INTIME NEWS |
Η ρευστότητα αυτή τροφοδοτεί ζυμώσεις, συμπράξεις αλλά και ανταγωνισμούς, με το βλέμμα στραμμένο στις επόμενες εκλογές.
Βέβαια, ανεξάρτητα από πρόσωπα, κομματικές ανακατατάξεις και τρέχοντες συσχετισμούς, η σοσιαλδημοκρατία αποτελεί βασικό πυλώνα της αστικής πολιτικής. Είναι αναγκαίο συμπλήρωμα της αστικής διαχείρισης και γι' αυτό ο εκλογικός κατακερματισμός της προβληματίζει τα αστικά επιτελεία, που ενδιαφέρονται για τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται όλη αυτή η συζήτηση που έχει ξεσηκωθεί το τελευταίο διάστημα γύρω από τις προθέσεις του Αλ. Τσίπρα, αλλά και για το αν τελικά η αναβίωση ενός τέτοιου διπολισμού είναι προς το συμφέρον της ΝΔ και ασφαλώς συνολικά της άρχουσας τάξης. Το ζητούμενό τους, εξάλλου, είναι η ύπαρξη μιας «βολικής» αντιπολίτευσης και κυβερνητικής εναλλακτικής, που θα εξασφαλίζει τη συναίνεση γύρω από τις στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου.
Σε κάθε περίπτωση, η ανακύκλωση δοκιμασμένων προσώπων και πολιτικών αναδεικνύει και δυσκολίες του αστικού πολιτικού συστήματος αλλά και την αγωνία του να διατηρεί πάντα σε ετοιμότητα εφεδρείες για τον εγκλωβισμό λαϊκών δυνάμεων.
Την εξαπάτηση της τάχα «προοδευτικής διακυβέρνησης» και τις εξαγγελίες για τη λεγόμενη «παραγωγική ανασυγκρότηση» τις έχουμε ξανακούσει από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλ. Τσίπρα.
Τώρα, στο πλαίσιο του επαναλανσαρίσματος, αλλά και με βάση τις νέες ανάγκες της αστικής διαχείρισης, μας παρουσίασε καινούργιες εκδοχές της παλιάς παραπλάνησης με το «όραμά» του για έναν «νέο πατριωτισμό» και έναν «δημοκρατικό καπιταλισμό».
Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε σε πρόσφατη συνομιλία του με δημοσιογράφο των «New York Times», «τώρα πρέπει να αγωνιστούμε όχι για έναν δημοκρατικό σοσιαλισμό, αλλά για έναν δημοκρατικό καπιταλισμό, ενάντια στην ανερχόμενη ολιγαρχία και τον αυταρχισμό».1
Στην ουσία αναλαμβάνει, για ακόμη μια φορά, να ξανασερβίρει τους χρεοκοπημένους μύθους, ότι μπορεί να υπάρχει ένας δήθεν καλός καπιταλισμός, ότι μπορεί να γίνει μια φιλολαϊκή διαχείριση αυτού του βάρβαρου συστήματος που γεννά φτώχεια, εκμετάλλευση και πολέμους. Ενώ παράλληλα βλέπουμε τώρα να μετριάζονται και οι όποιες υποκριτικές ψευτο-ριζοπαστικές φραστικές κορόνες που χρησιμοποιούσε σε προηγούμενη φάση, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η επαναφορά τους, καθώς η σοσιαλδημοκρατία είναι «μανούλα» στο να χρησιμοποιεί πλαστά συνθήματα για τον εγκλωβισμό του λαού με βάση τις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αστικής διαχείρισης.
Παράλληλα, ο Αλ. Τσίπρας, μαζί με όλη την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, υπερθεματίζει για την ανάγκη μεγαλύτερης «στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ», που στις συνθήκες της πολεμικής προετοιμασίας και όξυνσης των πολύπλευρων ανταγωνισμών σήμερα σημαίνει αύξηση των στρατιωτικών και επιχειρησιακών δυνατοτήτων της ΕΕ, ενίσχυση της πολεμικής της βιομηχανίας, του ευρωστρατού, για να αποκτήσει, όπως λέει ο πρώην πρωθυπουργός «μεγαλύτερη αποτρεπτική ισχύ», στρατιωτική δύναμη, δηλαδή, με άλλα λόγια για να πάρει με καλύτερους όρους μέρος στην ιμπεριαλιστική μοιρασιά προς όφελος του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Πάντως, τα περί «δημοκρατικού» καπιταλισμού (ενάντια δήθεν στο «αυταρχικό» μοντέλο τύπου Τραμπ, που τον αποκαλούσε «διαβολικά καλό» θυμίζουμε στην τελευταία τους συνάντηση) τα είδαμε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην πράξη: Εφαρμογή και επέκταση αντεργατικών νόμων, φοροληστεία, χτύπημα και καταστολή απεργιών και κινητοποιήσεων.
