Τραμπ».
Μιλώντας δε ξανά για την πρόσφατη συνάντηση που είχε με τον Αμερικανό ομόλογό του, είπε ότι «η επίσκεψή μας» στις ΗΠΑ «σηματοδότησε μια νέα εποχή στις σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, και ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τον διάλογο και τη φιλία μεταξύ μας».
Στο μεταξύ, το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) οργάνωσε στην έδρα του στην Αγκυρα ειδική εκδήλωση για την «υποδοχή» δημάρχων που προέρχονται από κόμματα της αντιπολίτευσης, με φόντο ενδοαστικές διεργασίες που εντείνονται στην Τουρκία τους τελευταίους μήνες, το μπαράζ συλλήψεων εκλεγμένων και στελεχών του αντιπολιτευόμενου σοσιαλδημοκρατικού CHP, με κορυφαίο των πρώην δήμαρχο Κωνσταντινούπολης Εκ. Ιμάμογλου, αλλά και τις διαβουλεύσεις για την «ειρήνευση» και τη «λύση του Κουρδικού».
Η προσχώρηση των συνολικά 7 δημάρχων έπεται αντίστοιχης ανακοίνωσης που έγινε τον Αύγουστο, με πιο χαρακτηριστική την προσχώρηση στο ΑΚΡ της προερχόμενης από το CHP δημάρχου Αϊδινίου, Οζλέμ Τσερτσίογλου.
Οι νέοι προσχωρήσαντες στο ΑΚΡ προέρχονται όχι μόνο από το CHP (π.χ. ο Γκιουκάν Μπουντάκ, δήμαρχος Γκιούλε στην επαρχία Αρνταχάν) αλλά και από κόμματα όπως το DEVA του Αλί Μπαμπατζάν, πρώην ιδρυτικού στελέχους του ΑΚΡ και για χρόνια υπουργού (π.χ. οι δήμαρχοι Ρουμστεμγκεντίκ και Σαριπινιάρ).
Τις διεργασίες επιβεβαιώνουν και σενάρια που εμφανίστηκαν για πιθανή επιστροφή του Μπαμπατζάν και άλλων πρώην στελεχών του ΑΚΡ σε αυτό (μεταξύ τους και του πρώην πρωθυπουργού και ΥΠΕΞ Αχμέντ Νταβούτογλου), μετά από φωτογραφίες και συναντήσεις του Ερντογάν μαζί τους κατά τη διάρκεια πρόσφατης εκδήλωσης που οργανώθηκε με αφορμή την έναρξη της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου.
Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα δημοσιογράφων, ο βουλευτής του ΑΚΡ Τσαμίλ Αϊρίμ δήλωσε ότι «δεν βρίσκεται στην ατζέντα η επιστροφή τους», συμπληρώνοντας ωστόσο πως «αυτό δεν σημαίνει ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί ποτέ». Κατέληξε δε ότι «η Τουρκία είναι ένα μεγάλο κράτος, η αδελφοσύνη μας είναι πιο σημαντική από το οτιδήποτε» και ότι «τους τελευταίους μήνες έχουν γίνει σοβαρά βήματα προς μια Τουρκία χωρίς τρομοκρατία».
Εστίασε επίσης στον διάλογο που συνεχίζεται με το «φιλοκουρδικό» σοσιαλδημοκρατικό κόμμα DEM, που «ήταν ένα κόμμα το οποίο μας αντιπολιτευόταν, επέκρινε τις πολιτικές μας και εναντιωνόταν σε αυτές, αλλά σήμερα βρισκόμαστε σε διάλογο μαζί του. Γιατί, φυσικά, αυτό χρειαζόμαστε για το μέλλον της Τουρκίας».
Τα παζάρια που η κυβέρνηση Τραμπ θα δυναμώσει με εταίρους της σε Ινδο-Ειρηνικό (και όχι μόνο), για τους όρους ενίσχυσης της «αμυντικής συνεργασίας» τους, επιβεβαίωσε και ο προτεινόμενος για αναπληρωτής υφυπουργός Αμυνας των ΗΠΑ, Τζον Νο, κατά τη σχετική ακρόασή του σε Επιτροπή της Γερουσίας.
Απαντώντας σε ερώτηση για την επανεξέταση συμφωνιών που στο πλαίσιο της AUKUS (Αυστραλίας, Βρετανίας, ΗΠΑ) αναμένονταν να προχωρήσουν, ο Νο εξέφρασε την άποψη ότι υπάρχουν «πράγματα κοινής λογικής» που οι τρεις χώρες μπορούν να κάνουν για να καταστεί πιο «βιώσιμη» η συμφωνία για την προμήθεια της Καμπέρα με πυρηνοκίνητα υποβρύχια.
Θυμίζουμε ότι τέτοια επανεξέταση διέρρευσε ότι ξεκίνησε στις αρχές του καλοκαιριού, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ επιδιώκει μια «καλύτερη» αξιολόγησή του αν οι συμφωνίες με τους εταίρους στην AUKUS υπηρετούν το δόγμα «πρώτα η Αμερική». Μεταξύ άλλων η Ουάσιγκτον ζήτησε από την Καμπέρα να αυξήσει σημαντικά τις αμυντικές της δαπάνες, ώστε αυτές να φτάσουν «το συντομότερο δυνατό» στα 100 δισ. δολάρια ετησίως.
Από τη μεριά του, ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας Αντονι Αλμπανέζι δήλωσε τον Ιούνη ότι η χώρα «δεν θα πιεστεί για την αύξηση των αμυντικών δαπανών», θεωρώντας αρκετό τον στόχο αυτές να αυξηθούν από το 2% του ΑΕΠ που είναι σήμερα, στο 2,33%.
Τους όρους της συνεργασίας ΗΠΑ - Αυστραλίας, στην άμυνα αλλά και συνολικά, θα συζητήσει ο Αλμπανέζι στις 20 Οκτώβρη με τον Αμερικανό Πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, σε επίσημη συνάντηση που θα έχουν στον Λευκό Οίκο.
Να σημειωθεί ότι κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή της Γερουσίας ο Νο υποστήριξε ότι για να διασφαλιστεί η υλοποίηση των προβλεπόμενων στόχων της συμφωνίας της AUKUS (για τα υποβρύχια που περιμένει η Καμπέρα), χρειάζεται να αυξηθεί στις ΗΠΑ η ναυπήγηση υποβρυχίων κλάσης Virginia από 1,2 ετησίως σε 2,33.
Η αναβάθμιση της πολεμικής βιομηχανίας όπως και μιας σειράς άλλων κλάδων στρατηγικής σημασίας στις ΗΠΑ αποτελεί θέμα πολύπλευρου παζαριού της κυβέρνησης Τραμπ με μια σειρά χώρες, στο πλαίσιο του οποίου δασμοί ανεβαίνουν και πέφτουν, με μια σειρά ανταλλάγματα και μια σειρά προεκτάσεις (και) στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες.