ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 27 Γενάρη 2024 - Κυριακή 28 Γενάρη 2024
Σελ. /40
ΔΙΕΘΝΗ
ΚΙΝΑ - ΕΕ
«Μεταξύ σφύρας και άκμονος»...

Στιγμιότυπο από τη συνάντηση που έγινε στο Πεκίνο, στις αρχές Δεκέμβρη

Xinhua

Στιγμιότυπο από τη συνάντηση που έγινε στο Πεκίνο, στις αρχές Δεκέμβρη
«

Μεταξύ σφύρας και άκμονος», με τον ανταγωνισμό για την πρωτοκαθεδρία στο ιμπεριαλιστικό σύστημα να οξύνεται ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, με την κρίση να της χτυπάει την πόρτα και την «ατμομηχανή» της - τη Γερμανία - ήδη σε ύφεση, βαθιά μπλεγμένη σε δύο πολέμους στη γειτονιά της και με τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της καλά να κρατούν, επιχειρεί να χαράξει στρατηγική απέναντι στην Κίνα η Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως έδειξαν και οι ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μέσα στη βδομάδα για τη «Στρατηγική Οικονομικής Ασφάλειας» (βλέπε διπλανό θέμα).

Οι αντιφατικές αυτές σχέσεις αποτυπώθηκαν και στα όσα ειπώθηκαν τον Δεκέμβρη, οπότε και έγινε η - πρώτη διά ζώσης από το 2019 - Σύνοδος Κορυφής ΕΕ-Κίνας, όπου και οι δύο πλευρές αναγνώρισαν την ανάγκη αλλά και τη δυσκολία που χαρακτηρίζει την οικονομική τους συνεργασία.

Η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «η σχέση μας με την Κίνα είναι περίπλοκη και έχουμε ευθύνη να την κάνουμε να λειτουργήσει», προσθέτοντας ότι «είναι προς το κοινό μας συμφέρον να έχουμε ισορροπημένες εμπορικές σχέσεις (...) Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις σε έναν κόσμο με αυξανόμενες γεωπολιτικές τριβές». Ενώ ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, θίγοντας συγκεκριμένα το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα που υπάρχει για την ευρωπαϊκή πλευρά (το 2022 «άγγιξε» τα 400 δισεκατομμύρια ευρώ) ζήτησε «να κάνουμε την εμπορική και οικονομική μας σχέση πιο ισορροπημένη και αμοιβαία» και τόνισε πως «στην ΕΕ συνεχίζουμε να εργαζόμαστε για την επίτευξη πραγματικών ίσων όρων ανταγωνισμού για τις εταιρείες μας και αναμένουμε από την Κίνα να λάβει πιο συγκεκριμένα μέτρα για τη βελτίωση της πρόσβασης στην αγορά και του επενδυτικού περιβάλλοντος για τις ξένες εταιρείες. Σκοπεύουμε να συνεχίσουμε να διαφοροποιούμε τις αλυσίδες εφοδιασμού μας και να αντιμετωπίζουμε τις εξαρτήσεις μας ώστε να είμαστε κατάλληλοι για τις αυριανές προκλήσεις...».

Σχολιάζοντας τη δυσαρέσκεια των Βρυξελλών για το μεγάλο έλλειμμα, ο εκπρόσωπος του κινεζικού ΥΠΕΞ, Γουάνγκ Γουενμπίν, μετέφερε την έντονη δυσφορία που προκάλεσαν στο Πεκίνο οι περιορισμοί που η ΕΕ εξετάζει σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, αναφέροντας ότι «η κατάσταση στην οποία σήμερα βρίσκεται το εμπόριο ΕΕ - Κίνας είναι το αποτέλεσμα του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, των συνθηκών διεθνούς εμπορίου και της βιομηχανικής σύνθεσης των δύο πλευρών».

