Με τον τίτλο «Μοιρολόι» κάνει την πρώτη εμφάνισή του στον «Ριζοσπάστη» που θα το εκδώσει και σε βιβλίο
Ο Γιάννης Ρίτσος σε νεαρή ηλικία, όταν γράφει τον «Επιτάφιο» |
Τα μάτια του υγραίνονται, μ' εκείνη την υγρασία που ο θρήνος και ο κοπετός μετατρέπονται σε οργή, στη θέα της μαυροφορεμένης μάνας, με τα χέρια ανοιχτά, πάνω από το πτώμα του δολοφονημένου απεργού αυτοκινητιστή, σημάδι ότι το πένθος είναι ανείπωτο. Είναι η επόμενη μέρα της δολοφονίας του Τάσου Τούση κι ακόμη δεν έχει εξακριβωθεί η ταυτότητα του νεκρού διαδηλωτή.
Ωστόσο, η φωτογραφία σε άσπρο και μαύρο έχει συγκρατήσει την τραγωδία, σε μία εποχή που το χρώμα δεν έχει ακόμη μπει στην τεχνολογική τελείωσή του. Βλέπετε δεν είχαν ακόμη «ανακαλυφθεί» τα αιματοβαμμένα λαϊκίστικα πρωτοσέλιδα ταμπλόιντ, με διαμελισμένα σώματα!
Θερμός, μ' όλο τον εγκέφαλο να έχει πυρακτωθεί και να έχει μεταδώσει την ανατριχίλα σ' όλο το σώμα του, με χέρι τρεμάμενο, αλλά με την αποφασιστικότητα της χειρονομίας, η οποία διά παντός θα αποτυπώσει τον πόνο της χαροκαμένης μητρότητας, κλείνεται στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού, που βρίσκεται επί της οδού Μεθώνης 30, στα Εξάρχεια.
Ομως σ' αυτό το σημείο θα δώσουμε τον λόγο στον ίδιο τον δημιουργό, μέσα από αποσπάσματα δύο μαρτυριών του:
«Μια φωτογραφία μιας μάνας που έχει στα γόνατά της το σκοτωμένο παιδί της, στάθηκε η αφορμή να εμπνευσθώ τον "Επιτάφιο". Επρόκειτο για ένα φοβερό ντοκουμέντο (...).
Με τους φίλους και συγκάτοικούς του, Γιάννη Λαμπράκο και Λουκά Δασαργύρη, στον Λόφο του Στρέφη, με τους οποίους μοιράζεται το σπίτι της οδού Μεθώνης 30, στα Εξάρχεια |
Για τρεις ολόκληρες μέρες η Θεσσαλονίκη ήταν στα χέρια του στρατού που είχε προσχωρήσει στην αναίμακτη λαϊκή εξέγερση. Τα γεγονότα είχαν τεράστια απήχηση και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Παντού ένα κλίμα οργής είχε πλημμυρίσει τις ψυχές κατά της κυβερνήσεως και ο Τύπος ήταν γεμάτος από τον αντίλαλο της οργής του λαού».
Και πώς περνάει από το αλγεινό γεγονός στην αισθητική αντιμετώπισή του;
«Μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια, η μάνα μου η Μανιάτισσα που ήταν εξοικειωμένη με το μοιρολόι, εικόνες βυζαντινές με το Χριστό στα πόδια της Παναγίας, οι στίχοι του Βάρναλη, του Σικελιανού, το δημοτικό μας τραγούδι, όλα αυτά συγχωνεύτηκαν μέσα μου και ξέσπασε στην καρδιά μου το κύμα ενός πελώριου θρήνου, ενός πραγματικού Επιτάφιου.
Επί τρεις μέρες και τρεις νύχτες συνέχεια έγραφα, χωρίς φαΐ, χωρίς ύπνο. Κι όταν τελείωσα και τα είκοσι ποιήματα, λιποθύμησα. Είχα μεταγγίσει στους στίχους μου μαζί με την τελευταία σταγόνα του πόνου για τα θύματα της απρόκλητης επιθέσεως και την ύστατη ζωική ικμάδα μου. Ο "Επιτάφιος", αφιερωμένους στους νεκρούς της 9ης Μαΐου, ήταν για μένα πια ένα ποιητικό γεγονός» («Ανεξάρτητος Τύπος», 19η Νοέμβρη 1960).
Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του «Ριζοσπάστη», με εξώφυλλο του Γιώργου Λιδάκη |
«Εγραψα τον "Επιτάφιο" σε μια εποχή που τα ρεύματα τα πολιτικά σ' όλο τον κόσμο δημιουργούσαν εκτροπές από τις παραδόσεις. Εκείνα τα δύσκολα χρόνια, όταν πλανιόταν στην ατμόσφαιρα η απειλή του φασισμού, αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω τον "Επιτάφιο" σαν μια κατοχύρωση της εθνικής και φυλετικής μας ταυτότητας, σε καθαρά δημοτικά μέτρα.
