Τουλάχιστον 11 διαφορετικά ωράρια εργασίας σμπαραλιάζουν την καθημερινότητα των εργαζομένων
Με τη «διευθέτηση» οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να καταβάλλουν μισθούς για ωράρια που δεν θεωρούνται «παραγωγικά» |
Πρόκειται για ένα τεράστιο πακέτο διάλυσης του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου που σμπαραλιάζει συνολικά τη ζωή των εργαζομένων, τινάζοντας στον αέρα κάθε προσωπικό και οικογενειακό προγραμματισμό.
Σβήνει ουσιαστικά τη διάκριση μεταξύ «εργάσιμου» και «μη εργάσιμου χρόνου», επιδιώκοντας κάθε λεπτό ο εργαζόμενος να είναι διαθέσιμος στην εργοδοσία με όσο γίνεται μικρότερο κόστος. Γι' αυτό επιστρατεύεται από την ΕΕ και τις κυβερνήσεις η ορολογία των «μέσων όρων», με τον χρόνο εργασίας να υπολογίζεται με ...ανώτερα μαθηματικά και τον ελεύθερο χρόνο με άλγεβρα.
Συγκεκριμένα, και μεταξύ άλλων ακούμε για τον «μέσο όρο 48 ωρών τη βδομάδα σε επίπεδο 4μήνου», για τις «περιόδους αναφοράς» στη βδομάδα, στο 6μηνο ή στον χρόνο, για τα «ετήσια όρια υπερωριών», για τις «περιόδους μειωμένης και αυξημένης απασχόλησης», για τις «ρήτρες αυτοεξαίρεσης» κ.ο.κ.
Γιατί όμως τέτοια επιμονή στη διαρκή «διευθέτηση», δηλαδή στην ελαστικοποίηση του εργάσιμου χρόνου από όλες τις κυβερνήσεις - ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ; Επειδή η διευθέτηση επιτρέπει στην εργοδοσία να αυξομειώνει τον χρόνο εργασίας και να τον προσαρμόζει καλύτερα στη μεγαλύτερη δυνατή κερδοφορία. Τελικά να εξασφαλίζει πιο πολλές και πιο φθηνές, πιο «αποδοτικές» (δηλαδή κερδοφόρες) εργατοώρες, σμπαραλιάζοντας τη ζωή του εργαζόμενου.
Αυτή η στρατηγική αποτυπώνεται γλαφυρά σε κρατικό εκπαιδευτικό υλικό και συγκεκριμένα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης («Πολιτικές απασχόλησης σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Μέρος δεύτερο: Η ελληνική διάσταση», 2020). Εκει αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Ευέλικτες μορφές απασχόλησης και διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου. Οι θεσμικές αλλαγές διευκολύνουν την επέκταση αυτών των μορφών και έχουν ως στόχο την προσαρμογή του χρόνου και των ωραρίων εργασίας στις διακυμάνσεις της ζήτησης για το προϊόν της επιχείρησης. Με την προσαρμογή αυτή οι επιχειρήσεις αντιστοιχούν τον χρόνο εργασίας των εργαζομένων με τον παραγωγικό χρόνο της επιχείρησης. Ετσι αποφεύγουν να καταβάλλουν μισθούς για το τμήμα του ωραρίου εργασίας που δεν μπορούν να απασχολήσουν παραγωγικά το προσωπικό τους και περιορίζουν το μοναδιαίο κόστος εργασίας».
Διαδοχικά λοιπόν, σε αυτή την κατεύθυνση ψηφίστηκαν οι εξής νόμοι από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις:
- 1892/1990, κυβέρνηση ΝΔ
- 2639/1998, κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ
- 2874/2000, κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ
- 3385/2005, κυβέρνηση ΝΔ
- 3846/2010, κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ
- 3986/2011, κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ
- 4498/2017, κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ
- 4808/2021, κυβέρνηση ΝΔ
- 5053/2023, κυβέρνηση ΝΔ
Μελετώντας αυτή την πορεία διαπιστώνεται εύκολα ότι κάθε επόμενος νόμος δίνει όλο και περισσότερα όπλα στους εργοδότες και αφαιρεί όλο και περισσότερα δικαιώματα από τους εργαζόμενους.
