Τη νύχτα της 22ας Ιούνη 1941 τέθηκε σε εφαρμογή το «Σχέδιο Μπαρμπαρόσα», με στόχο την κατάλυση του πρώτου εργατικού κράτους
Σοβιετικοί στρατιώτες στο μέτωπο |
Πριν ακόμα ξημερώσει, η χιτλερική αεροπορία προχώρησε σε μαζικές επιδρομές ενάντια στις πόλεις Κάουνας, Μινσκ, Κίεβο, Οδησσό, Σεβαστούπολη κ.ά. Δεκάδες εχθρικά πυροβόλα και όλμοι άνοιξαν καταιγιστικά πυρά ενάντια στις μεθοριακές οχυρωμένες θέσεις, στα φυλάκια και τις περιοχές συγκέντρωσης των μεθοριακών σοβιετικών στρατιωτικών μονάδων.
Ισχυρές μονάδες κρούσης του γερμανικού στρατού άρχισαν επίθεση σε μέτωπο από τη Βαλτική έως τα Καρπάθια, αλλά και νοτιότερα, κατά μήκος των σοβιετορουμανικών συνόρων μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα.
Μιάμιση ώρα μετά την έναρξη της επίθεσης, η γερμανική κυβέρνηση κήρυξε και τυπικά τον πόλεμο στην ΕΣΣΔ. Λίγες ώρες αργότερα το ναζιστικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωνε ότι η επίθεση έγινε «για να σώσουμε όλο τον παγκόσμιο πολιτισμό από τον θανάσιμο κίνδυνο του Μπολσεβικισμού». Μαζί με τη Γερμανία, στον πόλεμο εναντίον της ΕΣΣΔ μπήκαν η Ιταλία, η Ρουμανία, η Φιλανδία, η Ουγγαρία, η Σλοβακία.
Είχαν προηγηθεί πολύχρονες, επίμονες και συνεχείς προσπάθειες της ΕΣΣΔ για συμμαχία ενάντια στη ναζιστική Γερμανία, που προσέκρουαν στην άρνηση ΗΠΑ - Βρετανίας - Γαλλίας, οι οποίες υπολόγιζαν ότι μια πολεμική σύγκρουση της Γερμανίας με την ΕΣΣΔ θα οδηγούσε στην εξασθένιση και των δύο.
Στην πραγματικότητα, η Σοβιετική Ενωση ήταν κοινός αντίπαλος τόσο των αστικών δημοκρατιών, όσο και του φασισμού. Ετσι, ΗΠΑ - Γαλλία - Βρετανία δεν αποφάσιζαν τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων κατά της Γερμανίας και των συμμάχων της, επιδιώκοντας να στρέψουν τη Γερμανία εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης, ενώ αποδέχτηκαν με προθυμία μια σειρά από γερμανικές αξιώσεις, στο πλαίσιο της «πολιτικής του κατευνασμού».
Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Αυστρία (11 Μάρτη 1938), η Σοβιετική Ενωση πρότεινε τη σύγκληση διεθνούς διάσκεψης, υπογραμμίζοντας ότι έρχεται η σειρά της Τσεχοσλοβακίας. Οι κυβερνήσεις Γαλλίας και Βρετανίας απέρριψαν τη σοβιετική πρόταση, ενώ η κυβέρνηση των ΗΠΑ ούτε καν απάντησε. Μάλιστα, η Τράπεζα της Αγγλίας παρέδωσε στη γερμανική Τράπεζα το μέρος από το απόθεμα χρυσού της Αυστρίας που φυλασσόταν στο Λονδίνο.