Το ίδιο και τα περί «νέου πατριωτισμού», που σημαίνει βαθύτερη εμπλοκή στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς ΝΑΤΟ και ΕΕ, αναβάθμιση της στρατιωτικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ και επέκταση των βάσεων, στρατηγική συνεργασία με το κράτος - δολοφόνο του Ισραήλ.
Το 2014 στο αλήστου μνήμης Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης είχε παρουσιάσει το «Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης». Τώρα, και πάλι από τη Θεσσαλονίκη ξαναπαρουσίασε το λεγόμενο «Εθνικό Σχέδιο Ανάταξης»... Ούτε καν πρωτοτυπία σ' αυτό το κακογραμμένο ριμέικ μιας χρεοκοπημένης πολιτικής.
Μιλάει τώρα για την «κλεπτοκρατία» και το «διεφθαρμένο κράτος» και αναμασάει τα περί ανάγκης αλλαγής του «παραγωγικού μοντέλου».
Καταρχάς να διευκρινίσουμε ότι η συζήτηση για την πορεία της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας δεν ανοίγει από τον Αλ. Τσίπρα, αλλά ευρύτερα από τα αστικά οικονομικά και πολιτικά επιτελεία, από την ίδια τη ΝΔ, από το ΠΑΣΟΚ, από αστικές «δεξαμενές σκέψης».
Και αφορά τον υπαρκτό προβληματισμό για τους όρους ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας του κεφαλαίου στις πολύ οξυμένες συνθήκες των διεθνών ανταγωνισμών και ανακατατάξεων και την ανάγκη βαθύτερων αντιλαϊκών μέτρων, «διαρθρωτικών προσαρμογών», όπως λένε. Σε αυτό το πλαίσιο, επανέρχεται η συζήτηση για την κλαδική διάρθρωση, την παραγωγικότητα, το είδος των επενδύσεων που προσελκύονται, την ανάγκη αναβάθμισης της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας, αλλά και ευρύτερα ζητήματα όπως το λεγόμενο δημογραφικό, ζητήματα της κρατικής διοίκησης και της Δικαιοσύνης, το φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα.2
Ασφαλώς γύρω από αυτά τα θέματα δεν τοποθετούνται με πανομοιότυπο τρόπο όλα τα τμήματα του κεφαλαίου, τα οποία εξάλλου δεν έχουν ωφεληθεί ισόμετρα από την καπιταλιστική ανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας. Ενώ επίσης εκφράζονται και διαφορετικές ή και ανταγωνιστικές (ανάμεσα στις μερίδες της αστικής τάξης) προσεγγίσεις σε σχέση με τις ιεραρχήσεις, τις αναγκαίες προσαρμογές και εκσυγχρονισμούς της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας.
Από αυτήν την άποψη, είναι χαρακτηριστική η κριτική σε πλευρές της οικονομικής πολιτικής της ΝΔ, όπως για τη «διαφθορά» ή τη διαχείριση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, η οποία γίνεται από το ΠΑΣΟΚ και άλλες αστικές δυνάμεις και αφορά - εκτός των άλλων - και αντιθέσεις ανάμεσα σε τμήματα του κεφαλαίου που θέλουν μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα ή αναπροσανατολισμό των επενδύσεων και των κονδυλίων.
Τέτοιου περιεχομένου παρεμβάσεις, άλλωστε, έχουν κάνει και αυτοπροσώπως μεγαλοεπιχειρηματίες, τραπεζίτες, εφοπλιστές και ιδιοκτήτες ΜΜΕ.
Και δεν είναι η πρώτη φορά που τα ζητήματα «διαφάνειας» γίνονται όχημα για ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε αντιμαχόμενα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, ή και για ανακάτεμα της τράπουλας, με αναδιάταξη των αστικών πολιτικών δυνάμεων.