Η βασική λειτουργία της «διευθέτησης» είναι να μπορεί ο εργοδότης να αυξομειώνει τον χρόνο εργασίας. Αυτό το επιτυγχάνει απασχολώντας τους εργαζόμενους περισσότερες ώρες από το συμβατικό ωράριο, για μια ορισμένη χρονική περίοδο (αυξημένης απασχόλησης) ανά έτος. Αυτές οι ώρες όχι μόνο δεν πληρώνονται ως υπερωρία αλλά δεν πληρώνονται καν. «Τυράκι στη φάκα» είναι η αφαίρεση αυτών των ωρών από μια άλλη χρονική περίοδο (μειωμένης απασχόλησης) εντός τους έτους. Ωστόσο στην περίοδο μειωμένης απασχόλησης ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να τη συνδυάσει με επιβολή υπερωριών.
Αναλυτικά λοιπόν η απογείωση της «ευελιξίας» έχει ως εξής:
Ο νόμος 1892/1990 όριζε ως χρόνο αυξημένης απασχόλησης τους 3 μήνες, τον επιπλέον χρόνο εργασίας σε μία ώρα την ημέρα και τον συνολικό ημερήσιο χρόνο εργασίας μέχρι 9 ώρες. Η «περίοδος αναφοράς», δηλαδή ο συνολικός χρόνος των περιόδων αυξημένης και μειωμένης απασχόλησης, ήταν 6 μήνες. Ο μέσος όρος των ωρών εργασίας στους έξι μήνες δεν μπορούσε να υπερβαίνει τις 40 ώρες την εβδομάδα.
Ο νόμος 2639/1998 διατήρησε το προηγούμενο σύστημα διευθέτησης και πρόσθεσε ένα δεύτερο, όπου ο χρόνος αυξημένης απασχόλησης ήταν 6 μήνες, ο επιπλέον χρόνος εργασίας δύο ώρες την ημέρα και ο συνολικός ημερήσιος μέχρι 10 ώρες. Ετσι, δημιούργησε δύο διαφορετικές εκδοχές της περιόδου αναφοράς, σε 6μηνη και 12μηνη βάση. Επίσης, επέτρεψε, εναλλακτικά, ο μέσος όρος των ωρών εργασίας να υπολογίζεται, συμπεριλαμβανομένων της υπερεργασίας και της υπερωρίας, και πλέον διαμορφώθηκε στις 48 ώρες την εβδομάδα με αυτές ή τις 40 ώρες χωρίς αυτές.
Ο νόμος 2874/2000 άφησε κατά μέρους τις περιόδους αυξημένης και μειωμένης απασχόλησης και δημιούργησε έναν «κουμπαρά» 138 ωρών, τις οποίες η εργοδοσία μπορούσε να κατανείμει ως επιπλέον ώρες εργασίας, αλλά το κύριο είναι ότι αύξησε την περίοδο αναφοράς στους 12 μήνες.
Ο νόμος 3385/2005 όρισε και αυτός δύο συστήματα διευθέτησης. Με το πρώτο μείωσε την περίοδο αυξημένης απασχόλησης στους δύο μήνες αλλά καθιέρωσε τις δύο ώρες επιπλέον εργασίας, αντί της μίας που προέβλεπαν προηγούμενοι νόμοι. Το δεύτερο σύστημα έδινε στην εργοδοσία έναν «κουμπαρά» 256 ωρών, τις οποίες μπορούσε να κατανέμει σε μια περίοδο όχι μεγαλύτερη των 32 εβδομάδων εντός τους έτους. Πρακτικά, επέκτεινε το 10ωρο στους 7 και πλέον μήνες.
Ο νόμος 3846/2010 διατήρησε τα δύο συστήματα του προηγούμενου νόμου και έδωσε τη δυνατότητα να καθορίζεται και ένα οποιοδήποτε άλλο σύστημα διευθέτησης που θα καθοριζόταν με Συλλογικές Συμβάσεις.
Ο νόμος 3986/2011 διατήρησε τα δύο συστήματα, αλλά στο πρώτο αύξησε και πάλι την περίοδο αυξημένης απασχόλησης στους 3 μήνες. Επίσης διατήρησε τη δυνατότητα να καθορίζεται τρίτο σύστημα διευθέτησης με Συλλογική Σύμβαση. Δεν διευκρινίζονται άλλοι όροι.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε όσα όριζαν οι προηγούμενοι νόμοι, ενώ ψήφισε και τον νόμο 4498/2017, που αφορά ειδικά τους νοσοκομειακούς γιατρούς. Ο νόμος καθιέρωσε τις 48 ώρες εργασίας ανά βδομάδα, με 5ήμερη εργασία, που όμως μπορούν να φτάσουν μέχρι τις 60 ώρες, δηλαδή 12 ώρες τη μέρα. Η παρέκκλιση γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη του γιατρού (opt out), όπως ακριβώς λέει η Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ενωσης 88/2003. Επίσης, με τη χρήση παρέκκλισης επιτρέπεται η υπέρβαση ακόμα και των 12 ωρών εργασίας.