Μετά από την Αυστρία ήρθε πράγματι η σειρά της Τσεχοσλοβακίας, μιας χώρας που είχε πολύ ανεπτυγμένη βιομηχανία, πολύτιμη για το φασιστικό τέρας. Στις 29 Σεπτέμβρη 1938 άρχισε στο Μόναχο η διάσκεψη για την Τσεχοσλοβακία. Τη Γερμανία εκπροσωπούσε ο Χίτλερ, τη Βρετανία ο Τσάμπερλεν, τη Γαλλία ο Νταλαντιέ και την Ιταλία ο Μουσολίνι. Κατέληξαν στο Σύμφωνο του Μονάχου, που υποχρέωνε την Τσεχοσλοβακία να παραδώσει στη Γερμανία μέσα σε δέκα μέρες τη Σουδητία (στην οποία κατοικούσαν και γερμανόφωνοι πληθυσμοί) και μέσα σε τρεις μήνες να ικανοποιήσει τις εδαφικές αξιώσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας.
Η πολιτική αυτή των καπιταλιστικών κρατών ισοδυναμούσε με στήριξη του Αξονα ως «προπυργίου της Δύσης ενάντια στον μπολσεβικισμό», σύμφωνα με τη χαρακτηριστική δήλωση του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών, λόρδου Χάλιφαξ, μετά από συνάντησή του με τον Χίτλερ.
Από την πλευρά της, η Σοβιετική Ενωση έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτραπεί η κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας, όμως οι προσπάθειές της απέβησαν μάταιες.
Στο πλαίσιο αυτής της πραγματικότητας, στις 23 του Αυγούστου 1939 υπογράφτηκε το γερμανοσοβιετικό «σύμφωνο μη επίθεσης», 10χρονης διάρκειας, γνωστό ως «Σύμφωνο Μολότοφ - Ρίμπεντροπ» που έδινε χρόνο στη Σοβιετική Ενωση για την καλύτερη προετοιμασία της μπροστά στην αναπόφευκτη γερμανική επίθεση. Ηταν το μοναδικό μέσο άμυνας που είχε απομείνει στην ΕΣΣΔ.
Τη στιγμή της επίθεσης οι δυνάμεις του Αξονα υπερτερούσαν συντριπτικά. Η προέλαση των ναζιστικών ορδών ανάγκασε τη σοβιετική ηγεσία από τις 24 Ιούνη να προχωρήσει στην εκκένωση και μεταφορά, από τις περιοχές που βρίσκονταν κοντά στο μέτωπο προς τα ανατολικά, του πληθυσμού, των υπηρεσιών, των πολεμικών εφοδίων και των εργοστασίων.
Η ΚΕ του Μπολσεβίκικου Κόμματος επεξεργάστηκε ένα ευρύ πρόγραμμα ανασυγκρότησης της δουλειάς των κομματικών δυνάμεων και της ζωής της χώρας σύμφωνα με τις πολεμικές ανάγκες. Το κεντρικό σύνθημα αυτού του προγράμματος ήταν «ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ, ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΝΙΚΗ».
Στις 3 Ιούλη, ο Στάλιν με ένα δραματικό ραδιοφωνικό του μήνυμα προς τον σοβιετικό λαό ανέπτυξε το πρόγραμμα υπεράσπισης της σοσιαλιστικής πατρίδας και των κατακτήσεων της Οκτωβριανής Επανάστασης, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι η Σοβιετική Ενωση θα κατάφερνε να νικήσει τους φασίστες επιδρομείς.
Χαρακτήρισε τον πόλεμο ως «Ζήτημα ζωής ή θανάτου του σοβιετικού κράτους, ζωής ή θανάτου των λαών της ΕΣΣΔ» αλλά και των άλλων λαών που στέναζαν «κάτω από τον ζυγό του γερμανικού φασισμού». Ηταν η απαρχή μιας ηρωικής εποποιίας, στην οποία ο σοβιετικός λαός έδωσε τον ανθό του, πάνω από 20 εκατ. νεκρούς, μέχρι που να καρφώσει το ξίφος με το σφυροδρέπανο στην καρδιά του φασιστικού τέρατος, έχοντας πρωταγωνιστήσει στη μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη των Λαών.
