Πτώση των, περισσότερο, ποιοτικών κριτηρίων των θεατών του ελληνικού κινηματογράφου, με την κριτική να καταποντίζεται. Η ετήσια έρευνα του ΕΚΚ
Από την ταινία «Ο καλύτερός μου φίλος» του Λ. Λαζόπουλου που έρχεται πρώτη σε θέαση το 2001 σύμφωνα με την έρευνα |
Πιο συγκεκριμένα, αναζητήθηκαν, μέσω της στατιστικής, οι συνήθειες παρακολούθησης, οι προτιμήσεις, η σημαντικότητα κριτηρίων επιλογής ταινιών, η εικόνα του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου σήμερα σε σχέση με το παρελθόν, η ιδανική εξέλιξή του στο μέλλον, η σχέση του με τα ΜΜΕ, καθώς και οι απόψεις για το ίδιο το ΕΚΚ και το εναλλακτικό δίκτυο διανομής του, «Filmcenter».
Η έρευνα διεξήχθη σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα και Καβάλα, μεταξύ 1.019 ατόμων από 18-55 ετών και των δύο φύλων, όλων των τάξεων, τα οποία πηγαίνουν σινεμά τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο. Ο χώρος μάς επιτρέπει μόνο μια πολύ συνοπτική αντιμετώπιση της έρευνας επιχειρώντας περισσότερο μια συγκριτική ματιά με την περσινή.
Ετσι, ενώ επιβεβαιώνεται και φέτος η σταθερή άνοδος προσέλευσης του κοινού στις αίθουσες όπου προβάλλονται ελληνικές ταινίες (1,4 εκατομμύρια θεατές την περίοδο 2000-2001 έναντι 500.000 το 1998-1999), επιβεβαιώνεται συγχρόνως και το γεγονός, ότι η περσινή «έκρηξη» των 2,3 εκατομμυρίων εισιτηρίων οφείλεται κατά πολύ στην ταινία «Safe sex». Στοιχείο που θέτει πιο συγκεκριμένα το ερώτημα (γενικώς αλλά και στο ΕΚΚ, ως «ηθικό αυτουργό» της έρευνας) αν τελικά πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι για τα δύο εκατομμύρια εισιτήρια που «έκοψαν» παραπάνω οι ελληνικές ταινίες πέρυσι σε σχέση με πρόπερσι και το ένα εκατομμύριο λιγότερα εισιτήρια φέτος σε σχέση με πέρυσι. Η απάντηση είναι θετική, σε ό,τι αφορά το γεγονός ότι ο κόσμος πηγαίνει, αυξητικά, να δει ελληνικό σινεμά, αλλά και αρνητική συνάμα, αφού πέρυσι επιβεβαιώθηκε, μέσω του «Safe sex», ότι η τηλεόραση εξακολουθεί να είναι ο κυρίαρχος του «παιχνιδιού».
Στα κριτήρια επιλογής για την παρακολούθηση μιας ταινίας εξακολουθούν να προηγούνται (κατά σειρά) αυτά των ηθοποιών που εμφανίζονται (αυξητικά σε σχέση με πέρυσι), η θεματολογία (με μικρή πτώση) και το είδος της ταινίας (με τις περιπέτειες να έρχονται πρώτες και επίσης με μικρή πτώση). Ο βαθμός επιρροής της επώνυμης κινηματογραφικής κριτικής ως κριτήριο επιλογής, καταποντίζεται, με ένα μικρό κομμάτι αυτής της πτώσης να κερδίζεται από τη διαφήμιση, που έρχεται τρίτη στο βαθμό επιρροής για τη θέαση μιας ταινίας, μετά τους ηθοποιούς και τους σκηνοθέτες. Ομως υποχωρούν, σε σχέση με πέρυσι και άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά στο βαθμό επιρροής του θεατή όπως η βράβευση ή η αναγνώριση της ταινίας στα κινηματογραφικά φεστιβάλ και το όνομα του σεναριογράφου.
Συνολικά, φέτος, ο βαθμός σημαντικότητας όλων των κριτηρίων επιλογής μιας ελληνικής ταινίας υποχωρεί, πλην των ηθοποιών, της διαφήμισης και της ενημέρωσης από ΜΜΕ. Εδώ δεν εννοείται η κριτική, η οποία, όπως είπαμε, υπέστη μεγάλη πτώση και από το 53% το 2000 έπεσε στο 37% φέτος. Αξιοσημείωτη είναι και η πτώση της μουσικής ως κριτήριο επιλογής. Το 1998, το 72% των ερωτηθέντων θεωρούσε το «σάουντρακ» μιας ταινίας σημαντικό κριτήριο επιλογής της. Το 2000 το ποσοστό έπεσε στο 31% και φέτος στο 24%.
Η γνώμη των θεατών για την εξέλιξη του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου την τελευταία τετραετία παρουσιάζει την εξής εικόνα: Η εκτίμηση ότι «μάλλον έχει βελτιωθεί» εξακολουθεί να είναι πρώτη σε ποσοστά για τρίτη χρονιά, αλλά πεσμένη σε σχέση με πέρυσι (46% φέτος, 48% το 2000). Οι «ακραίοι» και των δύο πλευρών έχουν ως εξής: «Εχει χειροτερεύσει πολύ» 4% (3% το 2000), «Εχει βελτιωθεί πολύ» 17% (22% το 2000). Αυτοί που πιστεύουν πως «μάλλον έχει χειροτερεύσει» έφτασαν φέτος στο 9% από το περσινό 7%, ενώ αυτοί που δε βλέπουν καμία αλλαγή (με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει) αυξήθηκαν επίσης φέτος στο 17% έναντι του περσινού 13%.
