«Πράσινη ανάπτυξη», προβάδισμα στις νέες τεχνολογίες και «αυτονομία» έναντι «άλλων παγκόσμιων δυνάμεων» - Τα κεντρικά ζητούμενα του κεφαλαίου στο επίκεντρο της προεκλογικής ατζέντας
Copyright 2021 The Associated |
Μαζικές «πράσινες» επενδύσεις και «ενεργειακή μετάβαση», εκσυγχρονισμός υποδομών, ψηφιοποίηση, νέες τεχνολογίες και καινοτομία, ενίσχυση της οικονομικής και πολιτικής συνοχής της ΕΕ, αλλά και της «αυτονομίας» της στην Αμυνα και την Εξωτερική Πολιτική, «ισορροπίες» στην αντιμετώπιση της Κίνας και της Ρωσίας, ενίσχυση της διατλαντικής συμμαχίας αλλά και μεγαλύτερη «αυτονομία» από τις ΗΠΑ.
Αυτά και άλλα κομβικά μέτωπα για την κερδοφορία των μονοπωλίων και τον ανταγωνισμό με τις άλλες ισχυρές καπιταλιστικές δυνάμεις βρίσκονται «ψηλά» στην προεκλογική ατζέντα. Σε γενικές γραμμές όλα τα κόμματα που ενδέχεται να συμμετέχουν σε κυβέρνηση συμφωνούν σε αυτές τις «στρατηγικές» προτεραιότητες, με επιμέρους διαφοροποιήσεις για το ακριβές «μείγμα» κυβερνητικής διαχείρισης.
Αλλωστε, τα δυο κόμματα που διεκδικούν την καγκελαρία και την ηγεσία σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό, οι Χριστιανοδημοκράτες / Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU) και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) συγκυβερνούν τις δυο τελευταίες τετραετίες και συνολικά έχουν συγκυβερνήσει 12 χρόνια στον «μεγάλο συνασπισμό».
Ο ίδιος ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος καγκελάριος, Ολαφ Σολτς - που εμφανίζεται να έχει προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις - είναι αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών στην απερχόμενη κυβέρνηση, με καγκελάριο την Αγκελα Μέρκελ.
Είναι επίσης ενδεικτικό ότι μετά τις εκλογές του 2017 το κόμμα της Αγκελα Μέρκελ, η CDU/CSU, βρέθηκε «μια ανάσα» πριν από το σχηματισμό κυβέρνησης με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους (FDP).
Ολα αυτά τα κόμματα, όπως και το οπορτουνιστικό «Η Αριστερά» (Die Linke), συγκυβερνούν σε μια σειρά γερμανικά κρατίδια.
Προς το παρόν, από όλα τα βασικά αστικά κόμματα, μόνο το εθνικιστικό - ακροδεξιό (με νεοναζιστικές αναφορές) «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) αποκλείεται από τη συμμετοχή σε κυβέρνηση, κρατιδιακή ή ομοσπονδιακή.
Παρεμβαίνοντας στην προεκλογική συζήτηση, ο Σύνδεσμος Γερμανών Βιομηχάνων (BDI) δημοσίευσε τις προσδοκίες του γερμανικού κεφαλαίου από την επόμενη κυβέρνηση, αξιολογώντας τα προγράμματα των τεσσάρων κομμάτων που είναι πιο πιθανό να συμμετέχουν στο σχηματισμό κυβέρνησης - CDU/CSU, SPD, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι (FDP) - «με βάση κεντρικές απαιτήσεις της γερμανικής βιομηχανίας».