Σε κάθε περίπτωση, το κεφάλαιο επιλέγει να επενδύει στους κλάδους εκείνους που εξασφαλίζουν τη μεγαλύτερη κερδοφορία, και διαμορφώνει τις αντίστοιχες πολιτικές. Η όποια κλαδική διαφοροποίηση δεν συνιστά κάποιο «νέο» παραγωγικό μοντέλο, αφού δεν αλλάζουν οι ουσιαστικοί όροι της καπιταλιστικής παραγωγής και η ανάγκη έντασης της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, η οποία θα ενταθεί.3
Βλέπουμε, πάντως, να διαμορφώνεται ένα βασικό «αφήγημα» για το επόμενο διάστημα, στο οποίο θα κινηθούν τόσο η ΝΔ όσο και οι πολιτικές δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας. Και αφορά τις αναβαθμισμένες ανάγκες θωράκισης της κερδοφορίας του κεφαλαίου στο περιβάλλον των μεγάλων ανταγωνισμών και ανακατατάξεων. Με στόχο, για μια ακόμη φορά, να παρουσιαστούν οι ανάγκες του κεφαλαίου ως «εθνικοί στόχοι», να συστρατευτούν τα λαϊκά στρώματα στον μύθο της «δίκαιης ανάπτυξης» που τάχα βγάζει όλους κερδισμένους, και τους εργαζόμενους και τους κεφαλαιοκράτες, με τα λαϊκά δικαιώματα και πάλι θυσία στον βωμό της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Αυτό είναι το κοινό στρατηγικό έδαφος όλων των αστικών πολιτικών δυνάμεων, και από αυτήν την άποψη τόσο η ομιλία του Κυρ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ όσο και η ομιλία του Αλ. Τσίπρα λειτούργησαν συμπληρωματικά, και όχι ανταγωνιστικά.
Αυτόν τον κοινό στρατηγικό στόχο έχει υπηρετήσει άλλωστε όλα τα προηγούμενα χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας τόσο ως κυβέρνηση όσο και ως αντιπολίτευση.
Υπενθυμίζουμε την αφοπλιστική ειλικρίνεια με την οποία ο τότε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ αποτίμησε, σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, τον ρόλο που έπαιξε ο Τσίπρας το 2015: «Αν το ερώτημα είναι ποιος μπορούσε να διαχειριστεί εκείνη την κρίσιμη στιγμή και να δημιουργήσει τον χώρο για να έρθει η κυβέρνηση Μητσοτάκη και να πράξει όσα πράττει σήμερα, τότε δεν νομίζω ότι ο Τσίπρας έχει λάβει την αναγνώριση που του αναλογεί».4
Ας θυμηθούμε μόνο μερικά από τα highlights του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ που έστρωσε μετά τον δρόμο για τη ΝΔ:
Από τις ψεύτικες ελπίδες για το «σκίσιμο των μνημονίων» φόρτωσε τον λαό με το 3ο μνημόνιο και νέα αντιλαϊκά μέτρα.
Πέρασε τον αντιασφαλιστικό νόμο Κατρούγκαλου, πετσοκόβοντας συντάξεις, αυξάνοντας τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και χτυπώντας συνολικά τα ασφαλιστικά δικαιώματα.
Εφερε το νόμο Αχτσιόγλου, χτυπώντας τους μισθούς και το δικαίωμα στην απεργία.
Επιτάχυνε την πορεία ιδιωτικοποιήσεων (συχνά μέσω του ΤΑΙΠΕΔ) με χαρακτηριστικές περιπτώσεις την παραχώρηση του πλειοψηφικού πακέτου του ΟΛΠ στην COSCO, την παραχώρηση στη γερμανική FRAPORT 14 αεροδρομίων, την πώληση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ στην ιταλική FS Italiane, την πώληση της πλειοψηφίας του ΔΕΣΦΑ σε κοινοπραξία ευρωπαϊκών εταιρειών, την παραχώρηση του Ελληνικού στη Lamda Development.
Εβαλε πιο βαθιά τη χώρα στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, με την πολιτική του σημαιοφόρου των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ στην περιοχή, επεκτείνοντας την αμερικάνικη παρουσία και τις βάσεις στην Αλεξανδρούπολη, στη Λάρισα, στο Στεφανοβίκειο.
Ανέλαβε να φέρει σε πέρας την ιμπεριαλιστική Συμφωνία των Πρεσπών, όπου μεταξύ άλλων ήταν ο στόχος για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ στα Δυτικά Βαλκάνια.
Προώθησε τη στρατηγική συνεργασία με το κράτος - δολοφόνο του Ισραήλ, με το περιβόητο σχήμα 3+1 (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ + ΗΠΑ).
