Οπως έγραφε σε ανακοίνωσή του το ΠΓ της ΚΕ του Κόμματος την ίδια μέρα: «Σήμερα στις 4 η ώρα έπαψε να χτυπάει η φλογερή καρδιά ενός μεγάλου αγωνιστή του λαού της Ελλάδας και της φιλειρηνικής ανθρωπότητας. (...) Ο Μπελογιάννης έπεσε από τα αμερικάνικα βόλια που τα έριξαν οι δήμιοι Πλαστήρας - Βενιζέλος. Ο Μπελογιάννης όμως ζει μέσα στις καρδιές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Ο Μπελογιάννης πέρασε στο πάνθεον των μεγάλων ηρώων της προοδευτικής ανθρωπότητας» (Ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στις 30 Μάρτη του 1952, «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 7ος, σελ. 252, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Ο Μπελογιάννης είχε πέσει στα χέρια της Ασφάλειας στις 20 Δεκέμβρη 1950. Τον συνέλαβαν μόλις μπήκε στο σπίτι της οδού Πλαπούτα 30, κοντά στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, που λειτουργούσε ως γιάφκα του παράνομου κομματικού μηχανισμού.
Η πρώτη δίκη του Μπελογιάννη και των συντρόφων του άρχισε στις 19 Οκτώβρη 1951 στο Εκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών. Ο Μπελογιάννης, με τη στάση του στο δικαστήριο, συνέτριψε το κατηγορητήριο, υπερασπίζοντας την πολιτική του ΚΚΕ και τον αγώνα του ΔΣΕ, τελειώνοντας την απολογία του με τα παρακάτω λόγια:
Δύο μέρες πριν από τη λήξη της πρώτης δίκης, συνελήφθησαν στη βίλα Αύρα στη Γλυφάδα και στο σπίτι της οδού Λυκούργου στην Καλλιθέα ο Ηλίας Αργυριάδης και ο Νίκος Καλούμενος, ενώ στο δεύτερο σπίτι αυτοκτόνησε ο Ν. Βαβούδης. Στο μεταξύ, είχε συλληφθεί και ο Δημήτρης Μπάτσης από την Ασφάλεια Πειραιά. Με το «στοιχείο» των ασυρμάτων που βρέθηκαν στα παραπάνω σπίτια, άρχισε στις 15 Φλεβάρη 1952 η δεύτερη δίκη του Νίκου Μπελογιάννη και ακόμα 28 κομμουνιστών, με την κατηγορία της «διενέργειας κατασκοπείας κατά των συμφερόντων του κράτους» και με βάση τον μεταξικό νόμο 375/1936. Στόχος ήταν ο διασυρμός του ΚΚΕ ως κόμματος «ξενοκίνητου» για την απομόνωσή του από το λαό, τη συκοφάντηση και τον μηδενισμό της ηρωικής δράσης τη δεκαετία του 1940.
Η στάση του Μπελογιάννη και άλλων κατηγορουμένων στη δεύτερη δίκη, όπως και στην πρώτη, ήταν υποδειγματική, με επιχειρηματολογία που κατακεραύνωνε τις κατασκευασμένες κατηγορίες. Ο ίδιος ο Ν. Μπελογιάννης, στις σημειώσεις που κρατούσε στη διάρκεια της δίκης (υπάρχουν στο Αρχείο του ΚΚΕ), έγραφε: «Δεν χτυπιέται με τέτοια μέσα το Κ.
Εχει ρίζες βαθειές και ακατάλυτες, ποτισμένες στους αγώνες του για... Πιστεύουμε στο πιο ωραίο ιδανικό που από τα αρχαία χρόνια οραματίστηκαν τα πιο φωτισμένα (σ.σ. μυαλά) και αγωνιζόμαστε για να γίνει το ιδανικό αυτό πραγματικότητα στην Ελλάδα και σ' όλο τον κόσμο. Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της πολύ περισσότερο από τους κατηγόρους μας
το δείξαμε όταν κινδύνευε κ.λπ.
Αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν για τη χώρα μας καλύτερες, ευτυχισμένες ημέρες χωρίς πείνα και πολέμους. Και για το σκοπό αυτό όταν χρειαστεί δίνουμε αδίσταχτα τη ζωή μας».
Τιμώντας τα 68 χρόνια από τη μέρα που ο Ν. Μπελογιάννης δολοφονούνταν μαζί με τους συντρόφους του, από το αστικό κράτος και την κυβέρνηση Πλαστήρα, αντιπροσωπείες της ΚΟ Αττικής του Κόμματος και της ΟΠ Αττικής της ΚΝΕ κατέθεσαν γαρίφαλα στο Πάρκο Χωροφυλακής στου Γουδή, στο μνημείο που έχει στηθεί από το Κόμμα για τους εκτελεσμένους. Εκ μέρους του ΚΚΕ τα λουλούδια κατέθεσε η Λουίζα Ράζου, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του Κόμματος. Εκ μέρους της ΚΝΕ λουλούδια κατέθεσε ο Μανώλης Ραπανάκης, μέλος του Γραφείου του ΚΣ της Οργάνωσης.
Στη Νίκαια, στο μνήμα του Ν. Μπελογιάννη στο Γ΄ Νεκροταφείο λουλούδια κατέθεσε αντιπροσωπεία του Κόμματος με επικεφαλής τον Βαγγέλη Μαρούπα, μέλος της ΚΕ και Γραμματέα της ΤΕ Πειραιά του ΚΚΕ.
Στην Καλλιθέα, στο σχολικό συγκρότημα «Νίκος Μπελογιάννης», που μέχρι το 1966 στέγαζε τις φυλακές πολιτικών κρατουμένων, εκεί όπου κρατούνταν και ο Ν. Μπελογιάννης μέχρι την εκτέλεσή του, λουλούδια κατέθεσε αντιπροσωπεία της ΤΕ Νότιου Τομέα Αττικής του ΚΚΕ, με επικεφαλής την Γραμματέα και μέλος της ΕΠ Χριστίνα Μπέλλα.
Θέμα της έκθεσης είναι η αντίσταση στις φυλακές και τις εξορίες, μέσα από 257 εικαστικά έργα (πίνακες, σχέδια και σκίτσα πάνω σε χαρτί, ξυλόγλυπτα, ζωγραφική πάνω σε βότσαλα, έργα σε χειρόγραφες εφημερίδες και κάρτες, ζωγραφικές μακέτες) 48 δημιουργών και πολλών ακόμα άγνωστων αγωνιστών, τα οποία απλώνονται χρονικά σε μια περίοδο 40 ετών, από τη δεκαετία του '30 έως και τη χούντα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλά από τα έργα εκτίθενται μετά από καιρό, κάποια μάλιστα εκτίθενται για πρώτη φορά. Σε όλα τα έργα που μπορεί κανείς να θαυμάσει ψηφιακά θα υπάρχει και πλαίσιο με βασικές πληροφορίες του έργου, το όνομα του δημιουργού, το υλικό και τη χρονολογία δημιουργίας.