Τα αιτήματα του BDI επικεντρώνονται στην «πράσινη ανάπτυξη» και τις νέες τεχνολογίες, ζητώντας εκτεταμένες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» και μαζικές επενδύσεις, κίνητρα, επιχορηγήσεις, κρατικό χρήμα, εκσυγχρονισμό των υποδομών, ανάπτυξη των ΑΠΕ, συστήματα αποθήκευσης Ενέργειας, παραγωγή υδρογόνου για μια «σταθερά ανθεκτική και βιώσιμη βιομηχανία, την οποία ευτυχώς υποστηρίζουν όλα τα κόμματα», όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Για την υλοποίηση των παραπάνω απαιτήσεων του γερμανικού κεφαλαίου, τα κόμματα CDU/CSU, FDP, SPD προτάσσουν κίνητρα της αγοράς και κρατικές επενδύσεις, ενώ οι Πράσινοι ένα κρατικό πρόγραμμα δεκαετούς εκσυγχρονισμού και επενδύσεων σε γρήγορο διαδίκτυο, έρευνα αιχμής, σταθμούς φόρτισης, τεχνολογίες υδρογόνου κ.ά., με ετήσιες επενδύσεις 50 δισ. ευρώ. Ομοίως το SPD αναφέρει στόχο για ετήσιες επενδύσεις 50 δισ. ευρώ, με στήριξη στην αυτοκινητοβιομηχανία, στους εξοπλισμούς παραγωγής Ενέργειας, της φαρμακοβιομηχανίας, ενώ κάνει λόγο για «ριζικό μετασχηματισμό της γερμανικής οικονομίας» τα επόμενα 10 χρόνια.
Η αξιοποίηση της θέσης της Γερμανίας στην ΕΕ θεωρείται μονόδρομος για την παγκόσμια ανταγωνιστικότητά της. «Μόνο η ΕΕ είναι σε θέση να ενεργήσει ισότιμα με άλλες παγκόσμιες δυνάμεις», όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ρωσία κ.ά., τονίζει ο BDI και διαπιστώνει πως και τα τέσσερα κόμματα «συμφωνούν σε βασικά ζητήματα ευρωπαϊκής εξωτερικής και εμπορικής πολιτικής».
Αυτό περιλαμβάνει, για παράδειγμα, ότι «η ΕΕ χρειάζεται ενιαία έκφραση στην εξωτερική και εμπορική πολιτική, καθώς και μεγαλύτερη γερμανική ευθύνη για την ευρωπαϊκή ασφάλεια».
«Το ίδιο ισχύει για μια βαθύτερη διατλαντική οικονομική εταιρική σχέση»ΕΕ - ΗΠΑ, αναφέρει ο σύνδεσμος των βιομηχάνων, προσθέτοντας ότι «τα τέσσερα κόμματα συμφωνούν και υποστηρίζουν τη θέση του BDI για μια οριοθετημένη και με αυτοπεποίθηση πολιτική απέναντι στην Κίνα».
Ταυτόχρονα, βέβαια, έντονη είναι και η τάση για «απεξάρτηση» της Γερμανίας και της ΕΕ από τις ΗΠΑ και την Κίνα σε μια σειρά στρατηγικούς τομείς, όπως και για μεγαλύτερη στρατιωτική αυτονομία.
Ενδεικτικά, το SPD τονίζει τον στόχο για «ψηφιακή κυριαρχία στη Γερμανία και την Ευρώπη», με ανάπτυξη μιας ψηφιακής υποδομής παγκόσμιας κλάσης μέχρι το 2030 και «ανεξαρτητοποίηση» από τις ΗΠΑ.
Οι Πράσινοι, η CDU/CSU κ.ά. τονίζουν πως «η γερμανική και η ευρωπαϊκή οικονομία πρέπει να μειώσει την εξάρτηση από αμερικανικές και κινεζικές αγορές», με παράδειγμα τους ημιαγωγούς (μικροτσίπ) και άλλα τεχνολογικά προϊόντα που παράγονται κυρίως στην Ασία.
