Ως «προμετωπίδα» στην προσπάθεια αυτή μπαίνει το ζήτημα «αντιμετώπισης της παραπληροφόρησης» και των ψευδών ειδήσεων (fake news), ως κομμάτι των λεγόμενων «ασύμμετρων απειλών», που προέρχονται από ανταγωνιστικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Πρόκειται ουσιαστικά για ένα ακόμα πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κέντρων, ενταγμένο στη συνολικότερη στρατηγική και τους σχεδιασμούς τους, ενώ και εδώ η Ελλάδα είναι βαθιά μπλεγμένη στους επικίνδυνους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς.
Ξεχωριστό ρόλο σε τέτοιες δράσεις έχει αναλάβει - ποιος άλλος; - η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Αποθρασυμένη από την πολιτική του «μεντεσέ» για τα αμερικανοΝΑΤΟικά σχέδια που ανέλαβε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και συνεχίζει αποφασιστικά η ΝΔ, έχει στήσει ένα ευρύ δίκτυο παρέμβασης τόσο σε φοιτητές δημοσιογραφίας και ΜΜΕ όσο και σε επαγγελματίες του χώρου, στο όνομα της αντιμετώπισης της παραπληροφόρησης και των «fake news».
Copyright: PHOTOPRESS |
Ο Αμερικανός πρέσβης απευθύνει χαιρετισμό στο συνέδριο «Disinfo Week» |
Να σημειωθεί πως στην εκδήλωση για τα εγκαίνια του συγκεκριμένου αυτού Κέντρου, στις 13 Δεκέμβρη του 2019, στο ΑΠΘ, ο πρόξενος των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη, Γκρέγκορι Φλέγκερ, είχε χαρακτηρίσει τη λειτουργία του Κέντρου αυτού «ζωτικής σημασίας» για τη δουλειά της αμερικανικής διπλωματικής αποστολής στην Ελλάδα.
«Είμαι πολύ ενθουσιασμένος», δήλωσε, «που το Facebook, το Atlantic Council καθώς και οι αντιπρόσωποι της αμερικανικής κυβέρνησης από την Αμερικανική Υπηρεσία Παγκόσμιων Μέσων (US Agency for Global Media - ανεξάρτητη ομοσπονδιακή υπηρεσία που επιδιώκει να ενημερώνει, να δεσμεύει και να συνδέει ανθρώπους σε όλο τον κόσμο για την υποστήριξη της ελευθερίας και της δημοκρατίας») (...) συμπράττουν με το Κέντρο Ερευνας και Καινοτομίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης για να μοιραστούν τις γνώσεις και την τεχνογνωσία τους (...)».
Atskakanis.G.Alexandros |
Από τη δραστηριότητα του DCN SEE στο ΑΠΘ |
Τον τομέα για τον οποίο η λειτουργία του κέντρου είναι «ζωτικής σημασίας», όπως και τη σημασία της Θεσσαλονίκης, που αποτελεί έδρα του, ανέδειξε στον χαιρετισμό του στο εν λόγω εργαστήριο το Φλεβάρη ο επιτετραμμένος της πρεσβείας των ΗΠΑ, Ντέιβιντ Μπέργκερ. Τόνισε πως σε μια περίοδο όπου «έχει ανανεωθεί η αντιπαράθεση μεγάλων δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, οι "Δυτικές Δημοκρατίες" αντιμετωπίζουν τεράστιες επιθέσεις παραπληροφόρησης, μέσω της πολλαπλασιαστικής δύναμης που παρέχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με σκοπό την αποσταθεροποίησή τους».
«Η κυβέρνησή μου», συνέχισε, «συμπεριλαμβανομένης και της (διπλωματικής) αποστολής στην Ελλάδα, έχουν υπάρξει συχνοί στόχοι παραπληροφόρησης, όπως για παράδειγμα αναφορές πως η πρεσβεία τάχθηκε υπέρ της συνδιαχείρισης των υδρογονανθράκων στο Αιγαίο, ότι δωροδοκήσαμε μέλη του Κοινοβουλίου για να ψηφίσουν τη Συμφωνία των Πρεσπών, και ότι πραγματοποιήθηκαν μυστικές συναντήσεις μεταξύ του πρέσβη Πάιατ και του πρωθυπουργού Ζάεφ (...)».