Ο δε γενικός διευθυντής του τμήματος Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών, Γουάνγκ Λουτόνγκ, ανέφερε ότι «το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών από την Κίνα στην ευρωπαϊκή ήπειρο προέρχεται στην πραγματικότητα από κοινοπραξίες μεταξύ κινεζικών και ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Σύμφωνα με τα στατιστικά μας, το 40% των εξαγωγών των ευρωπαϊκών επιχειρηματικών κρατών (european business states) στην Κίνα επέστρεψε στην Ευρώπη», καταλήγοντας ότι «εμείς είμαστε πολύ πρόθυμοι να εισάγουμε περισσότερα προϊόντα από την Ευρώπη, ιδιαίτερα τις εξαιρετικά προηγμένες τεχνολογίες και τα προϊόντα υψηλής αξίας. Και ελπίζουμε ότι οι Βρυξέλλες δεν θα βάλουν κανένα εμπόδιο στο μεταξύ μας εμπόριο».

Ο δε Πρόεδρος της χώρας, Σι Τζινπίνγκ - κατά τη συνάντησή του με Μισέλ και ντερ Λάιεν - χαρακτήρισε την ΕΕ «εταίρο - κλειδί στην οικονομική και εμπορική συνεργασία, προτιμώμενο εταίρο στην επιστημονική και τεχνολογική συνεργασία και αξιόπιστο εταίρο για τη συνεργασία στη βιομηχανική και εφοδιαστική αλυσίδα».

«Ανεπιθύμητη η αποσύνδεση», «μη ικανοποιητική» η σχέση

Πάντως, ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ, κατά την επίσημη επίσκεψή του τον Οκτώβρη στην Κίνα, τόνισε ότι «οποιαδήποτε μορφή αποσύνδεσης (σ.σ. Κίνας - ΕΕ) είναι όχι μόνο ανεπιθύμητη αλλά και αδύνατη», αναγνωρίζοντας την ίδια στιγμή ότι στην οικονομία η σχέση «απέχει πολύ από το να είναι ικανοποιητική» και παραμένει «μη ισορροπημένη».

Την ίδια στιγμή, υποστήριξε ότι «δεν επιδιώκουμε να κάμψουμε την παγκόσμια άνοδο της Κίνας (...) Επιθυμούμε να συνεργαστούμε μαζί της σε όλες τις μεγάλες παγκόσμιες προκλήσεις...».

Η δε Agathe Demarais, ανώτερος συνεργάτης της πολιτικής στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, σχολίασε πρόσφατα ότι «τα δύο τρίτα των εταιρειών της ΕΕ δεν έχουν σχέδια να απομακρυνθούν από την Κίνα», αν και «αυτές οι αυστηρές πολιτικές καταδεικνύουν πως οι δυτικές χώρες είναι πρόθυμες να επιβάλουν παρεμβατικά μέτρα που ήταν αδιανόητα μόλις πριν από λίγα χρόνια».

Από τη μεριά της Κίνας, ενδεικτική ήταν η ανάλυση που φιλοξένησαν οι «Global Times» κατά τις μέρες της διμερούς Συνόδου, στις αρχές Δεκέμβρη, διατυπώνοντας την προσδοκία η ευρωπαϊκή πλευρά «να εξετάσει τα ζητήματα (σ.σ. για τη διμερή οικονομική και εμπορική συνεργασία) πιο περιεκτικά και αντικειμενικά, θέτοντας σε ισχύ ένα πνεύμα πραγματισμού και συναντώντας την Κίνα στα μισά του δρόμου», αφού είχε πρώτα εκφράσει τη δυσαρέσκεια του Πεκίνου επειδή «πάνω από το ένα τρίτο των εξαγωγών των ευρωπαϊκών εταιρειών που επιχειρούν στην Κίνα πωλούνται τελικά πίσω στην Ευρώπη» και «μια σημαντική μερίδα των κερδών την απολαμβάνει η ευρωπαϊκή πλευρά...».

