Συνομίλησαν τηλεφωνικά οι δύο Πρόεδροι
Copyright 2017 The Associated |
Από συνάντηση των δύο ηγετών τον Απρίλη του 2017 |
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του κρατικού κινεζικού πρακτορείο «Σινχουά», ο Σι ζήτησε από τον Τραμπ να ακυρώσει εμπορικά μέτρα που «έχουν προκαλέσει αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία», υποστηρίζοντας ότι «για να διορθωθεί η πορεία του μεγάλου πλοίου των σινοαμερικανικών σχέσεων, είναι καθήκον μας να το κατευθύνουμε σταθερά και να χαράξουμε μια σαφή πορεία, απορρίπτοντας παράλληλα αποφασιστικά οποιαδήποτε παρέμβαση ή ακόμη και οποιαδήποτε απόπειρα σαμποτάζ».
Ακόμα, ο Κινέζος ηγέτης πρόσθεσε ότι οι δύο πλευρές πρέπει να κάνουν καλή χρήση των διμερών μηχανισμών διαβούλευσης για οικονομικά και εμπορικά θέματα που ήδη έχει δημιουργηθεί και να αναζητήσουν αποτελέσματα αμοιβαίου οφέλους με πνεύμα ισοτιμίας και σεβασμού των ανησυχιών της άλλης πλευράς, επιμένοντας ότι το Πεκίνο διατηρεί τις αρχές και την ειλικρίνειά του. Την ίδια στιγμή, ο Σι χαρακτήρισε «ιδιαίτερα κρίσιμο» θέμα το να χειριστούν οι ΗΠΑ «με σύνεση» το «Ταϊβανέζικο ζήτημα», έτσι ώστε - συνέχισε το «Σινχουά» - «οι ακραίοι αυτονομιστές που επιδιώκουν την "ανεξαρτησία της Ταϊβάν" δεν θα μπορέσουν να παρασύρουν Κίνα και ΗΠΑ στο επικίνδυνο γήπεδο της αντιπαράθεσης και ακόμα και σύγκρουσης».
Ο Σι υποστήριξε ότι η συμφωνία στην οποία οι δύο πλευρές κατέληξαν τον Μάη «απέδειξε ότι μόνο η οδός του διαλόγου και της συνεργασίας είναι η σωστή», επαναλαμβάνοντας ότι «η Κίνα έχει εφαρμόσει τη συμφωνία με σοβαρότητα και αυστηρότητα», αλλά και ότι «οι ΗΠΑ θα πρέπει να αξιολογήσουν την πρόοδο που έχει σημειωθεί αντικειμενικά και ρεαλιστικά και να άρουν τα εχθρικά μέτρα που έχουν υιοθετηθεί κατά της Κίνας».
Από τη δική του πλευρά ο Τραμπ σε ανάρτησή του ανέφερε ότι η συνομιλία Σι οδήγησε «σε ένα πολύ θετικό συμπέρασμα», σχολιάζοντας κατά τη συζήτησή του με δημοσιογράφους ότι «είμαστε σε καλή κατάσταση με την Κίνα και την εμπορική συμφωνία». Πάντως, την παραμονή της συνομιλίας ο Τραμπ είχε αναφέρει σε ανάρτησή του ότι «συμπαθώ τον Πρόεδρο Σι της Κίνας, πάντα το έκανα και πάντα θα το κάνω, αλλά είναι πολύ σκληρός και είναι εξαιρετικά δύσκολο να "κλείσει" κανείς μαζί του μια συμφωνία».
Να σημειωθεί ότι οι δύο ηγέτες κάλεσαν ο ένας τον άλλο για επίσημη επίσκεψη στη χώρα του, ενώ το αμέσως επόμενο διάστημα θα γίνει νέα συνάντηση και υψηλόβαθμων αξιωματούχων των δύο κυβερνήσεων.
Σοβαρό «αγκάθι» στις διμερείς συνομιλίες παραμένουν οι περιορισμοί που το Πεκίνο έχει ενεργοποιήσει στις εξαγωγές κρίσιμων ορυκτών, με αλυσιδωτές επιπτώσεις για μια σειρά σημαντικούς κρίκους της «εφοδιαστικής αλυσίδας» (σε μονάδες παραγωγής αυτοκινήτων, εργοστάσια νέων τεχνολογιών, πολεμικών ομίλων κ.τ.λ.).
Κλιμακώνεται το τελευταίο διάστημα η έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στον Αμερικανό Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τον πλουσιότερο δισεκατομμυριούχο στον πλανήτη, Ιλον Μασκ, που μέχρι τώρα ήταν σύμμαχός του. Αφορμή είναι το «ωραίο, μεγάλο» φορολογικό νομοσχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση Τραμπ σε συνεργασία με τον Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, Μάικ Τζόνσον, και τώρα επιχειρεί να στείλει για έγκριση στη Γερουσία. Πρόκειται για νομοσχέδιο έκτασης περίπου 1.000 σελίδων, το οποίο ψηφίστηκε πριν έναν μήνα από τη Βουλή των Αντιπροσώπων με μία ψήφο διαφορά, και το οποίο ανάμεσα στα άλλα επιφέρει σημαντική ζημιά στον δισεκατομμυριούχο, αφού μειώνει την κρατική ποσόστωση στις υποχρεωτικές αγορές ηλεκτρικών οχημάτων σε μια περίοδο κατά την οποία η βιομηχανία ηλεκτροκίνησης του Μασκ, «Tesla», δοκιμάζεται. Η «Tesla» το τελευταίο 12μηνο έχασε το 60% της χρηματιστηριακής της αξίας, το 25% από την αρχή του 2025 και το 14% από την Πέμπτη 5/6 (ποσοστό που μεταφράζεται σε μείον 150 δισ. δολάρια για την «Tesla»). Ο Μασκ πίστεψε ότι στηρίζοντας τον Τραμπ προεκλογικά θα μπορούσε να κεφαλαιοποιήσει υπέρ της εταιρείας του αυτήν τη στήριξη.