Οσοι θεωρούν πως το ελληνικό σινεμά εξελίσσεται θετικά εκτιμούν ως κυριότερες αιτίες, γι' αυτό, τις εξής: Καλά σενάρια 24% (26% το 2000), καλοί ηθοποιοί 19% (13% το 2000), καλές ταινίες 17% (21% το 2000), ποιοτικότερες παραγωγές/ περισσότερη χρηματοδότηση 14% (11% το 2000), παράγονται και προβάλλονται περισσότερες ταινίες 14% (7% το 2000), ποιοτικότερες ταινίες 12% (8% το 2000).
Αντίστοιχα, η αρνητική γνώμη για το ελληνικό σινεμά οφείλεται στην ανυπαρξία καλών σεναρίων με 18% (13% το 2000), ανυπαρξία εξέλιξής του με 16% (17% το 2000) και υπερ-προβολή γυμνών σκηνών χωρίς λόγο το 13% (4% το 2000).
Το ίδιο το ΕΚΚ μάλλον πρέπει να χαίρεται, αφού σύμφωνα με την έρευνα έχει την «ευλογία» του κοινού στις επιλογές του. Αυτοί που πίστευαν ότι το ΕΚΚ δεν είναι αξιοκρατικό στις επιλογές του μειώθηκαν από το 21% το 1998 στο 4% το 2001. Το 25% πιστεύει φέτος ότι το ΕΚΚ χρηματοδοτεί «καλές ταινίες», ενώ αυτό το πίστευε μόνο το 12% το 1998.
Σε ό,τι αφορά το εναλλακτικό δίκτυο διανομής του ΕΚΚ, «Filmcenter», το 9% γνωρίζει την ύπαρξή του και από αυτούς, το 40% έχει θετική γνώμη για τη λειτουργία του.
Μακριά όμως από το Συνασπισμό μιλά μόνη της η μαύρη αλήθεια. Χάσαμε πολλούς αδελφούς στον πόλεμο που εκδηλώθηκε στη Μεταπολίτευση. Η πρέζα σάρωσε για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπήρχε μια δυνατή παιδεία για να την αναχαιτίσει. Το χαρτί που έπαιξε το κράτος ήταν μοναδικό. Μας έκανε να πιστέψουμε πως είμαστε μόνοι μας. Για ιστορικούς λόγους πρέπει να θυμόμαστε ότι τότε άρχισε η φάση των μεγάλων ταξιδιών, γιατί πολλοί πίστεψαν ότι το πρόβλημα είναι και γεωγραφικό. Οπου κι αν πήγαινες, έβλεπες ένα κομμάτι της γενιάς σου να πέφτει. Μέσα στο σπίτι σου, μέσα στους δρόμους, από τη Φρικς Στριτ στο Κατμαντού του Νεπάλ μέχρι την Ταϊλάνδη, στα σκαλοπάτια της Σάντα Μαρία στο Τραστέβερε της Ρώμης γεννήθηκε η μετανάστευση του θανάτου.
Για όσους λοιπόν έπεσαν σ' αυτόν τον πόλεμο ταιριάζουν τα λόγια του Γιάννη Ρίτσου: «Για μας ο θάνατος είναι μια πρόσθεση κι όχι αφαίρεση». Οπως και τα λόγια του Ιωάννη Χρυσόστομου: «Ο Αδης επικράνθη συναντήσας σοι κάτω. Επικράνθη, και γαρ κατηργήθη. Επικράνθη, και γαρ ενεπαίχθη. Επικράνθη, και γαρ ενεκρώθη. Επικράνθη, και γαρ καθηρέθη. Επικράνθη, και γαρ εδεσμεύθη. Ελαβε σώμα, και Θεώ περιέτυχεν. Ελαβε γην και συνήντησεν ουρανόν. Ελαβεν όπερ έβλεπε και πέπτωκεν όθεν ουκ έβλεπε. Πού σου, θάνατε, το κέντρον;»
Ενα πρωινό η σάρκα έκανε τη διαρκή και ιερά Σύνοδο να λαλήσει, και οι πατέρες δεν έχασαν την ευκαιρία να ασκήσουν το μισογυνισμό τους. Αφορμή οι προγαμιαίες σχέσεις και η άμβλωση. Θυμήθηκαν πάλι τον αφορισμό. Οι πατέρες θεωρούν τη γυναίκα... περιτύλιγμα του παιδιού της και τίποτα άλλο! Γι' αυτό επιστρέφουν με δύναμη στον Απόστολο Παύλο και στις επιστολές του προς Κορινθίους Α`, κεφ. Ζ`: «Περί δε των όσων μου εγράψατε, καλόν είναι εις τον άνθρωπον να μην εγγίση εις γυναίκα».
Ενα πρωινό θα νιώσουμε αυτό που περιγράφει η Μαργκερίτ Ντυράς ως «απέραντη επικράτεια της μοναξιάς». Κάποιος σύντροφος θα προτείνει τότε κατάληψη αυτής της επικράτειας, κι εμείς θα συμφωνήσουμε.