Με το βλέμμα στραμμένο στην Κίνα και στην άνοδο της περιοχής Ασίας - Ειρηνικού
Τα πιθανά οικονομικά οφέλη είναι προφανή: Η Ινδία είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη μεγάλη οικονομία, με ετήσιους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ περίπου 7% - ακόμη και τη χρονιά της πανδημίας - και βρίσκεται στο δρόμο για να φτάσει τα 7,8 τρισ. δολάρια το οικονομικό σήμα έως το 2030. Επιπλέον, διαθέτει «αμέτρητο» εργατικό δυναμικό, ενώ περίπου ο μισός πληθυσμός της είναι κάτω από 25 ετών. «Η Ινδία γίνεται όλο και πλουσιότερη και νεότερη. Η αναπτυξιακή δυναμική είναι τεράστια», σημειώνουν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι.
Για αυτούς και άλλους λόγους η Γερμανίδα καγκελάριος, Αγκελα Μέρκελ, είχε τονίσει κατά την επίσκεψή της στην Ινδία το 2019 ότι η Ινδία σύντομα θα έχει την ίδια βαρύτητα με την Κίνα.
Μια εμπορική συμφωνία ΕΕ - Ινδίας θα μπορούσε να δημιουργήσει μια από τις μεγαλύτερες ενιαίες αγορές - 1 τρισ. δολάρια σε δαπάνες και επενδύσεις - προσφέροντας μεγάλες ευκαιρίες και για τους δύο εμπορικούς εταίρους.
Η Ινδία είναι ο 10ος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της ΕΕ. Το διμερές εμπόριο αγαθών Ινδίας - ΕΕ ανήλθε σε 80 δισ. ευρώ το 2019. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 11,1% του συνολικού ινδικού εμπορίου. Η ΕΕ είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος προορισμός για τις ινδικές εξαγωγές (άνω του 14% επί του συνόλου), μετά τις ΗΠΑ, αλλά μπροστά από την Κίνα.
Η αύξηση του εμπορίου με την ΕΕ μέσω μιας συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών θα μπορούσε να οδηγήσει σε κέρδη περίπου 8 δισ. ευρώ, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και η «Ινδία μοιάζει με σταθερή εναλλακτική λύση για επενδύσεις», σημειώνει αξιωματούχος της ΕΕ. Αντίστοιχα «θετική διάθεση» υπάρχει και από την απέναντι πλευρά, με τον πρέσβη της Ινδίας στην ΕΕ να δηλώνει στο «Politico» ότι «η χώρα ήδη από το 2014 και την πολιτική "Make in India" είναι έτοιμη και άξια εμπιστοσύνης για μεγάλες επενδύσεις», αν και μία συμφωνία ελεύθερου εμπορίου δεν είναι στο τραπέζι σε αυτήν τη φάση.
Φυσικά, όπως σχολιάζει και αναλύτρια από το Κέντρο Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής, «ο ελέφαντας στο δωμάτιο είναι η Κίνα», και ο κοινός οικονομικός και γεωπολιτικός ανταγωνισμός που αυτή έχει τόσο με την Ινδία όσο και με την ΕΕ.
«Ανεξάρτητα από τη σημασία των διμερών σχέσεων ΕΕ - Ινδίας, αυτή η σημασία ενισχύεται ιδιαίτερα από το γεωπολιτικό πλαίσιο της περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Αυτή η περιοχή βρίσκεται στο γεωπολιτικό επίκεντρο της επόμενης δεκαετίας και η Κίνα αλλάζει ολόκληρο το σκηνικό. Είναι ανάγκη τόσο για την ΕΕ, όσο και για την Ινδία, να συνεργαστούν πιο στενά», τονίζει, αν και εκτιμά ότι δεν θα υπογραφεί σύντομα μια εμπορική συμφωνία.
Η πανδημία πυροδότησε ξανά το ενδιαφέρον των δύο πλευρών για στενότερους οικονομικούς δεσμούς. Καθώς η ΕΕ θέλει να διαφοροποιήσει τις αλυσίδες εφοδιασμού της για να μειώσει την εξάρτησή της από την Κίνα, η Ινδία τοποθετείται ως μια σταθερή εναλλακτική επένδυση. Πρόκειται για μια «μεγάλη εθνική προτεραιότητα» από το 2014, όταν το Νέο Δελχί ξεκίνησε την προσπάθεια «Make in India», για να προκαλέσει την Κίνα ως παγκόσμιο κέντρο παραγωγής και μεταποίησης.
Χωρίς να αναφέρει ονομαστικά την Κίνα, ο Ινδός πρέσβης στην ΕΕ επισήμανε πως οι συνομιλίες θα είναι εφ' όλης της ύλης. «Η σχέση ΕΕ και Ινδίας δεν μπορεί απλώς να σταθεί σε ένα πόδι. Θα είναι ισχυρότερη αν σταθεί και στα δύο σκέλη: Οικονομικά και γεωπολιτικά». Τόνισε δε την «ισχυρή δεσμευτική δύναμη» μεταξύ των «δύο μεγάλων δημοκρατιών» που «μοιράζονται τις αξίες της ελευθερίας και του κράτους δικαίου».