Τα κόμματα δεν αποκλείουν πρόστιμα και άλλες επιβαρύνσεις σε εταιρείες που είτε δεν ακολουθούν «περιβαλλοντικά πρότυπα», είτε επιχορηγούνται από το κινεζικό κράτος. Το SPD και οι Πράσινοι υποστηρίζουν επίσης τη φορολόγηση των «παγκόσμιων μονοπωλίων της ψηφιακής οικονομίας», κυρίως αμερικανικά και κινεζικά, σε άλλο ένα χαρακτηριστικό πεδίο έκφρασης των εντεινόμενων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Ενας άλλος στόχος που προβάλλουν κυρίως οι Πράσινοι είναι η διατήρηση της βιομηχανίας πρώτων υλών σε γερμανικό έδαφος, με ιδιαίτερη έμφαση στους ομίλους του χάλυβα «Αrcelor Mittal», «Salzgitter», «Thyssen krupp» κ.ά. στη Γερμανία, προκειμένου να απαλλαγεί η ευρωπαϊκή αγορά από τον κινεζικό χάλυβα που επιδιώκεται να μονοπωλήσει τις αγορές μέσω ντάμπινγκ των τιμών.
Ηδη από τον Γενάρη του 2019, ο BDI μιλούσε για «"συστημικό ανταγωνισμό" με την Κίνα».
«Ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπάιντεν δικαίως κάνει λόγο για "σημείο καμπής" και απευθύνθηκε στους δημοκρατικούς εταίρους σε Ευρώπη, Ασία και άλλα μέρη του κόσμου», σημειώνουν οι Γερμανοί βιομήχανοι για τη «Συνεργασία εξωτερικής εμπορικής πολιτικής με αυτοκρατορίες».
Για τη Ρωσία αναφέρουν ότι «προσπαθεί με κάθε μέσο να αποδυναμώσει την ΕΕ και τις ΗΠΑ», ενώ ιδίως η Κίνα«τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει εξελιχθεί σε ένα οικονομικό και πολιτικό ανταγωνιστικό σύστημα».
Οι Γερμανοί βιομήχανοι καλούν την ΕΕ να ενισχύσει τη συνεργασία με εταίρους όπως οι ΗΠΑ, Καναδάς, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία κ.ά., ενώ «θεμελιώδη σημασία» έχουν η διατλαντική συμμαχία και η «αυξημένη αναπτυξιακή συνεργασία στις γειτονικές περιοχές της ΕΕ» (Ανατολική Ευρώπη, Δυτικά Βαλκάνια, Κεντρική Ασία, Αφρική).
Μεγάλη ανησυχία προκαλεί η κινεζική επενδυτική πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, Ενας Δρόμος» (BRI), με την οποία η Κίνα προωθεί «ηγεμονική πολιτική και οικονομικές εξαρτήσεις σε περιοχές στόχους, ακόμη και βαθιά στην Ευρώπη». Στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής στη Βρετανία, το G7«έθεσε σαφή αντίβαρα στην BRI με επενδυτικά έργα σε άλλες χώρες», κάτι που χαιρετίζουν οι Γερμανοί βιομήχανοι.
Ειδικότερα η Γερμανία - και κατ' επέκταση η ΕΕ - καλείται να «ισορροπήσει» μεταξύ του ισχυρότερου συμμάχου της, των ΗΠΑ, και του σημαντικότερου εμπορικού εταίρου της από το 2015, της Κίνας, στην προσπάθεια της ίδιας να αναδειχθεί ως ακόμη ισχυρότερος «παίκτης». Οι 30 εισηγμένες εταιρείες στον γερμανικό δείκτη μετοχών, DAX, παράγουν κατά μέσο όρο το 15% των πωλήσεών τους στην Κίνα. Το Ευρωπαϊκό Εμπορικό Επιμελητήριο στην Κίνα υπολογίζει πως στα επόμενα 10 χρόνια η Κίνα θα αντιπροσωπεύει το 30% της παγκόσμιας ανάπτυξης και θα συνεχίσει να είναι «κινητήριος μηχανή» για τον κόσμο.