Η επιλογή του Τραμπ εν μέσω έντασης του διεθνούς ανταγωνισμού να στηρίξει πιο δυναμικά ορισμένες μερίδες του κεφαλαίου δημιουργεί έντονη δυσαρέσκεια σε άλλες, ειδικά αυτές της δήθεν «πράσινης οικονομίας», όπως και ο Μασκ, που μέχρι τώρα ήταν επικεφαλής του «Τμήματος Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας» (DOGE) του υπερυπουργείου, που προχώρησε σε «ξεκαθάρισμα» μέσα στον κρατικό μηχανισμό, με μαζικές απολύσεις. Ο ίδιος ο Τραμπ είπε το βράδυ της Πέμπτης: «Ηξερε το περιεχόμενο του νομοσχεδίου καλύτερα από οποιονδήποτε εδώ μέσα. Δεν είχε κανένα πρόβλημα με αυτό. Ξαφνικά, όμως, απέκτησε πρόβλημα - και το πρόβλημα αυτό εμφανίστηκε μόνο όταν έμαθε ότι πρόκειται να μειώσουμε την υποχρεωτική ποσόστωση για τα ηλεκτρικά οχήματα. Ο Μασκ απέρριψε τον ισχυρισμό του Τραμπ, χαρακτηρίζοντάς τον «ψευδή» και λέγοντας ότι δεν είχε γνώση, ενώ αναφέρθηκε και στο «σκάνδαλο με τον επιχειρηματία Επστάιν, για βιασμούς ανηλίκων, το οποίο θέλει να συγκαλύψει ο Τραμπ». Ακολούθησαν απειλές για άρνηση χρήσης των υπηρεσιών της διαστημικής εταιρείας του δισεκατομμυριούχου, «SpaceX», στη NASA, ενώ είναι χαρακτηριστικό των αντιθέσεων μέσα στην αστική τάξη ότι ο Μασκ δημοσιοποίησε γκάλοπ σχετικά με τις «διαθέσεις του κόσμου» για ίδρυση νέου κόμματος «που θα εκφράσει το 80% του κέντρου» και την πιθανότητα να ηγηθεί σε αυτό ο ίδιος.
Δράση για να προστατευθεί «η εθνική ασφάλεια και το εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ και του πληθυσμού τους από ξένους τρομοκράτες» χαρακτήρισε ο Αμερικανός Πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, την απαγόρευση εισόδου που ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος για τους πολίτες 12 χωρών.
Η απόφαση - που θα τεθεί σε ισχύ από τη Δευτέρα 9 Ιουνίου - αφορά πολίτες από Αφγανιστάν, Μιανμάρ, Τσαντ, ΛΔ Κονγκό, Ισημερινή Γουινέα, Ερυθραία, Αϊτή, Ιράν, Λιβύη, Σομαλία, Σουδάν και Υεμένη. Ταυτόχρονα, σε εφαρμογή τίθενται και πολύ αυστηροί περιορισμοί για την είσοδο στη χώρα υπηκόων από άλλες επτά χώρες, συγκεκριμένα από Μπουρούντι, Κούβα, Λάος, Σιέρα Λεόνε, Τόγκο, Τουρκμενιστάν, Βενεζουέλα.
Ο Τραμπ συνέκρινε την απόφαση αυτή με τους «αποτελεσματικούς περιορισμούς» που είχε επιβάλει στους πολίτες επτά κατά πλειονότητα μουσουλμανικών χωρών όταν άρχιζε η θητεία του το 2017.
Η ανακοίνωση προκάλεσε διαμαρτυρίες, με τον Υπατο Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα Φόλκερ Τουρκ να εκφράζει «ανησυχίες όσον αφορά το διεθνές δίκαιο» λόγω της «πολύ ευρείας και γενικής εμβέλειας» της απαγόρευσης.
Η Αφρικανική Ενωση εξέφρασε «ανησυχία για τον δυνητικό αρνητικό αντίκτυπο τέτοιων μέτρων», συμπεριλαμβανομένου αυτού «στις διπλωματικές σχέσεις» των χωρών τις οποίες αφορούν.
Αντιδρώντας, η κυβέρνηση του Τσαντ ανακοίνωσε ότι αναστέλλει τη θεώρηση διαβατηρίων σε πολίτες των ΗΠΑ που θέλουν να επισκεφτούν τη χώρα.
Ο Τζαμάλ Αμπντί, πρόεδρος του Εθνικού Ιρανοαμερικανικού Συμβουλίου, δήλωσε ότι η απαγόρευση «δεν θα ενισχύσει την ασφάλεια των Αμερικανών αλλά θα κάνει να υποφέρουν πολλοί Αμερικανοί, ανάμεσά τους μέλη της αμερικανοϊρανικής κοινότητας».
Σύμφωνα με ΜΜΕ προβλέπονται εξαιρέσεις για πρόσωπα η μετάβαση των οποίων στις ΗΠΑ υπηρετεί «το εθνικό συμφέρον».