Αυτή η ανάγκη για «φρενάρισμα» της Κίνας είναι το νέο στοιχείο σε ενδεχόμενες μελλοντικές εμπορικές διαπραγματεύσεις Ινδίας - ΕΕ. Παρ' όλα αυτά οι εμπορικές διαπραγματεύσεις δεν θα είναι εύκολες, με την ΕΕ να απαιτεί σημαντικό άνοιγμα της ινδικής αγοράς και επιδιώκει να επιβάλει τους δικούς της όρους για την «ελεύθερη» διακίνηση εμπορευμάτων.
Στο μεταξύ, η Ινδία αποχώρησε από την RCEP, την τεράστια εμπορική συμφωνία που επιτεύχθηκε τον Νοέμβρη μεταξύ 15 χωρών Ασίας - Ειρηνικού, υπό το φόβο ότι η αγορά της θα πλημμυρίσει με φθηνά κινεζικά προϊόντα.
Η ΕΕ είδε αυτή την απόφαση σαν μια ακόμη κίνηση «προστατευτισμού». «Η Ινδία είναι σίγουρα μια σημαντική αγορά για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, αλλά δεν είναι ανοιχτή στην απελευθέρωση της αγοράς», σύμφωνα με την υπεύθυνη για τις διεθνείς σχέσεις στο «BusinessEurope», ένα «λόμπι» ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Ο οικονομικός προστατευτισμός «είναι ο λόγος που η Ινδία αποχώρησε από τη RCEP και ένας από τους λόγους για τους οποίους οι διαπραγματεύσεις με την ΕΕ σταμάτησαν την πρώτη φορά. Εάν η Ινδία θέλει μια συμφωνία, πρέπει να δείξει ότι αποδέχεται σοβαρά την πρόσβαση στην αγορά. Προτεραιότητά μας θα ήταν να επιτύχουμε πρώτα μια επενδυτική συμφωνία, και μετά να προσπαθήσουμε να την αναπτύξουμε», υπογραμμίζει.
Ο ανταγωνισμός και τα ιδιαίτερα επιχειρηματικά συμφέροντα τόσο μεταξύ ΕΕ - Ινδίας όσο και με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα κάνουν σύνθετες τις όποιες συνομιλίες για το εμπόριο και τις επενδύσεις. Με δηλώσεις τους το τελευταίο διάστημα, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι καθιστούν σαφές ότι η Ινδία «είναι ένας σημαντικός εταίρος, με τον οποίο είμαστε πρόθυμοι να συνεργαστούμε πιο βαθιά», αλλά ταυτόχρονα επισημαίνουν την «περιορισμένη προθυμία της Ινδίας να αναλάβει, για παράδειγμα, συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου και σημαντικές δεσμεύσεις σε αυτόν τον τομέα».
Κι ενώ η ΕΕ έχει ξεκαθαρίσει την επιδίωξή της να γίνει «στρατηγικά αυτόνομη» σε μια σειρά καίριους τομείς της οικονομίας, της τεχνολογίας και της επιστήμης, την ίδια στιγμή η ΕΕ χαρακτηρίζει τις πρόσφατες φιλοδοξίες της Ινδίας να γίνει «αυτοδύναμη» ως περαιτέρω προστατευτισμό που επιδεινώνεται από την πανδημία του κορονοϊού.
Από την πλευρά της, η Ινδία δηλώνει - φραστικά τουλάχιστον - πως επιδιώκει να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για μια επενδυτική συμφωνία με την ΕΕ ταυτόχρονα με μια εμπορική συμφωνία. Σύμφωνα με τον ινδικό Τύπο, προκειμένου να επιταχύνει τις επενδύσεις, τις ροές κεφαλαίων και τεχνολογίας από την ΕΕ, η Ινδία θέλει οι επενδυτικές και εμπορικές συμφωνίες να πραγματοποιούνται παράλληλα και ανεξάρτητα: «Τόσο η επενδυτική συμφωνία όσο και η εμπορική συμφωνία θα πρέπει να συμβούν παράλληλα και ανεξάρτητα», δήλωσε Ινδός αξιωματούχος.
Η ΕΕ δήλωσε έτοιμη να εξετάσει το ενδεχόμενο έναρξης διαπραγματεύσεων για μια αυτόνομη συμφωνία προστασίας των επενδύσεων, η οποία θα αυξήσει τη νομική και νομοθετική ασφάλεια για τους επενδυτές και των δυο πλευρών.
Οι διαπραγματεύσεις για μια Διμερή Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων ευρείας βάσης (BTIA) ξεκίνησαν το 2007 και ανεστάλησαν το 2013. Οι συνομιλίες BTIA κατέρρευσαν λόγω ορισμένων απαιτήσεων της ΕΕ, όπως μεγαλύτερη πρόσβαση στην αγορά αυτοκινήτων, κρασιών και οινοπνευματωδών ποτών και περαιτέρω άνοιγμα του χρηματοοικονομικού τομέα υπηρεσιών της Ινδίας, όπως τραπεζικές, ασφαλιστικές υπηρεσίες και ηλεκτρονικό εμπόριο.
Από την άλλη πλευρά, η Ινδία επιθυμεί να αποκτήσει προτιμησιακή πρόσβαση για τις εξαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων στην ΕΕ, καθώς αντιμετωπίζει ανταγωνισμό από το Μπαγκλαντές, το Βιετνάμ και τη Σρι Λάνκα.