Με αυτά τα δεδομένα, σε ό,τι αφορά τη σχέση με «αυταρχικά κράτη», οι Γερμανοί βιομήχανοι υποστηρίζουν μια «υπεύθυνη συνύπαρξη στην εξωτερική εμπορική πολιτική και συνεργασία με σαφή όρια», κάτι που αποτυπώνεται και στις θέσεις των κομμάτων, όπως για παράδειγμα στα δίκτυα 5G και την «κινεζική κρατική επιρροή», τη διατήρηση των κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία για τη σύγκρουση στην Ανατολική Ουκρανία και την ενσωμάτωση της Κριμαίας, την ίδια ώρα που «τρέχουν» εμβληματικές συνεργασίες, όπως ο αγωγός «Nord Stream 2», που ολοκληρώθηκε και έχει μπει στην τελική ευθεία για την έναρξη της λειτουργίας του.
Πάντως ο υποψήφιος καγκελάριος της CDU/CSU, Αρμιν Λάσετ, προειδοποίησε για τον κίνδυνο αντιπαράθεσης με την Κίνα και προτείνει τον «ευρωπαϊκό δρόμο του μεταξιού» για να την αντιμετωπίσει η ΕΕ. «Η Ευρώπη θα πρέπει να αντιμετωπίσει με κάποιον τρόπο τον (οικονομικό) ανταγωνισμό της Κίνας», δήλωσε προσθέτοντας ότι χρειάζεται ισχυρότερη ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική, να «γίνουμε καλύτεροι στην κβαντική υπολογιστική, στην τεχνητή νοημοσύνη, στην παραγωγή τσιπ και μπαταριών».
Αντιλαϊκές ανατροπές, επεμβάσεις και ιμπεριαλιστικά παζάρια με τη «σφραγίδα» Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και «Αριστεράς»
Ο Σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος καγκελάριος και υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας φωτογραφήθηκε με τη χαρακτηριστική στάση της Αγκ. Μέρκελ, υποδεικνύοντας ότι είναι συνεχιστής και διάδοχος της πολιτικής της |
Ποιος ξεχνά, άλλωστε, τα αντίστοιχα πανηγύρια για την τοποθέτηση του σοσιαλδημοκράτη Ολαφ Σολτς - τωρινού υποψήφιου καγκελαρίου του SPD - στο υπουργείο Οικονομικών μετά τις εκλογές του 2017, που τάχα θα τερμάτιζε την «πολιτική λιτότητας» της ΕΕ, η οποία «φορτωνόταν» προσωποποιημένα στον προκάτοχό του, χριστιανοδημοκράτη, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε;
Τα ίδια τα προγράμματα, αλλά και τα μέχρι τώρα πεπραγμένα και η πορεία των τριών εν λόγω κομμάτων, βέβαια - όπως άλλωστε και του ΣΥΡΙΖΑ - δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αυταπάτης για οποιαδήποτε προοδευτική, φιλολαϊκή αλλαγή από μια εναλλαγή στην αστική διακυβέρνηση.
Σε ό,τι αφορά το SPD, πέρα από το γνωστό και μη εξαιρετέο ιστορικό ρόλο του για τη διάσωση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στη Γερμανία, είναι πραγματικά εξωφρενικό να προβάλλεται ως φορέας «προοδευτικής» και «φιλολαϊκής αλλαγής» ένα κόμμα που κυβερνά - ή συμμετέχει σε κυβερνήσεις με τους Χριστιανοδημοκράτες - εδώ και πολλές δεκαετίες στη Γερμανία και το οποίο είναι διαβόητο και στη σύγχρονη εποχή για τον ρόλο του στις σκληρότερες αντεργατικές μεταρρυθμίσεις.