Σε μένα οι αισθήσεις μου, οι βάσεις μου, οι ακουστικές προέρχονται από τον λαό. Αυτά που βγήκαν από μέσα μου τα άκουσα παιδί, τα τραγούδησα, τα χόρεψα. Παρόλο που στη Μονεμβασιά θεωρούμασταν άρχοντες, η μάνα μου φρόντιζε να πηγαίνω στα πανηγύρια, όπου μιλούσα με τους χωρικούς και τους αγρότες.
Πριν μάθω τι είναι ο δεκαπεντασύλλαβος, έγραψα από μικρός με άνεση δεκαπεντασύλλαβους, γνώριζα πολύ καλά και το μανιάτικο μοιρολόι, γιατί η μάνα μου ήταν από το Γύθειο και εγώ το Γυμνάσιο Γυθείου τελείωσα. Ετσι όλα ήρθαν από μόνα τους» («Το Βήμα της Κυριακής», 22 Οκτώβρη 1978).
Το αποτέλεσμα αυτού του γεμάτου ένταση τριήμερου αποδίδει συνολικά δεκατέσσερα ποιήματα, από τα οποία τα τρία από αυτά δημοσιεύονται στον «Ριζοσπάστη» την Τρίτη της 12ης Μάη 1936. Τα στέλνει στην εφημερίδα, με αγγελιοφόρο τον τέσσερα χρόνια μεγαλύτερο φίλο του, Ευθύφρονα Ηλιάδη, ηθοποιό του Εθνικού Θεάτρου.
Η συντακτική ομάδα της εφημερίδας τα δημοσιεύει το ένα κάτω από το άλλο, με αραβική αρίθμηση 1, 2, 3, υπό τον τίτλο «ΜΟΙΡΟΛΟΪ» και με υπότιτλο την αφιέρωση «Στους ηρωικούς εργάτες της Θεσσαλονίκης». Κάτω από την ρουμπρίκα - υπέρτιτλο «Ο ΠΑΛΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ».
Η πρώτη δημοσίευση του ποιήματος, με τον τίτλο «Μοιρολόι», στις 12 Μάη 1936, στην εφημερίδα του λαού |
Εν τω μεταξύ, ο ποιητής θεωρεί ότι έχει ολοκληρώσει τον ποιητικό λόγο του, που τον έχει στα συρτάρια της η εφημερίδα του λαού. Ετσι, στις 23 και 25 Μάη σε ρεκλάμα ανακοινώνεται το τύπωμα της ποιητικής συλλογής «Επιτάφιος», ενώ στις 7 Ιούνη αναγγέλλεται: «Κυκλοφορούν αύριο (σ.σ. 8 Ιούνη) τα βιβλία μας: 1) ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΑΓΩΝΩΝ / 2) ΔΙΑΛΕΧΤΙΚΟΣ ΥΛΙΣΜΟΣ / 3) ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ - ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΡΙΤΣΟΥ. Με τρία δελτία και το αντίτιμο μπορεί να πάρει κανείς οποιοδήποτε από τα παραπάνω βιβλία».
Η κατά «Ριζοσπάστη» έκδοση κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα, υψηλός αριθμός για τα τυπογραφικά δεδομένα της εποχής. Την φωτομηχανική ανατύπωσή της μπορείτε να την προμηθευτείτε από τα βιβλιοπωλεία της «Σύγχρονης Εποχής», σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα (σελ. 20, με την έκπτωση προς 2.80 ευρώ).
Το μέχρι τότε γραμμένο ποιητικό σώμα, τυπώνεται, με λατινική αρίθμηση I - XIV, σε 14 σελίδες διαστάσεων 24Χ17, με σχέδιο στο εξώφυλλο του Γιώργου Λιδάκη. Aπεικονίζεται η μοιρολογούσα μάνα, με σκαμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και τονισμένα τα νεύρα του δεξιού χεριού της, που ξεσχίζει το φόρεμα και τα σωθικά της.
Αυτή λοιπόν η προπαγανδιστική πλακέτα γίνεται ανάρπαστη, όμως τα τελευταία 250 αντίτυπα που βρέθηκαν στο «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» κάηκαν δημόσια στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, καθώς ανήκε στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων.
(Συνεχίζεται)
Προδημοσιεύσεις που αναγγέλλουν και προπαγανδίζουν την ποιητική πλακέτα του Γιάννη Ρίτσου |
Προδημοσιεύσεις που αναγγέλλουν και προπαγανδίζουν την ποιητική πλακέτα του Γιάννη Ρίτσου |
Προδημοσιεύσεις που αναγγέλλουν και προπαγανδίζουν την ποιητική πλακέτα του Γιάννη Ρίτσου |
Προδημοσιεύσεις που αναγγέλλουν και προπαγανδίζουν την ποιητική πλακέτα του Γιάννη Ρίτσου |