Εκδήλωση μνήμης για τα θύματα από την επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας στη Σοβιετική Ενωση, που οργανώθηκε στο Γερμανο-ρωσικό Μουσείο του Βερολίνου με τη συμμετοχή του Γερμανού Προέδρου, με αφορμή τη συμπλήρωση 80 χρόνων από την έναρξη της ναζιστικής επίθεσης, μποϊκόταραν οι κυβερνήσεις της Ουκρανίας, της Λιθουανίας, της Λετονίας και της Εσθονίας.
Επικαλούμενοι διάφορα προσχήματα, όπως το γεγονός ότι η εκδήλωση... έγινε στο Γερμανο-ρωσικό Μουσείο, αλλά και το ότι «μια από κοινού εκδήλωση με εκπρόσωπο της Ρωσίας λόγω της σύγκρουσης στην ανατολική Ουκρανία αποκλείεται», οι πρεσβευτές της Ουκρανίας και των Βαλτικών Χωρών αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην εκδήλωση.
Πρόκειται βέβαια για τα ίδια κράτη που με την ανοχή της ΕΕ εξυμνούν και στήνουν μνημεία προς τιμήν των SS και των συνεργατών της ναζιστικής επίθεσης, γκρεμίζουν μνημεία του Κόκκινου Στρατού, εξισώνουν τον κομμουνισμό με τον ναζισμό, πατώντας στην επίσημη «γραμμή» της ΕΕ και της ίδιας της Γερμανίας, ανέχονται ή πριμοδοτούν νεοναζιστικές οργανώσεις.
Οι γερμανικές κυβερνήσεις, από την πλευρά τους, για τους δικούς τους πολιτικούς και διπλωματικούς σκοπούς, προβάλλουν αντίστοιχες εκδηλώσεις και κινήσεις «αποτίναξης» του ναζιστικού παρελθόντος, συσκοτίζοντας βέβαια τον ταξικό χαρακτήρα του ναζισμού, αναπαράγοντας τη θεωρία των «δύο άκρων» κ.ο.κ.
Με τίτλο «Η πιο μεγάλη μέρα» ο πρέσβης της Ρωσίας στην Ελλάδα, Αντρέι Μάσλοβ, αρθρογραφεί (στην «Εφημερίδα των Συντακτών») για την 22η Ιούνη του 1941, «μία από τις τραγικότερες ημερομηνίες στην Ιστορία της Ρωσίας», όπως γράφει.
Μεταξύ άλλων, αναφέρεται στην προσπάθεια «κάποιων ευρωπαϊκών χωρών» να αναθεωρήσουν τα αποτελέσματα του πολέμου, να δικαιολογήσουν το ναζισμό. «Ποιος να φανταζόταν ότι τον 21ο αιώνα στους δρόμους ευρωπαϊκών χωρών θα παρελαύνουν δοσίλογοι από τις τοπικές λεγεώνες SS και οι νεαροί οπαδοί τους; Ποιος να φανταζόταν ότι οι νεοναζί θα διοργανώνουν πορείες με δάδες, θα επιτίθενται κατά των αντιφρονούντων, θα βεβηλώνουν τους τάφους και τα μνημεία Σοβιετικών στρατιωτών - απελευθερωτών με την άδεια των αρχών; Ποιος να φανταζόταν ότι η λεγόμενη "πολιτισμένη Ευρώπη" θα αποδίδει ευθύνες για το ξέσπασμα του πολέμου όχι μόνο στον Χίτλερ αλλά και στην ΕΣΣΔ, που είναι άκρως προσβλητικό για την Ιστορία και τον λαό της χώρας μας, η οποία όχι μόνο έσπασε τη ραχοκοκαλιά του Γ' Ράιχ, αλλά και έπαιξε καθοριστικό εποικοδομητικό ρόλο στην επανένωση της Γερμανίας και απέσυρε, σε αντίθεση με κάποιους άλλους, τα στρατεύματά της από εκεί;», σημειώνει στο άρθρο του.