Με αυτόν τον νόμο η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μετέφερε για πρώτη φορά το σύνολο της Οδηγίας 2003/88 στην ελληνική νομοθεσία, εισάγοντας και τις αρρωστημένες «παρεκκλίσεις» της.
Ο νόμος 4808/2021 (νόμος Χατζηδάκη) δημιούργησε συνθήκες περαιτέρω διευκόλυνσης των εργοδοτών ως προς την εφαρμογή της διευθέτησης, παρακάμπτοντας τις ΣΣΕ και ορίζοντας ότι «εάν δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση ή δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ της συνδικαλιστικής οργάνωσης και του εργοδότη, μπορεί, κατόπιν αιτήματος του εργαζόμενου, να εφαρμοσθεί το σύστημα διευθέτησης μετά από έγγραφη συμφωνία».
Ο νόμος 5053/2023 (νόμος Γεωργιάδη) κατάργησε και αυτή την πρόβλεψη περί «αιτήματος του εργαζόμενου» και άφησε ως μοναδικό όρο την «έγγραφη συμφωνία».
Η σκυτάλη περνάει στο σημερινό νομοσχέδιο της ΝΔ, που αυξάνει ξανά την περίοδο αυξημένης απασχόλησης στους 6 μήνες και την περίοδο αναφοράς στους 12 μήνες, ώστε να την μονιμοποιήσει. Ακόμα εισάγει για πρώτη φορά την περίοδο αναφοράς μιας βδομάδας, δηλαδή μέσα σε μια βδομάδα ο εργαζόμενος θα καλείται να δουλεύει άλλες μέρες 10 ώρες και άλλες 6...
Εξετάζοντας τις επιμέρους αλλαγές το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι οι κυβερνήσεις ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ συνέβαλαν αποφασιστικά, ώστε να διαμορφώνονται προς το χειρότερο οι όροι εφαρμογής του, έτσι κι αλλιώς, αντεργατικού μέτρου της διευθέτησης.
Παράλληλα, με τις αλλαγές αυτές οι κυβερνήσεις φρόντισαν να μειώσουν τις προσαυξήσεις για υπερεργασία και υπερωρία με αλλεπάλληλους νόμους, ώστε να γίνονται όλο και πιο φθηνές. Ετσι, με τον νόμο 2874/2000 η υπερωρία μέχρι 120 ώρες αμειβόταν με προσαύξηση 50%. Πάνω από 120 ώρες έπαιρνε προσαύξηση 75%, ενώ οι «παράνομες υπερωρίες» προσαύξηση 250%. Υστερα από διαδοχικές νομοθετικές παρεμβάσεις μείωσης της σχετικής αποζημίωσης, φτάσαμε σήμερα η υπερεργασία να αμείβεται με προσαύξηση 20%, οι νόμιμες υπερωρίες 40%, ενώ αυξήθηκε και ο αριθμός των νόμιμων υπερωριών από 120 σε 150 και χάθηκε η προσαύξηση του 75% για τις υπερωρίες μετά την 120η. Η «παράνομη υπερωρία» αμείβεται πλέον με προσαύξηση μόνο 120%.
Επίσης, μείωση στο κόστος των υπερωριών επέφερε και ο νόμος 5184/2025 καταργώντας τις ασφαλιστικές κρατήσεις για τις προσαυξήσεις σε υπερεργασία και υπερωρία, και τώρα το νομοσχέδιο καταργεί και την ασφάλιση των προσαυξήσεων που προβλέπονται ως όροι ΣΣΕ ή είναι οι αποκαλούμενες «οικειοθελείς παροχές» του εργοδότη.
Επομένως, και «πιο πολλές» και «πιο φθηνές» οι υπερωρίες από όλες τις κυβερνήσεις, σε απανωτά μέτρα που ουσιαστικά μείωσαν τον εργατικό μισθό και αύξησαν τα κέρδη για τους ομίλους.
