«Στην ισχυρότερη θέση για να ανταγωνιστούμε την Κίνα ή οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο», λέει ο Μπάιντεν
Copyright 2023 The Associated |
Σε ό,τι αφορά την Κίνα, ισχυρίστηκε ότι στη διάρκεια της προεδρίας του άλλαξε η κατάσταση με τις ΗΠΑ να χάνουν συνεχώς έδαφος στον ανταγωνισμό με τη ραγδαία ενισχυόμενη κινεζική οικονομία.
«Δεν θα ζητήσω συγγνώμη που επενδύουμε για να κάνουμε την Αμερική ισχυρή. Επενδύουμε στην αμερικανική καινοτομία, σε βιομηχανίες που θα καθορίσουν το μέλλον και στις οποίες η κυβέρνηση της Κίνας σκοπεύει να κυριαρχήσει», επεσήμανε μεταξύ άλλων, σε μια αναφορά που «ακουμπάει» και τις γκρίνιες των Ευρωπαίων «εταίρων» των ΗΠΑ για τα τεράστια πακέτα κρατικής στήριξης της αμερικανικής καπιταλιστικής οικονομίας.
«Σήμερα είμαστε στην ισχυρότερη θέση εδώ και δεκαετίες για να ανταγωνιστούμε την Κίνα ή οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο», πρόσθεσε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος δε στην πρόσφατη κατάρριψη του κινεζικού αερόπλοιου πάνω από τις ΗΠΑ - το οποίο χαρακτηρίστηκε «κατασκοπευτικό» από την Ουάσιγκτον - είπε ότι έκανε πράξη την υπόσχεσή του για προστασία της χώρας.
Οι αναφορές του Μπάιντεν στην Κίνα προκάλεσαν την άμεση αντίδραση του Πεκίνου, με την εκπρόσωπο Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών Μάο Νινγκ να τονίζει ότι η χώρα της «δεν φοβάται τον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ, αλλά αντιτίθεται στην προσπάθεια να καθοριστούν οι διμερείς σχέσεις στην τροχιά του ανταγωνισμού (...) Δεν είναι πρακτική μίας υπεύθυνης χώρας αυτή, να κατηγορεί μία άλλη ή να προσπαθεί να περιορίσει την ανάπτυξή της με τη δικαιολογία του ανταγωνισμού, με κόστος τη διατάραξη της παγκόσμιας βιομηχανικής και εφοδιαστικής αλυσίδας».
Ο Μπάιντεν στην ομιλία του στάθηκε επίσης στη συμμετοχή και τον ρόλο των ΗΠΑ στην ιμπεριαλιστική σύγκρουση με τη Ρωσία στην Ουκρανία (βλ. περισσότερα στη σελ. 19), ενώ αναφερόμενος στα ζητήματα της οικονομίας υποστήριξε πως οι ΗΠΑ έκαναν αυτό που κάνουν πάντα: Βγαίνουν δυνατότερες μετά από κάθε κρίση, σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Καθώς ο αμερικανικός λαός, μετά τον βαρύ φόρο αίματος στην πανδημία από την πολιτική που αφήνει αθωράκιστη την υγεία του, βρέθηκε στη δίνη του τεράστιου πληθωρισμού που τσάκισε ακόμα περισσότερο το εισόδημά του, ο Μπάιντεν επιχείρησε να ρετουσάρει και το «φιλολαϊκό» προφίλ της κυβέρνησής του. Σε αυτό το πλαίσιο έστησε έναν ψευτοκαβγά με τους Ρεπουμπλικάνους, κατηγορώντας τους ότι θέλουν να καταργήσουν προγράμματα διαχείρισης της ακραίας φτώχειας, όπως το ανεπαρκέστατο πρόγραμμα βασικής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης Μedicare.
Κατά τ' άλλα, αναφέρθηκε πάλι εκτενώς στα μέτρα για τη στήριξη της αμερικανικής καπιταλιστικής οικονομίας, μεταξύ άλλων στα πεδία των υποδομών και των «πράσινων» επενδύσεων, επαναλαμβάνοντας παράλληλα τα περί «αύξησης των νέων θέσεων εργασίας».
Στην ανακοίνωση του αμερικανικού υπουργείου αναφέρεται μόνο αδρά η ατζέντα της συνάντησης, που ήταν ο αμερικανικός νόμος «Για μείωση του πληθωρισμού», η «Πράσινη Συμφωνία» της ΕΕ και το σχέδιό της για βιομηχανική ανάπτυξη. Αναφέρεται επίσης ότι «τόνισαν την ανάγκη να ενεργοποιήσουν την καινοτομία και την τεχνολογική ανάπτυξη και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού επισπεύδοντας τη μετάβαση προς την Πράσινη Ενέργεια και την επίτευξη των συλλογικών κλιματικών στόχων».
Η «Ντόιτσε Βέλε» πάντως σε σχετικό ρεπορτάζ εκτιμούσε ότι δεν υπάρχουν δυνατότητες για «σημαντικές εξελίξεις» που να μπορούν να δημοσιοποιηθούν στο παρόν στάδιο. Κατά το γερμανικό δίκτυο, αυτό οφείλεται μεταξύ άλλων στο ότι η ΕΕ «είναι υπεύθυνη για οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις ή συμφωνίες στο θέμα με τις ΗΠΑ». Υποστηρίζει επίσης την αίσθηση του Χάμπεκ ότι το θέμα δεν έχει πάρει ακόμη «επείγουσες διαστάσεις» και ότι υπάρχει ακόμη χρόνος μερικών μηνών για «ικανοποιητικό συμβιβασμό».
