Το τουρκικό υδρογραφικό «Τσεσμέ» |
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Χρ. Ταραντίλης, κληθείς χτες στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών να σχολιάσει την έξοδο του τουρκικού ερευνητικού πλοίου «Τσεσμέ» στο Κεντρικό Αιγαίο έως τις 2/3, την ώρα που η Αθήνα απέστειλε πρόσκληση στην Αγκυρα για τον επόμενο, 62ο γύρο των διερευνητικών επαφών, τη χαρακτήρισε «αχρείαστη ενέργεια», που «δεν διευκολύνει την καλυτέρευση των σχέσεων», «δεν βοηθά το θετικό κλίμα». Ερωτηθείς σχετικά απέφυγε να ορίσει την απόσυρση του πλοίου ως προϋπόθεση ακόμα και της διεξαγωγής των διερευνητικών, σε άλλη μια ένδειξη της πρεμούρας τους να «τρέξουν» διευθετήσεις.
Το ίδιο έκανε και ο εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ Αλ. Παπαϊωάννου στη χτεσινή ενημέρωση των διπλωματικών συντακτών, επαναλαμβάνοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε ημερομηνίες στην τουρκική για τον επόμενο γύρο διερευνητικών (για αρχές Μάρτη) και αναμένει απάντηση «στο σύντομο μέλλον».
Σε κάθε περίπτωση, ενημέρωσε ότι έχει γίνει ήδη προφορικό διάβημα από την ελληνική πρεσβεία στην Αγκυρα «και θα σταλεί και ρηματική διακοίνωση αναλόγως των εξελίξεων». Δεν διευκρίνισε τι αναφέρεται στο διάβημα, ωστόσο τόνισε ότι η ίδια η τουρκική NAVTEX αναγγελίας της εξόδου του πλοίου είναι από μόνη της «παράτυπη», καθώς οι τουρκικές αρχές δεν έχουν δικαίωμα έκδοσης NAVTEX για αυτήν την περιοχή.
Σημειωτέον, η περιοχή ερευνών που δεσμεύουν με την παράνομη NAVTEX οι Τούρκοι στο Βορειοανατολικό και Κεντρικό Αιγαίο (με το «Τσεσμέ» να αποπλέει χτες το πρωί από τη βάση του στην Κωνσταντινούπολη) εκτείνεται μόλις 7 μίλια από τη Λήμνο και τον Αγιο Ευστράτιο και καταλήγει περίπου 10 μίλια ανατολικά της Σκύρου. Ετσι, η Αγκυρα αμφισβητεί ξανά, στην πράξη, το δικαίωμα της Ελλάδας για αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ναυτικών μιλίων γύρω από τα νησιά, όπως προβλέπει η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Επίσης, η περιοχή των ερευνών τέμνει τον 25ο μεσημβρινό, που κατά τους Τούρκους θα έπρεπε να είναι το όριο για τη διχοτόμηση του πελάγους σε δύο ζώνες έρευνας και διάσωσης, με την Αγκυρα να αξιώνει τον έλεγχο για τέτοιες επιχειρήσεις (SAR) στο μισό Αιγαίο.
Ο εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ ρωτήθηκε και αν έχει οριστεί ημερομηνία διεξαγωγής της 5μερούς για το Κυπριακό, απαντώντας ότι δεν υπάρχει ακόμα συγκεκριμένη ημερομηνία, έδωσε ωστόσο ένα στίγμα ότι «τοποθετείται μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μάρτη, άρα μιλάμε για Απρίλη, αλλά με κάθε επιφύλαξη».
Ολα αυτά ως «κρίκος» των σχεδίων των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ, στα οποία συμμετέχει η κυβέρνηση.
Περαιτέρω ο Αλ. Παπαϊωάννου αναφέρθηκε εκτενώς στην πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και ΗΠΑ, λέγοντας ότι συζήτησαν σε «πολύ καλό κλίμα» για τις εξελίξεις στην Ανατολικη Μεσόγειο και άλλα θέματα που απασχολούν τις δύο πλευρές, και σημείωσε ότι οι δύο κυβερνήσεις συνεχίζουν τις διαπραγματεύσεις για τη νέα Συμφωνία για τις βάσεις, που θα διευρύνει ακόμα περισσότερο το στρατιωτικό αποτύπωμα των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Ελλάδα, με το κυβερνητικό στέλεχος να λέει ότι «φιλοδοξία» της ελληνικής κυβέρνησης είναι η Συμφωνία να υπογραφεί το φθινόπωρο.