Η υπουργός Εργασίας αυτές τις μέρες ...εξεγείρεται επειδή, όπως λέει, τη συζήτηση για το νομοσχέδιο «μονοπωλεί το 13ωρο», κάτι που όπως ισχυρίζεται «αφήνει να εννοηθεί ότι όλοι θα δουλεύουν 13 ώρες κάθε εργάσιμη μέρα». Και επιμένει ότι αυτό το καθεστώς θα είναι μόνο «κατ' εξαίρεση» και μόνο για 37 μέρες τον χρόνο, επικαλούμενη τον «κόφτη» των 150 υπερωριών τον χρόνο.
Βέβαια, το «όριο» αυτό μπορεί να ξεχειλώσει αν το αιτηθεί η εργοδοσία από το υπουργείο, όπως έκαναν πρόσφατα τα ΕΛΠΕ που ζήτησαν και πήραν άλλες 65.000 υπερωρίες. Ταυτόχρονα, όμως, από τα 10ωρα της απλήρωτης δουλειάς με το σύστημα της διευθέτησης δεν καταγράφεται ούτε μια ώρα υπερωρίες, και προφανώς αυτές δεν πληρώνονται. Συνεπώς οι 150 ώρες που επικαλείται το υπουργείο είναι επιπλέον από τα 10ωρα.
Πάμε να δούμε όμως πώς διαμορφώνεται το πλουσιοπάροχο μενού της «ευελιξίας» από όλο το νομοθετικό πλαίσιο πάνω στο οποίο έρχεται σαν «κερασάκι» το νέο νομοσχέδιο:
Καταρχάς μπορεί ένας εργαζόμενος να δουλεύει 13 ώρες την ημέρα, κάθε μέρα, σε δύο εργοδότες με τον νόμο 5053/2023, που πέρασε ο προκάτοχός της Αδωνις Γεωργιάδης, για την «παράλληλη απασχόληση».
Από την άλλη, η εργοδοσία μπορεί να συνδυάσει τα υφιστάμενα με τα νέα εργαλεία που του δίνει το νομοσχέδιο, δηλαδή τις 13 ώρες εργασίας την ημέρα σε έναν εργοδότη και την ετήσια διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Ετσι θα μπορεί να αναγκάσει τον εργαζόμενο να δουλεύει πολλές μέρες τον χρόνο πάνω από το συμβατικό εβδομαδιαίο ωράριο, που τυπικά είναι το 40ωρο.
Συγκεκριμένα, λοιπόν, ένας εργοδότης μπορεί όταν προσλαμβάνει τον εργαζόμενο να του λέει ότι θα δουλεύει 8ωρο - 5ήμερο - 40ωρο, όμως έχει στη διάθεσή του τις εξής δυνατότητες, με βάση και τα νέα δεδομένα:
- Μέσω της διευθέτησης να επιβάλλει δουλειά 10 ώρες την ημέρα για 75 μέρες (περίοδος αυξημένης απασχόλησης) και μάλιστα χωρίς προσαύξηση στον μισθό.
- 10 ώρες την ημέρα για άλλες 37 ημέρες: 6 ώρες λόγω «μειωμένης απασχόλησης» στο πλαίσιο της διευθέτησης και άλλες 4 ώρες υπερωρία
- 9 ώρες την ημέρα για άλλες 90 μέρες (κανονικό 8ωρο συν 1 ώρα υπερεργασία)
- Για 38 μέρες 6 ώρες την ημέρα (το ...χρωστούμενο της περιόδου «μειωμένης απασχόλησης»).
Αυτός λοιπόν ο εργαζόμενος θα δούλευε σχεδόν το 47% του ετήσιου εργάσιμου χρόνου του για 10 ώρες την ημέρα, το 38% για 9 ώρες την ημέρα και το υπόλοιπο 15% για 6 ώρες την ημέρα!
Σημειώνεται ότι όλο αυτό το «πακέτο» μπορεί να εφαρμοστεί μέσα σε ένα έτος σε έναν μόνο εργαζόμενο, χωρίς να παραβιαστεί κανένας από τους «μέσους όρους» και τις «περιόδους αναφοράς» που προβλέπονται στα νομοσχέδια για τη διαμόρφωση του εργάσιμου χρόνου. Μάλιστα, στο παράδειγμά μας αξιοποιήσαμε μόνο τα εργαλεία της διευθέτησης, της υπερεργασίας και της υπερωρίας.