Υπογράμμισε δε ότι θα έχει «εξαιρετική σημασία για την Κίνα, την Ευρώπη και τον κόσμο συνολικά» να τεθεί σε εφαρμογή η οικοδόμηση μιας «μακρόχρονης, προβλέψιμης και βιώσιμης ανάπτυξης μαζί με την Κίνα»...

Ερευνα που έγινε τον Ιούνη, με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Εμπορικού Επιμελητηρίου, το οποίο έχει έδρα στο Πεκίνο, κατέγραφε μεν ότι το 75% των ερωτηθέντων εκπροσώπων εταιρειών ενίσχυσαν την «ευελιξία των εφοδιαστικών αλυσίδων» τους την τελευταία διετία, σε ένα ποσοστό τους έχοντας ήδη μεταφέρει μέρος της παραγωγής τους από την Κίνα σε περιοχές της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ασίας. Ενα 63% προσδιόρισαν ως βασική τους ανησυχία (δυσμενείς για τις επενδύσεις τους) τους όρους πρόσβασης στην κινεζική αγορά και ένα 60% ξεκαθάρισαν την ετοιμότητά τους να επεκτείνουν τις επενδύσεις τους στην Κίνα, αν οι όροι πρόσβασης στην κινεζική αγορά γίνουν πιο ικανοποιητικοί...

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ενδιαφέρον έχουν και τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν προ ημερών για το 2023 και που δείχνουν ότι για δεύτερη μόλις φορά από το 2005 οι εξαγωγές από την Κίνα προς την ΕΕ (αλλά και τις ΗΠΑ) ήταν χαμηλότερης αξίας από αυτές προς τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας που αποτελούν την ομάδα ASEAN (Μπρουνέι, Καμπότζη, Ινδονησία, Λάος, Μαλαισία, Μιανμάρ, Φιλιππίνες, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη και Βιετνάμ). Συγκεκριμένα, για το 2023 η αξία των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ ήταν 500 δισεκατομμύρια δολάρια, αυτών προς την ΕΕ ελάχιστα παραπάνω στα 501 δισ. και αυτών προς τις χώρες της ASEAN στα 524 δισεκατομμύρια.


«Στην καρδιά του γεωπολιτικού ανταγωνισμού η τεχνολογία»

Η ΕΕ ανακοίνωσε τη βδομάδα που πέρασε τη «Στρατηγική Οικονομικής Ασφάλειας», ένα πακέτο μέτρων που, όπως γράφεται στον Τύπο, έχει ως στόχο να γίνει «οικονομική ασπίδα» των μονοπωλίων της απέναντι στην Κίνα, στη Ρωσία, όπως και τις ΗΠΑ, ρίχνοντας κι άλλο «λάδι» στις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς.

Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα 5 βασικά μέτρα απέναντι στην «αύξηση των παγκόσμιων γεωπολιτικών απειλών» θα αφορούν την ενίσχυση των κανονισμών για τις άμεσες ξένες επενδύσεις, τον συντονισμό των ελέγχων των εξαγωγών, την υποστήριξη της έρευνας σε τεχνολογίες «διπλής χρήσης» (για πολιτική και στρατιωτική χρήση»), τη βελτίωση της ασφάλειας της έρευνας και ένα εργαλείο για τον «έλεγχο διαρροών ευαίσθητης τεχνογνωσίας» μέσω ευρωπαϊκών επενδύσεων στο εξωτερικό. Σκοπεύουν για τον λόγο αυτό να ενσωματώσουν στην ευρωπαϊκή νομοθεσία ένα σύστημα ελέγχου για τις Αμεσες Ξένες Επενδύσεις σε ευαίσθητες βιομηχανίες.

Ειδικά σε ό,τι αφορά το τελευταίο, στόχος της ΕΕ είναι να αυξήσει την προστασία βασικών τομέων, όπως οι ημιαγωγοί, η κβαντική πληροφορική, η βιοτεχνολογία, η βιομηχανία μηδενικών εκπομπών, η «καθαρή Ενέργεια» και τα κρίσιμα ορυκτά, όπως και η διαστημική τεχνολογία, τομείς γύρω απ' τους οποίους «πέφτουν κορμιά» για την πρωτιά στην «κούρσα» του ανταγωνισμού.