Από την άλλη, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών δήλωσε ότι «ποτέ δεν ήταν πρόθεση της ΕΕ να αλλάξει τον αμερικανικό νόμο» αλλά ζήτησε από τις ΗΠΑ να δείξουν «πλήρη διαφάνεια» στο εύρος των σχημάτων επιδότησης. Πρόσθεσε δε ότι τον καθησύχασαν οι Αμερικανοί αξιωματούχοι ως προς αυτό το θέμα μη αποκλείοντας να δοθεί και για την ΕΕ μια λύση για κάποια συγκεκριμένα προϊόντα, όπως αυτές που δόθηκαν για Μεξικό και Καναδά. Ανέφερε επίσης ότι κάποια ευρωπαϊκά βιομηχανικά μονοπώλια, όπως αυτά της ηλεκτροκίνησης, των ηλεκτρικών μπαταριών και κρίσιμων πρώτων υλών, μπορεί να «ευεργετηθούν» από τις αμερικανικές κρατικές επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις.
Αντίθετη στάση τήρησε σε αυτό το ζήτημα ο Ανταμ Πόζεν, πρόεδρος της «δεξαμενής σκέψης» «Peterson Institute», που θεωρεί ότι η ΕΕ θα πρέπει να αντιδράσει απέναντι στην αμερικανική οικονομική επιθετικότητα. Μιλώντας χτες στην οικονομική γαλλική εφημερίδα «Les Echos», υποστήριξε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν «κακομεταχειρίζεται» τους οικονομικούς εταίρους της λόγω ενός «λαθεμένου» οράματος για την παγκοσμιοποίηση και προτρέπει την ΕΕ να καταθέσει αγωγή ενώπιον του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και να χρησιμοποιήσει το νέο σχήμα του Συμβουλίου Εμπορίου και Τεχνολογίας (TTC) μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ για να αμβλύνει τον αμερικανικό νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού (Inflation Reduction Act - ΙRΑ).
Σε αυτό το φόντο, χτες, η γερμανική οικονομική εφημερίδα «Handelsblatt» ανέφερε ότι ο αμερικανικός κολοσσός INTEL αξίωσε επιδότηση ύψους 10 δισεκατομμυρίων ευρώ από το Βερολίνο, αντί για 6,8 δισ. που είχε υποσχεθεί η γερμανική κυβέρνηση. Κοντολογίς θα μπορούσε να κοστίσει ακριβότερα στους Γερμανούς φορολογούμενους η ανέγερση εργοστασίου ημιαγωγών από την INTEL στο Μαγδεμβούργο, που είναι στο ανατολικό τμήμα της χώρας. «Ο αμερικανικός κολοσσός θεωρεί απαραίτητο να εισπράξει κρατικές επιδοτήσεις 10 δισεκατομμυρίων ευρώ», έγραψε η «Handelsblatt», επικαλούμενη κυβερνητικούς εκπροσώπους.
Στο μεταξύ, η Ινδία αναφέρει ότι σκοπεύει να αγοράσει πετρέλαιο «από οπουδήποτε το βρει σε πιο συμφέρουσα τιμή». Ο Ινδός υπουργός Ενέργειας, Hardeep Singh Puri, εκτίμησε ότι η χώρα του θα συνεχίσει τις εισαγωγές από αξιόπιστους εξαγωγείς παρά την πίεση της Δύσης να μην αγοράζει το προϊόν από τη Ρωσία.
Από την άλλη, το πρακτορείο «Ρόιτερς», επικαλούμενο καλά πληροφορημένες πηγές στη Ρωσία, μετέδωσε ότι μελετάται το ενδεχόμενο μιας εφάπαξ εισφοράς των επιχειρήσεων ώστε να μπουν στα ταμεία του κράτους περίπου 2,8 - 3,5 δισ. δολάρια. Ο πρώτος αναπληρωτής πρωθυπουργός, Αντρέι Μπελούσοφ, δήλωσε χτες ότι η Ρωσία εξετάζει την εισαγωγή ενός εθελοντικού έκτακτου φόρου για τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Τα σχέδια για απολύσεις περίπου 1.300 εργαζομένων της ανακοίνωσε χτες η «Zoom», εταιρεία που είχε ιδιαίτερα αυξημένη κερδοφορία κατά τη διετή περίοδο της πανδημίας. Η απόφαση αφορά το 15% του εργατικού δυναμικού της. Οπως σημείωσε το CNBC, μετά την εξέλιξη αυτή καταγράφηκε άνοδος 7% στις μετοχές της «Zoom».
Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Eric Yuan, ανέφερε σε ανάρτηση στο ιστολόγιό του ότι καθώς ο κόσμος συνεχίζει να προσαρμόζεται στη ζωή μετά την πανδημία της Covid, η εταιρεία πρέπει να προσαρμοστεί στην «αβεβαιότητα της παγκόσμιας οικονομίας» καθώς και στην «επίδρασή της στους πελάτες μας».
Εδώ και μήνες έχουν προηγηθεί ανάλογες κινήσεις με στόχο την απόλυση δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων και από άλλα μονοπώλια, όπως οι εταιρείες «Meta Platforms», «Google», «Microsoft», «Alphabet» και «Dell».