Από εκεί και πέρα, κάνοντας χρήση και των υπόλοιπων εργαλείων ένας εργοδότης, π.χ. ένας βιομήχανος, μπορεί στον εργαζόμενο του προηγούμενο παραδείγματος να επιβάλλει συνολικά 11 διαφορετικούς εβδομαδιαίους χρόνους εργασίας. Μπορεί να τον αναγκάζει να δουλεύει από 8 έως και 73 ώρες τη βδομάδα!
Συγκεκριμένα:
1. 45 ώρες τη βδομάδα κάνοντας χρήση του διευθυντικού δικαιώματος για υπερεργασία.
2. 65 ώρες τη βδομάδα, με 4 ώρες υπερωρίας την ημέρα, όπως προβλέπει το νομοσχέδιο. Με βάση το τυπικό όριο των 150 υπερωριών ετησίως μπορεί να δουλεύει 13 ώρες την ημέρα για 37,5 μέρες!
Παραπέρα ο βιομήχανος, ζητώντας από τον εργάτη να δουλέψει και 6η μέρα για 8 ώρες, μπορεί να τον βάλει να δουλέψει ανά βδομάδα:
3. 48 ώρες τη βδομάδα, αν δουλέψει μόνο το εβδομαδιαίο συμβατικό ωράριο των 40 ωρών τις προηγούμενες πέντε μέρες.
4. 53 ώρες τη βδομάδα με τη χρήση υπερεργασίας
5. 73 ώρες τη βδομάδα με υπερεργασία και υπερωρία.
Οπως ήδη είπαμε, κάνοντας χρήση της διευθέτησης μπορεί ακόμα να τον αναγκάσει να δουλέψει:
6. 50 ώρες τη βδομάδα (περίοδος αυξημένης απασχόλησης).
7. 30 ώρες τη βδομάδα (περίοδος μειωμένης απασχόλησης). Επαναλαμβάνουμε ότι η περίοδος αυτή μπορεί να συνδυαστεί με υπερωρία.
Επιπλέον, και μετατρέποντας την πλήρη απασχόληση του εργαζόμενου σε εκ περιτροπής μπορεί να τον βάλει να δουλέψει εβδομαδιαία:
8. Το λιγότερο 8 ώρες και,
9. με τη μέγιστη χρήση υπερωριών την ημέρα, 12 ώρες
10. Το περισσότερο 32 ώρες και
11. με τη μέγιστη χρήση υπερωριών την ημέρα, 48 ώρες.
Κάπως έτσι τελικά το 8ωρο έγινε «μουσειακό είδος», με τους εργαζόμενους εν έτει 2025, αντί να έχουν αυξημένο ελεύθερο χρόνο, όπως θα μπορούσαν σύμφωνα με την εξέλιξη της τεχνολογίας και τις μεγάλες παραγωγικές δυνατότητες, βλέπουν τη ζωή τους να συντρίβεται στους ...μέσους όρους του εργάσιμου χρόνου που επιβάλλει το κεφάλαιο.
Αντί να έχουν σταθερότητα κάθε μέρα για την ξεκούραση και την αναψυχή τους, για την αποκατάσταση του οργανισμού τους, αντί να έχουν περισσότερο χρόνο που δεν θα τον μοιράζονται με τον εργοδότη τους, καλούνται να προσαρμόσουν όλη την καθημερινότητά τους σε άστατα ωράρια, να επιβιώσουν μέσα στην αγωνία για το πώς θα τα «χωρέσουν όλα» όποτε και όπως ...«βολεύει» την επιχείρηση, να γίνονται ακόμα και «γονείς κατά μέσο όρο», όπως λέει προκλητικά το υπουργείο που προπαγανδίζει την 4ήμερη - 10ωρη δουλειά.
Γι' αυτό και απάντηση σε αυτό το αίσχος είναι το 7ωρο - 5ήμερο - 35ωρο, η πάλη για μείωση του εργάσιμου χρόνου, για περισσότερο και ποιοτικό ελεύθερο χρόνο, με αυξήσεις στους μισθούς. Απάντηση είναι η αναμέτρηση με την πηγή εκείνη που επιβάλλει τους «μέσους όρους» στη δουλειά και τη ζωή: Με την πολιτική του κέρδους και της ανταγωνιστικότητας που υπηρετούν όλες οι κυβερνήσεις και η ΕΕ.