Ας θυμηθούμε όμως και τι έκανε και ως αντιπολίτευση από το 2019 και μετά:
Συμφώνησε με όλες τις στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου, στηρίζοντας τις κατευθύνσεις της ΕΕ, τον δρόμο εκείνο που τα τελευταία χρόνια έχει φορτώσει στον ελληνικό λαό την ακρίβεια, την εκρηκτική άνοδο του κόστους ζωής και στέγης, το χτύπημα του λαϊκού εισοδήματος, την ενεργειακή φτώχεια.
Στήριξε την κυβέρνηση στο βάθεμα της συμμετοχής της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, στους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, στην εμπλοκή στις πολεμικές συγκρούσεις στην Ουκρανία και τη Μ. Ανατολή. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τσίπρας δεν ανέφερε ούτε μία φορά τη λέξη «Παλαιστίνη» στις πρόσφατες ομιλίες και συνεντεύξεις του.
Το ίδιο κάνει και σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την υπερψήφιση 30 άρθρων του νέου αντεργατικού νομοσχεδίου που έφερε η ΝΔ για το Πειθαρχικό Δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων.
Και ας μην ξεχνάμε ότι ο Αλ. Τσίπρας ήταν που άνοιξε τον δρόμο για την ηγεσία Κασσελάκη στον ΣΥΡΙΖΑ και τα τραγελαφικά επακόλουθα. Με άλλα λόγια, οδήγησε το κόμμα του στην εκλογική συντριβή, στη συνέχεια σε απανωτές διασπάσεις και στα όρια της διάλυσης και τώρα εμφανίζεται ως «μεσσίας»...
Με λίγα λόγια.
- Ξέρουμε τι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας ως κυβέρνηση.
- Ξέρουμε τι έκανε ως αντιπολίτευση, όπου συνέπλεε στις βασικές στρατηγικές κατευθύνσεις με τη ΝΔ.
- Ξέρουμε τι λέει σήμερα, όπου σερβίρει χρεοκοπημένες αυταπάτες σε νέο «περιτύλιγμα».
Ο λαός έχει πείρα, μπορεί να βγάλει βαθύτερα συμπεράσματα.
Εχει πρόσθετα εφόδια, ώστε να αποκρούσει ξαναζεσταμένες ψευδαισθήσεις, να απαντήσει απέναντι στα σχέδια αναμόρφωσης και αναδιάταξης των αστικών πολιτικών δυνάμεων, στις νέες προσπάθειες εγκλωβισμού της λαϊκής δυσαρέσκειας.
Εχει πλούσια εμπειρία που επιβεβαιώνει ότι η ελπίδα δεν βρίσκεται στις συνεχόμενες κυβερνητικές εναλλαγές, που αποτελούν όπλο για τη σταθεροποίηση του συστήματος και την εκτόνωση της δυσαρέσκειας, αλλά στη σύγκρουση με τον πραγματικό εχθρό που κρύβεται πίσω από το εναλλασσόμενο πολιτικό προσωπικό, δηλαδή το κεφάλαιο και τις επιδιώξεις του.
Για να ισχυροποιείται ένα ρεύμα συνολικότερης αμφισβήτησης, να ενισχύονται εστίες αντίστασης και αγώνα, να συναντιούνται ολοένα και περισσότερες λαϊκές δυνάμεις με τη ριζοσπαστική πολιτική του ΚΚΕ, με την προοπτική ρήξης και ανατροπής.
Υποσημειώσεις:
1. «Progressives Need a Global Movement», άρθρο της M. Goldberg για την εκδήλωση του ιδρύματος Τσίπρα τον περασμένο Ιούνη, «New York Times», 13/6/2025
2. Ξεχωρίζει από αυτήν τη σκοπιά η παρέμβαση του Α. Γιαννίτση με το πρόσφατο βιβλίο του («Ελλάδα, 1953-2024: Χρόνος και πολιτική οικονομία») όπου αποτυπώνεται ένας ευρύς αστικός προβληματισμός για τέτοια θέματα και από όπου αντλούν υλικό όχι μόνο το ΠΑΣΟΚ και ο Αλ. Τσίπρας αλλά και η ΝΔ, καθώς αγγίζει στρατηγικά ζητήματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
3. Βλέπε πιο αναλυτικά, «Για τη γερασμένη συζήτηση σχετικά με το «νέο παραγωγικό μοντέλο», «Ριζοσπάστης», 6 - 7/9/25
4. Συνέντευξη του Τζακ Λιου, «Καθημερινή», 29/6/2025.