«Κύκλωπας» με το ΚΘΒΕ |
Ο Κ. Μπάκας επανέλαβε επιτυχώς το σκηνοθετικό εγχείρημα, βασιζόμενος στην αποκτημένη γνώση του, το πολύπειρο θεατρικό αισθητήριό του - αισθητήριο που διαθέτει σεβασμό στο λόγο, ελεύθερη φαντασία, αίσθηση του κωμικού, αλλά και μέτρο και σε ικανούς και πάλι συντελεστές. Η παλιά παράστασή του ισορροπούσε εκπληκτικά πάνω στη λαϊκότητα, το σουρεαλισμό και το γκροτέσκο, αξιοποιώντας τα πρόσφορα για μια τέτοια σύνθεση λογοπαίγνια της μετάφρασης του Σφυρόερα, και κυρίως τα υποκριτικά ιδιώματα των ηθοποιών. Η φετινή παράσταση, βάδισε σε αμιγώς λαϊκούς «δρόμους». Σ' αυτούς οδηγούσαν, εξάλλου, η άμεση, λαϊκά χωρατατζίδικης γλώσσας, μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη. Το σκόπιμα νάιφ αφέλειας σκηνικό του Νίκου Στεφάνου. Τα πολύχρωμα, σαν χαρούμενες λαϊκές ζωγραφιές, κοστούμια της Ιωάννας Παπαντωνίου. Η εύηχη μουσική του Βασίλη Δημητρίου (όχι πάντως εύφορη όπως προηγούμενες συνθέσεις του), διδαγμένη από τη Νανά Θρασυβουλίδου. Η καλοδουλεμένη, ιππευτικού ρυθμού χορογραφία του Χάρη Μανταφούνη.
«Ιππής» με τη «Θεατρική Διαδρομή» |
Το Κρατικό Θέατρο Βορίου Ελλάδος αποπειράθηκε φέτος να προσέλθει στα Επιδαύρια με μια σκηνοθετική σύνθεση της «Εκάβης» και του «Κύκλωπα» του Ευριπίδη. Τόλμημα παρακινδυνευμένο, αφού παραμένει άγνωστο αν αυτά τα δύο έργα αποτελούσαν μέρος μιας τετραλογίας του Ευριπίδη, αν έστω ο ποιητής παρουσίασε ποτέ μαζί την τραγωδία «Εκάβη» και το σατυρικό δράμα «Κύκλωπας», ούτε καν αν ταυτίζεται χρονικά η γραφή τους. Τόλμημα βάσιμο, πάντως, από μυθολογική - μυθοπλαστική άποψη, καθώς και τα δύο έργα σχετίζονται με τον Τρωικό Κύκλο και διαδραματίζονται -και τα δυο- μετά τη λήξη του πολέμου, με την «Εκάβη» να προηγείται μυθολογικά. Μια τραγωδία που «κλείνει» και τα συλλογικά δεινά των Τρώων και τα οικογενειακά της απορφανισμένης από όλα τα παιδιά της, βασίλισσας Εκάβης. Δεινά που προκάλεσε ο πόλεμος και τα οποία κορυφώνονται με την απόφαση των Αχαιών, που ανακοινώνει ο Οδυσσέας, να σφάξουν την κόρη της Πολυξένη και με δυο ακόμα πράξεις βίας - γεννήματος, επίσης, του πολέμου. Γιατί γέννημα του πολέμου είναι η προδοσία του «φίλου» των Τρώων, Πολυμήστορα, ο οποίος, για να ιδιοποιηθεί τους θησαυρούς που του έδωσαν οι Τρώες βασιλείς να φυλάξει, δολοφονεί το μικρογιό της Εκάβης, Πολύδωρο. Γέννημα του πολέμου είναι η και αμείλικτη εκδίκηση της Εκάβης, η οποία τυφλώνει τον προδότη και σκοτώνει τα παιδιά του, πριν, αιχμάλωτη πια, ξεκινήσει το δρόμο της προσφυγιάς με τα καράβια των νικητών Ελλήνων.