Με αφορμή την επέτειο των 80 χρόνων της εισβολής της ναζιστικής Γερμανίας στην ΕΣΣΔ, η Πανελλήνια Ενωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης και Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΠΕΑΕΑ - ΔΣΕ) τιμά «τον σοβιετικό λαό και στρατό, το πρώτο εργατικό κράτος στην Ιστορία της Ανθρωπότητας, που κατάφερε να συντρίψει τον ναζισμό - φασισμό στην Ευρώπη, να καθορίσει την εξέλιξη του πολέμου, να εμπνεύσει τα απελευθερωτικά αντιστασιακά κινήματα όπου Γης».
Σε ανακοίνωσή της η ΠΕΑΕΑ - ΔΣΕ αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Η ναζιστική Γερμανία υπολόγιζε ότι μέσα σε λίγες βδομάδες θα είχε συντρίψει τη Σοβιετική Ενωση. Επεσε έξω, αφού αποδείχθηκε ότι ήταν καταλυτική η συμβολή της ΕΣΣΔ στη Νίκη, η οποία εδραζόταν στην εργατική σοβιετική σοσιαλιστική εξουσία, στον πρωταγωνιστικό ρόλο των λαϊκών μαζών, της εργατικής τάξης, στον ρόλο του ΚΚ ως επαναστατικής εργατικής πρωτοπορίας.
Η εποποιία της ΣΕ συντελέστηκε πάνω στην ύπαρξη ισχυρών θεμελίων, που μπήκαν μέσα σε λίγα χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Στηρίχτηκε στη σοσιαλιστική οικονομία. Ο Κόκκινος Στρατός πάτησε γερά πάνω στις βάσεις μιας πανίσχυρης πολεμικής οικονομίας που οικοδομήθηκε από την εργατική εξουσία, με τα πλεονεκτήματα που προσφέρουν η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας. Στηρίχτηκε στον ρόλο του ΚΚ Μπολσεβίκων, το οποίο με τη ναζιστική εισβολή μετατράπηκε σε συλλογικό καθοδηγητή και οργανωτή της αμυντικής - πολεμικής προσπάθειας, στην πρώτη γραμμή και στα μετόπισθεν. Το Κόμμα έδωσε 3 εκατ. νεκρούς.
(...) Δεν μπορεί να αμαυρώσει τη μεγάλη σοβιετική εποποιία η επικίνδυνη προπαγάνδα της ΕΕ για εξίσωση φασισμού - κομμουνισμού, που ενισχύει τον φασισμό, όπως βλέπουμε στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, που γκρεμίζουν τα μνημεία των σοβιετικών απελευθερωτών, ή στην Ουκρανία και στις βαλτικές χώρες, όπου αναβιώνουν οι ίδιες οι κυβερνήσεις το φασιστικό τέρας.
(...) Τιμούμε τα εκατομμύρια των κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών σε όλες τις χώρες οι οποίοι έδωσαν τη ζωή τους για έναν καλύτερο κόσμο. Τιμούμε τον μεγαλειώδη αντιστασιακό απελευθερωτικό ταξικό αγώνα στη χώρα μας, καθ' όλη τη δεκαετία του 1940, που αντλούσε δύναμη από τις νίκες του Κόκκινου Στρατού. Την εποποιία των ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΕΛΑΝ, Εθνικής Αλληλεγγύης, ΟΠΛΑ, τις οργανώσεις που δημιουργήθηκαν με πρωτοβουλία του ΚΚΕ, στις οποίες συσπειρώθηκε η πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, με αιμοδότη και καθοδηγητή το ΚΚΕ
(...) Σήμερα η τεράστια όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών μαζεύει σύννεφα πολέμου πάνω στους λαούς. Το ζούμε έντονα στην ευρύτερη περιοχή μας, με τη συμμετοχή και της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική δράση. Γι' αυτό η πάλη για την ειρήνη απαιτεί αγώνα σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των μονοπωλίων, των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και την εξουσία τους».