Ο εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ αναφέρθηκε και στη συνάντηση υπουργών Εξωτερικών με την ψευδεπίγραφη ονομασία «Philia Forum» («Φόρουμ Φιλία»), που οργάνωσε η κυβέρνηση την προηγούμενη βδομάδα στην Αθήνα, με χώρες του Περσικού και τη Γαλλία, σημειώνοντας ότι έρχεται ως μετεξέλιξη της τριμερούς με Κύπρο και Αίγυπτο αλλά και ότι «δεν θα αποκλείαμε συμμετοχή της Τουρκίας στο μέλλον, υπό την προϋπόθεση του σεβασμού από μέρους της του Δικαίου της Θάλασσας και της αρχής ότι κάθε κράτος απέχει από την απειλή η χρήση βίας», όπως είπε, σε μια πορεία αναζήτησης συμβιβασμών.
Σε κάθε περίπτωση, τόνισε ότι οι συμμετέχοντες στο Φόρουμ «αντάλλαξαν απόψεις» σχετικά με τις «προκλήσεις ασφαλείας» που αντιμετωπίζουν, μεταξύ τους και τις εξελίξεις σε Λιβύη, Υεμένη, Ιράν, ενώ ερωτηθείς αν μπήκε και θέμα «συνδρομής» από ελληνικής πλευράς στην αντιμετώπιση τέτοιων «προκλήσεων», έσπευσε να το διαψεύσει.
«Δεν ζητήθηκε από την Ελλάδα κάτι συγκεκριμένο», επέμεινε, την ίδια ώρα ωστόσο σημείωσε ότι πέρα από τη συμφωνία με τα ΗΑΕ «υπάρχει προοπτική σύναψης αμυντικής συμφωνίας με τη Σαουδική Αραβία, η οποία προχωρά». Αναμένεται άλλωστε επίσκεψη των υπουργών Εξωτερικών και Αμυνας εκεί για τις σχετικές υπογραφές, με τον Αλ. Παπαϊωάννου να επιβεβαιώνει επίσης ότι παραμένει στο τραπέζι η αποστολή ελληνικής συστοιχίας «Patriot» στη Σαουδική Αραβία, για ενίσχυση της αντιαεροπορικής της ασπίδας (κυρίως απέναντι στο Ιράν), με εναλλακτικό σενάριο - όπως ακούγεται - την αποστολή μόνο προσωπικού, που θα επανδρώσει συστοιχία των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Την ίδια ώρα ο Τούρκος πρέσβης στην Ελλάδα, Μπουράκ Οζουγκέργκιν (Burak Ozugergin), μιλώντας στο «Athens Energy Dialogues», έλεγε ότι «μπορούμε να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας και οφείλουμε να το κάνουμε, γιατί είμαστε γείτονες και σύμμαχοι».
«Είναι πολύ πιο λογικό να αντιμετωπίσουμε τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της πανδημίας αντί να αντιμετωπίζουμε ο ένας τον άλλο, καθώς υπάρχουν πολλοί δίαυλοι επικοινωνίας και συνεννόησης μεταξύ των δύο χωρών, ενώ η διεθνής νομοθεσία μάς καθοδηγεί», σημείωσε ο Οζουγκέργκιν, προσθέτοντας ότι «χρειάζεται να είμαστε υπομονετικοί, συναινετικοί και ειδικά ειλικρινείς» και ότι τα υπόλοιπα θα ακολουθήσουν.
Ειδικότερα, ο Τούρκος πρέσβης επεσήμανε πως «η Ενέργεια μπορεί και πρέπει να είναι πεδίο συνεργασίας και όχι σύγκρουσης», ενώ συμπλήρωσε ότι «ήδη Ελλάδα και Τουρκία έχουν στενή συνεργασία, μέσω του TANAP και του ΤΑP».
Συνέχισε λέγοντας ότι «όταν οι χώρες συνεργάζονται σε ενεργειακά έργα είναι θετικό, αλλά και το αντίθετο είναι μία πραγματικότητα». Μίλησε επίσης για το «φόβο της παραμέλησης» «όταν οι χώρες αισθάνονται αδικημένες ή παραμελημένες», φέρνοντας ως παράδειγμα «τα αποθέματα στο νησί της Κύπρου», εκεί που όπως είπε «οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν εξαιτίας της έλλειψης πολιτικής βούλησης. Ομως δεν έχουν χαθεί όλα. Οποιαδήποτε επίλυση του ζητήματος πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσω διαπραγματεύσεων και με win - win προτάσεις». Πρόσθεσε δε ότι «κάθε λύση θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη τις πραγματικότητες που έχουν διαμορφωθεί στο νησί και να μην προσπαθεί να τις λυγίσει».
Κατά τον Τούρκο πρέσβη, «οι υδρογονάνθρακες μπορούν να είναι μέρος της λύσης και να οικοδομήσουν εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δύο κοινότητες».