Ηταν η συγκυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών - Πρασίνων, με καγκελάριο τον Γκ. Σρέντερ, που ψήφισε το 2002 το πακέτο μέτρων «Ατζέντα 2010» με στόχο να μετατραπεί η Γερμανία σε «ατμομηχανή της Ευρώπης». Αρχισαν να ξηλώνονται προνοιακά επιδόματα, παροχές για τους ανέργους, συνταξιοδοτικά και άλλα ασφαλιστικά δικαιώματα, θεσπίστηκαν τα εξευτελιστικά «mini jobs», αλλά και τα λαομίσητα επιδόματα «Hartz 4». Οι μεταρρυθμίσεις προκάλεσαν τέτοιες λαϊκές αντιδράσεις που η κυβέρνηση έπεσε το 2005. Τα μέτρα δημιούργησαν στρατιές φτωχών εργαζομένων και φτωχών συνταξιούχων, ανέργους που πρέπει να πουλήσουν ό,τι έχουν προκειμένου να πάρουν επιδόματα και να δέχονται τους εξευτελιστικούς ελέγχους της Υπηρεσίας Απασχόλησης...
Σήμερα τα δύο αυτά κόμματα, SPD και Πράσινοι, εμφανίζονται ως εκφραστές της «κοινωνικής δικαιοσύνης». Στην πράξη τα δίνουν όλα στο γερμανικό κεφάλαιο, ενώ για τους εργαζόμενους επιφυλάσσουν «εργασία προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες», συντάξεις πείνας και δουλειά μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Αυτό, όμως, που ξεπερνάει κάθε όριο υποκρισίας και χυδαιότητας είναι ότι τα τελευταία χρόνια SPD και Πράσινοι «σκίζουν τα ρούχα τους» για τα εξευτελιστικά προνοιακά επιδόματα «Hartz 4»! Υπόσχονται αντικατάστασή τους από ένα «βασικό εισόδημα» της τάξης των 600 ευρώ, ενώ το όριο της φτώχειας στη Γερμανία είναι περίπου στα 1.000 ευρώ! Αντίστοιχα υποστηρίζουν για τους εργαζόμενους σταδιακά ελάχιστο ωρομίσθιο στα 12 ευρώ (από περίπου 10 ευρώ σήμερα), που συνεπάγεται μισθό και σύνταξη λίγο πάνω από το όριο της φτώχειας στην καλύτερη περίπτωση της πλήρους απασχόλησης. Γι' αυτό, άλλωστε, η «Αριστερά» το πήγε στα 13 ευρώ/ώρα...
Με αυτά τα κόμματα ζητά διακαώς η «Αριστερά» να συγκυβερνήσει και υπενθυμίζει καθημερινά πόσο κοντά είναι τα προγράμματά τους.
Αλλωστε, η «Αριστερά» συγκυβερνά με Πράσινους και SPD στο Βερολίνο από το 2016 (από το 2002 έως το 2011 συγκυβερνούσε με το SPD), στη Θουριγγία από το 2014, ενώ από το 2020 έχει και τον πρωθυπουργό του κρατιδίου, στη Βρέμη από το 2014, στο κρατίδιο Μεκλεμβούργο - Δυτική Πομερανία συγκυβερνούσαν από το 1998 μέχρι το 2006 και από το 2009 έως το 2019 στο Βρανδεμβούργο με το SPD.
Στο πρόγραμμά της η «Αριστερά» έχει και ορισμένα «αριστερά πυροτεχνήματα»: Συλλογικές Συμβάσεις για όλα τα επαγγέλματα, οι θέσεις των ενοικιαζόμενων εργαζομένων να μετατραπούν σε σταθερές, μείωση των ωρών εργασίας στις 30 τη βδομάδα χωρίς μείωση μισθών...
Το ζήτημα είναι πως σε κανένα κρατίδιο που συμμετέχουν σε κυβερνήσεις - με τα ίδια κόμματα με τα οποία ζητούν να κυβερνήσουν σε ομοσπονδιακό επίπεδο - δεν προχώρησαν σε αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου ούτε προώθησαν τις ΣΣΕ στους κλάδους, οι ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι δεν έγιναν εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης με εργασιακά δικαιώματα, ο εργάσιμος χρόνος δεν μειώθηκε κ.λπ.