Ηδη από τον περασμένο Οκτώβρη, η Κομισιόν είχε ανακοινώσει την επεξεργασία λίστας με «ιδιαίτερης αξίας» βιομηχανικά προϊόντα, για τα οποία θα αξιολογηθεί αν οι εξαγωγές τους μπορεί και / ή πρέπει να συνεχιστούν προς κάποιες περιοχές.

Κατά τη σχετική συνέντευξη Τύπου, αν και δεν έγινε ρητή αναφορά στην Κίνα, η αρμόδια επίτροπος για τις Αξίες και τη Διαφάνεια, αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βιέρα Γιούροβα, ανέφερε τότε ότι «η τεχνολογία βρίσκεται επί του παρόντος στην καρδιά του γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Και η ΕΕ θέλει να αποτελεί παίκτη, όχι παιδική χαρά ("a player, not a playground")».

Ο δε αρμόδιος για την Εσωτερική Αγορά επίτροπος, Τιερί Μπρετόν, υποστήριξε ότι η σχετική λίστα «δεν στρέφεται ενάντια σε καμία χώρα» αλλά πως «όταν βλέπουμε ότι υπάρχει κίνδυνος υπερβολικής εξάρτησης, κίνδυνος να σπάσουμε μια αλυσίδα εφοδιασμού που θα μπορούσε να είναι κρίσιμη για εμάς, αναλαμβάνουμε μέτρα, δεν περιμένουμε».

Οι «αξιολογήσεις κινδύνου» που ξεκίνησαν τότε, ιεραρχούν τέσσερις βασικούς τεχνολογικούς τομείς, οι οποίοι επιλέχθηκαν προσεκτικά «λόγω της συνεχώς εξελισσόμενης, μετασχηματιστικής φύσης τους και της "επικείμενης" δυνατότητάς τους να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς και παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Συγκεκριμένα, πρόκειται για τις κατηγορίες: Προηγμένοι ημιαγωγοί. Τεχνητή Νοημοσύνη. Κβαντική τεχνολογία (περιλαμβανομένων των κβαντικών υπολογιστών, της κβαντικής κρυπτογραφίας, των κβαντικών επικοινωνιών και της κβαντικής ανίχνευσης και ραντάρ). Βιοτεχνολογία (συμπεριλαμβανομένων τεχνικών γενετικής τροποποίησης κ.τ.λ.), ενώ σειρά πήρε η αξιολόγηση έξι ακόμα «κρίσιμων» τεχνολογικών τομέων (εικονική πραγματικότητα, ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, διαστημική πλοήγηση, πυρηνικοί αντιδραστήρες, υδρογόνο, μπαταρίες, drones και ρομποτική).

Την ίδια ώρα και η Κίνα έχει περιορίσει την εξαγωγή κρίσιμων πρώτων υλών για τη βιομηχανία, καθώς και την τεχνολογία, όπως για παράδειγμα του γραφίτη, που ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, έχει συνδέσει με «συνέπειες για την κυριαρχία και τη στρατηγική μας αυτονομία» και χαρακτηρίσει «θεμελιώδους σημασίας για την αμυντική μας βιομηχανία».

Εκθεση του Ευρωκοινοβουλίου από τον περασμένο Ιούνη σημείωνε ειδικά για τον γραφίτη ότι μαζί με το αλουμίνιο αποτελούν «υλικά πολύ υψηλού κινδύνου», με όρους «από τους οποίους μπορεί να προκληθούν κίνδυνοι για τη γεωπολιτική και την εφοδιαστική αλυσίδα». Σημειωτέον, η Κίνα υπολογίζεται ότι παράγει σήμερα το 69% του γραφίτη παγκοσμίως, ανάμεσα σε μια σειρά από άλλες σπάνιες γαίες και υλικά.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