Με τους Καζαντζίδη, Μαρινέλλα, Μπιθικώτση |
Η σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με το λαϊκό τραγούδι είναι αδιαμφισβήτητη, είναι σχέση σεβασμού, είναι σχέση - οδηγός και στη δική του δημιουργία.
Μιλώντας ο ίδιος το 1960 σε εκδήλωση του Συλλόγου Κρητών Σπουδαστών για το λαϊκό τραγούδι, σημειώνει «τον τεράστιο ρόλο που έπαιξε στη δημιουργία, μπορώ να πω ακόμα και τον χαρακτήρα μας το λαϊκό τραγούδι, αναφέρομαι περισσότερο στη γενιά μου, δηλαδή στα χρόνια της Κατοχής και μετά - έως πριν 8-10 χρόνια», λέει και προσθέτει:
«Τα θέματά τους είναι η αγάπη της μάνας, η αγάπη του φίλου, η αγάπη της κοπέλας, μ' όλη τη σεμνότητα, τη λεβεντιά και την υπερηφάνεια που χαρακτηρίζουν τον λαό μας.
Με τον Τσιτσάνη |
Δημιουργείται έτσι ένα καινούριο ύφος, μια νέα αντίληψη, μια καινούργια φόρμα. Υπάρχει η πενιά, το εισαγωγικό δεξιοτεχνικό μέρος και ακολουθεί το τραγούδι που ακουμπάει πάντοτε πάνω σε αυστηρούς χορευτικούς ρυθμούς (κυρίως τον χασάπικο και τον ζεϊμπέκικο) και συνοδεύεται από το κύριο μπουζούκι που το σχολιάζει και διανθίζει με δευτερότερες μελωδικές φράσεις και γρήγορα περάσματα.
Βάση σε όλο αυτό το οικοδόμημα στέκεται το μπουζούκι».
Ειδικά για το μπουζούκι, στην ίδια ομιλία του, σε μια περίοδο που είναι έντονη η συζήτηση για τις δύο εκδόσεις του «Επιταφίου», ο Μ. Θεοδωράκης σημειώνει:
«Το μπουζούκι είναι για τη νεοελληνική λαϊκή μουσική ό,τι η κιθάρα για τα σπανιόλικα φλαμέγκο, οι μπαλαλάικες για τα ρωσικά τραγούδια και το ακορντεόν για τα παριζιάνικα βαλσάκια. Είναι από μια άποψη το σύγχρονο εθνικό λαϊκό όργανο. Αυτό που μας δίνει μια ξέχωρη, πρωτότυπη και ιδιότυπη σφραγίδα. Αν υπάρχει εναντίον του μια απέραντη προκατάληψη, σ' αυτό δεν φταίει αυτό το ίδιο αλλά αυτοί που το μεταχειριστήκανε. Αυτό καθ' εαυτό, δεν είναι, όπως ξέρετε, παρά ένα σύνολο από ξύλο επεξεργασμένο και χορδές. Καμιά ηθική, καμιά πρόληψη, κανένα κοινωνικό μίασμα δεν χωράει μέσα σ' αυτά τα απλά υλικά».
Στον «Επιτάφιο» το μπουζούκι παίζει ο Μανώλης Χιώτης, για τον οποίο ο Μίκης έλεγε ότι «είναι σήμερα ο μεγαλύτερος δεξιοτέχνης στο όργανό του, το μπουζούκι, όμως εκείνο που τον χαρακτηρίζει προ παντός είναι η βαθιά του μουσική ευαισθησία και το σίγουρο μουσικό του ένστιχτο. Ελληνικό λαϊκό 100%».
Με τον Μανώλη Χιώτη και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση τον Οκτώβρη του 1963 |
Το άλλο βαθιά λαϊκό «στήριγμα» στον «Επιτάφιο» είναι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, που «με φωνή λεβέντικη και φωτεινή θα 'κανε αυτές τις προσωπικές, τις ατομικές ελπίδες παλλαϊκά τραγούδια», όπως είπε ο Μίκης Θεοδωράκης, προσθέτοντας: «Για μένα η φωνή του Μπιθικώτση έχει μια άλλη ομορφιά. Γιατί είναι ο καθένας μας που τραγουδάει με τη φωνή του».
Στην ίδια περίπου ηλικία, ο Θεοδωράκης με τον Μπιθικώτση διηγείται για τη γνωριμία τους: «Τον Μπιθικώτση τον άκουγα στη Μακρόνησο, γιατί τα παίζανε τα τραγούδια του τα μεγάφωνα, ήταν συνθέτης πολύ γνωστός την εποχή εκείνη ο Μπιθικώτσης και μ' άρεσε και η μουσική του και η φωνή του. Και μια μέρα που μας μεταφέρανε από το διερχομένων, μας πηγαίνανε στο Λαύριο και μας είχανε επάνω στα καμιόνια εμάς φορτωμένους, μες τον ήλιο, οι αλφαμίτες κάθισαν στην Κερατέα να φάνε σ' ένα εστιατόριο και κάποιος φαντάρος ήρθε, λέει, "παιδιά διψάτε;" και μας έφερε νερό. "Είμαι ο Μπιθικώτσης", λέει και μας έδωσε ένα ποτήρι νερό. Με τον Μπιθικώτση πήγαμε στο κέντρο αυτό πολλές φορές για να τιμήσουμε αυτήν τη συνάντηση»...