Αντίθετα, προώθησαν αταλάντευτα την αντιλαϊκή πολιτική της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, που απορρέει από τις ανάγκες του κεφαλαίου και τους νόμους της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Για παράδειγμα, στο Βερολίνο, όπου οι κάτοικοι διαδηλώνουν ενάντια στην εκτόξευση των ενοικίων, η μαζική ιδιωτικοποίηση των δημόσιων κατοικιών πραγματοποιήθηκε υπό τις κυβερνήσεις του SPD και της «Linke» τη δεκαετία του 2000. Στο Βερολίνο πάνω από 300.000 κατοικίες μετά τις αντεπαναστατικές ανατροπές ξεπουλήθηκαν και σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες σπίτια ανήκουν σε μεγάλους ομίλους...
Αποκαλυπτική είναι και η συζήτηση για το ΝΑΤΟ. SPD και Πράσινοι ζητούν από τη «Linke» σαφή δέσμευση για τη λυκοσυμμαχία και για τις ΗΠΑ, ως προϋπόθεση για να συμμετάσχουν σε συγκυβέρνηση. Και αυτά τα διαπιστευτήρια έσπευσε να τα δώσει η «Linke».
Στο πρόγραμμά της ζητά «διάλυση του ΝΑΤΟ» (με τον γνωστό οπορτουνιστικό ελιγμό, χωρίς να θέτει θέμα αποχώρησης της Γερμανίας από αυτό) και αντικατάστασή του από «ένα σύστημα συλλογικής ασφάλειας με τη συμμετοχή της Ρωσίας» (ακόμα και αυτές οι αναφορές βέβαια έχουν «εξασθενήσει» στα προεκλογικά υλικά τους).
Οπως, όμως, εξηγούν τα στελέχη της, αυτή η θέση είναι μια λεπτομέρεια και δεν αποτελεί εμπόδιο για να συγκυβερνήσουν με SPD - Πράσινους.
«Η διάλυση του ΝΑΤΟ είναι ένα όραμα. Δεν έχει καμία σχέση με τον κυβερνητικό συνασπισμό», δήλωσε πρόσφατα ο εκπρόσωπος Εξωτερικής Πολιτικής της κοινοβουλευτικής ομάδας της «Linke», Γκρέγκορ Γκίζι. «Πάντα λέγαμε ότι θέλουμε μια ένωση ασφαλείας στην Ευρώπη που περιλαμβάνει, δεν αποκλείει, τη Ρωσία. Αλλά αυτό το θέμα δεν τίθεται καν αυτήν τη στιγμή», πρόσθεσε. Υποστήριξε πως η Γερμανία «έχει γεωστρατηγικό συμφέρον για καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα» και πως «το μόνο που χρειάζεται είναι να διαπραγματευόμαστε με τις ΗΠΑ επί ίσοις όροις, όχι πάντα να τους κυνηγάμε σαν υποτελείς». Επαναλαμβάνει δηλαδή τον στόχο που θέτουν οι ενώσεις του γερμανικού κεφαλαίου και όλα τα αστικά κόμματα: Την ενίσχυση της θέσης της Γερμανίας στους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς.
Αντίστοιχα τοποθετήθηκε και ο επικεφαλής του ψηφοδελτίου της «Linke», Ντίτμαρ Μπαρτς: «Δεν θα δημιουργηθεί ποτέ μια τέτοια κατάσταση, όπου θα θέσουμε την έξοδο από το ΝΑΤΟ ως προϋπόθεση για μια συμμαχία με το SPD και τους Πράσινους. Εξάλλου, το 1998 οι Πράσινοι ζητούσαν στο πρόγραμμά τους τη διάλυση του ΝΑΤΟ, εντούτοις συγκυβέρνησαν με το SPD».
Και το 1999, συμπληρώνουμε εμείς, βομβάρδισαν μαζί με το ΝΑΤΟ τη Γιουγκοσλαβία, με Πράσινο υπουργό Εξωτερικών τον Γιόσκα Φίσερ...