«Εκάβη» με το ΚΘΒΕ |
Το εγχείρημα να ανέβουν και τα δύο έργα σε ενιαία παράσταση διέθετε και σκηνική αποτελεσματικότητα και συνοχή, καθώς μερικοί βασικοί συντελεστές της εργάστηκαν και για τα δύο έργα: Το λιτότατο σκηνικό του Γιώργου Ζιάκα πρόβλεψε μια απλούστατη λειτουργική λύση για τη μετατροπή του από πύλη της Τροίας σε σπηλιά του Κύκλωπα. Καλαίσθητα ήταν και τα κοστούμια του -λιτά και γκριζόμαυρα στην «Εκάβη», πολύχρωμα και παιγνιώδη στον Κύκλωπα. Η χορογραφία του Ισίδωρου Σιδέρη (από τις καλύτερες δουλιές του στο αρχαίο δράμα), αυστηρά γεωμετρημένη στην «Εκάβη», οργίασε ευφρόσυνα στον «Κύκλωπα». Οι φωτισμοί του Ανδρέα Μπέλλη, ανέδειξαν το ζόφο αυτής της τραγωδίας και το φωτεινό πεδίο του σατυρικού δράματος. Καλοδιδαγμένα μουσικά, από το Νίκο Βουδούρη, ήταν τα χορικά και των δύο έργων.
Η «Εκάβη» μεταφρασμένη με δωρική και κυριολεκτική γλώσσα από τον Νίκο Χουρμουζιάδη, διδάχθηκε σκηνοθετικά από τον Διαγόρα Χρονόπουλο. Πρώτιστο και μέγιστο μέλημα της σκηνοθεσίας ήταν ο λόγος να ακουστεί ακέραιος, απέριττος, χωρίς υπερδραματοποιήσεις. Δεύτερο, ήταν η (λιτής δραματικής φόρμας) όρχηση -κίνηση, ατομικός και συνεκφερόμενος λόγος- του Χορού, μελισμένος διακριτικά από τον Κώστα Βόμβολο. Τρίτο η καθάρια απόδοση των ρόλων των υποκριτών και των συγκρούσεών τους. Στα πλαίσια μιας τέτοιας λιτής, καλοκουρδισμένης, αλλά και κάπως «στεγνής» δραματικά φόρμας, κινήθηκαν οι ερμηνείες των περισσότερων ηθοποιών, από τις οποίες αξιοσημείωτες υποκριτικά ήταν της Δέσποινας Μπεμπεδέλη (σπαρακτική στο θρήνο της Εκάβης για τον Πολύδωρο). Του Κώστα Καζάκου (έπλασε ένα κυνικό, θηριώδη Πολυμήστορα). Της Αδριανής Τουντοπούλου (η Θεράπαινά της έδωσε την πιο γνήσια δραματική νότα). Ο Κώστας Σαντάς (μετρημένος δραματικά Οδυσσέας, επιτυγχάνοντας με το μέτρο του ώστε πειστικά να μετεξελιχθεί σε απολαυστικό κωμικό πρόσωπο στον «Κύκλωπα»). Του Νίκου Βρεττού (ορθολογικός Ταλθύβιος) και του Βασίλη Σεϊμένη (λιτός Αγαμέμνων). Αδύνατη υποκριτικά και άκαμπτη φωνητικά η Μαρία Ιωαννίδου (Πολυξένη).
Η θεατρική έκπληξη και ευφορία προέκυψε με τον «Κύκλωπα». Ο Γιάννης Ρήγας, στηριγμένος από το μεταφραστικό κέφι του Κ.Χ. Μύρη, την οργιαστική, σύγχρονων ακουσμάτων μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη, την εκφραστική χάρη της χορογραφίας, τα χιουμοριστικά κοστούμια του Ζιάκα, ανέτρεψε την επικρατούσα άποψη, που θεωρεί το σατυρικό δράμα ως δύστροπο, «ξινό», θεατρικά άχαρο. Ο Γ. Ρήγας σκηνοθέτησε ένα ευφρόσυνο, χυμώδες, γελαστικό σκηνικό παιχνίδι, αποδίδοντας μια πρωτοφανή χάρη στο σατυρικό δράμα του Ευριπίδη. Ευεργετήθηκε όμως τα μέγιστα από τις ερμηνείες. Ο Χρήστος Βαλαβανίδης εμφύσησε στο Σιληνό το κωμικό ιδίωμά του. Ο Κώστας Καζάκος, με χιούμορ, μπουνταλάδικο και ανάλαφρο νάζι υποδύθηκε τον Κύκλωπα. Ο Κώστας Σαντάς, με το απολαυστικό πνευματώδες, εύπλαστο χιούμορ του «κέντησε» έναν παμπόνηρο, μπαγαμπόντη, ψευτοπαλικαρά και ατομιστή Οδυσσέα. Αξιοι επαίνου, όμως, είναι για το υποκριτικό τους κέφι και όλοι οι ηθοποιοί του (ανδρικού και γυναικείου) Χορού.