Το καλοκαίρι του 1983 ήταν ο πρωτεργάτης μιας μεγάλης τιμητικής βραδιάς στον Κοκκινόβραχχο της Νίκαιας για τον Βασίλη Τσιτσάνη. Και στο πρόσωπό του τιμούσε όλο το λαϊκό τραγούδι του τόπου μας. Λέει στην προσφώνησή του: «Ο Βασίλης Τσιτσάνης σφραγίζει με το έργο του βαθιά και τελειωτικά την εποχή μας. (...) Πώς έγινε κι αυτό το παιδί από τα Τρίκαλα που έφηβος ξενιτεύτηκε στη Θεσσαλονίκη να μετουσιώσει μέσα στην ψυχή και στο μυαλό του όλη την πεμπτουσία της μουσικής μας παράδοσης και να μας την ξαναδώσει σε νέες, απλές και τέλειες μουσικές φόρμες; (...)
Να όμως που εμείς, μια ολόκληρη γενιά, μουσικοί και ποιητές, σε αναγνωρίσαμε και σε αναγνωρίζουμε για δάσκαλό μας. Ακολουθήσαμε με τις δικές μας δυνάμεις το δρόμο που εσύ και οι σύντροφοί σου πρώτοι χαράξατε. Και σήμερα σε καλέσαμε σ' αυτό τον κόκκινο βράχο για να σε τιμήσουμε με όλη μας την καρδιά για όσα μας έδωσες.
Βασίλη Τσιτσάνη, τραγουδιστή της ρωμιοσύνης, υμνωδέ της ψυχής του λαούς μας, εσύ που ομόρφυνες τους σκοτεινούς καιρούς με τα φτερουγίσματα της μεγάλης τέχνης σου, δέξου από όλους εμάς ένα μεγάλο, σεμνό, αλλά ολοζώντανο και δυνατό "ευχαριστώ" για όσα πρόσφερες στην πατρίδα και τον λαό μας.
Αν έλειπες εσύ και τα τραγούδια σου, η Ελλάδα σήμερα δεν θα 'ταν αυτή που είναι. Για πόσους άραγες μπορεί να πει κανείς κάτι τέτοιο;».
Σήμερα εμείς μπορούμε να πούμε και λέμε το ίδιο για τον Μίκη Θεοδωράκη και τη μουσική του.
Σήμερα στα δικά του λόγια, στα λόγια του για το λαϊκό τραγούδι και τους δημιουργούς για τους οποίους ο ίδιος δήλωνε μαθητής τους, αναγνωρίζουμε και τη δύναμη της δικής του δημιουργίας:
«Ο λαός βλέπει κατάφατσα, σαν μέσα σε καθρέφτη, το πρόσωπό του και τρομάζει - θέλει ν' ακούσει ήχους δυνατούς, ουσιαστικούς, ήχους που να καθρεφτίζουν κι αυτοί με τη σειρά τους όλη την αγωνία του, τους πόνους του και τις ελπίδες.
Τέτοιοι ήχοι, τέτοιες μελωδίες, τέτοια τραγούδια συντροφεύουν την Ελλάδα πιστά, σε όλους της τους Αγώνες: από το βυζαντινό "Τη υπερμάχω" ως "του Κίτσου η μάνα" και τον Κρητικό "Αετό". Ολη η δημοτική μας μουσική ξεχειλίζει από βαριές, ξεσχιστικές, ελεγειακές μελωδίες που λες και κυκλοφορούν στις φλέβες του λαού.
Πάρτε τα ηπειρώτικα, πάρτε τα σμυρνιώτικα, πάρτε τα μανιάτικα μοιρολόγια, τα μοραΐτικα τραγούδια της τάβλας και τα δικά μας τα ριζίτικα. Δεν είναι αυτά τραγούδια που γαργαλούνε και που χαϊδεύουν μόνο. Είναι μαχαιριές γλυκές που μας θυμίζουνε τους αγώνες, το ριζικό μας, τη δύναμη της ελληνικής ψυχής.
Τέτοια τραγούδια βαριά, μακρόσυρτα. Απελπισμένα, γράφουν οι πέντε σημαντικότεροι συνθέτες της λαϊκής μας μουσικής, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Μητσάκης και ο Παπαϊωάννου. Κι αυτά τα τραγούδια ανάβουν όπως οι πυρκαγιές στα ξερά δάση, όλους τους Ελληνες.
Ποια άλλη απόδειξη θέλουμε για να πεισθούμε πως μέσα στα τραγούδια αυτά ο λαός μας αναγνώρισε την ίδια του την ψυχή;».