Πρόσθεσε πως «αυτές οι γελοίες ιστορίες έχουν ξεκάθαρο στόχο τη διατάραξη της συμμαχίας μας με την Ελλάδα μέσω της σποράς αμφισβητήσεων και διαμαχών», ενώ «μία από τις καλύτερες άμυνες ... (είναι) οι πληροφορημένοι πολίτες. Για αυτό το νέο Κέντρο της DCN όπως και εργαστήρια όπως αυτό είναι τόσο σημαντικά».
Ο Μπέργκερ έκανε μάλιστα και ξεχωριστή αναφορά στο συνέδριο «Digital Influencers Hub», που διοργανώθηκε στο πλαίσιο της ΔΕΘ του 2018, όπου «τιμώμενη χώρα» ήταν οι ΗΠΑ και προωθήθηκε η δημιουργία του DCN-SEE, σχολιάζοντας πως ο ίδιος είναι «πολύ εντυπωσιασμένος από τους καρπούς της εκδήλωσης αυτής ενάμιση χρόνο μετά».
Στο συνέδριο αυτό χαιρετισμό είχε απευθύνει η επικεφαλής του τμήματος του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ για θέματα Εκπαίδευσης και Πολιτισμού, Μαρί Ρόις. Να σημειωθεί πως το συγκεκριμένο τμήμα δεν έχει να κάνει με το υπουργείο Παιδείας, αλλά αποτελεί κομμάτι της Γραμματείας Δημοσίων Σχέσεων και Δημόσιας Διπλωματίας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, του οποίου η αποστολή είναι «να εξασφαλίσει πως η δημόσια διπλωματία και οι δημόσιες σχέσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ ασκούνται παράλληλα με την παραδοσιακή διπλωματία για την προώθηση των συμφερόντων και της ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών».
Η Μαρί Ρόις είχε τότε δηλώσει πως το συγκεκριμένο συνέδριο αποτελεί δράση στο πλαίσιο του κύριου εδώ και δύο χρόνια προγράμματος του τμήματος του οποίου ηγείται, δηλαδή του «Δικτύου Ψηφιακής Επικοινωνίας (DCN)». Το DCN αποτελείται από 5.000 και πλέον άτομα σε 30 χώρες και συνδέει δημοσιογράφους, ειδικούς στην επικοινωνία, και «καθοδηγητές της κοινής γνώμης». Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ίδρυσε το DCN το 2016 για να «στηρίξει την ψηφιακή διπλωματία και για να παρέχει εργαλεία καταπολέμησης της ψηφιακής παραπληροφόρησης».
Τμήμα λοιπόν αυτού του δικτύου «ανεξάρτητων» δημοσιογράφων και άλλων προπαγανδιστών του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ αποτελεί και το DCN-SEE που ιδρύθηκε στο τμήμα ΜΜΕ και Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ. Η περιγραφή του αναφέρει πως το DCN-SEE είναι μια «κοινοπραξία του ΑΠΘ, του DCN, διαφόρων ΜΚΟ, δημόσιων και ιδιωτικών οργανισμών και εταιρειών που ασχολούνται ή ενδιαφέρονται να ασχοληθούν στον τομέα της ψηφιακής επικοινωνίας, των εκστρατειών κοινωνικής επιρροής, στην τεχνολογία και την καινοτομία».
Η επιλογή του συγκεκριμένου τμήματος δεν είναι καθόλου τυχαία. Η Θεσσαλονίκη κατέχει βαρύνουσα σημασία στους αμερικανοΝΑΤΟικούς ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς για μια σειρά από λόγους που τονίζουν συχνά οι ΑμερικανοΝΑΤΟικοί αξιωματούχοι. Εκεί επίσης εδρεύει το ΝΑΤΟικό Στρατηγείο «NATO RAPID DEPLOYABLE CORPS-GREECE (NRDC - GR)».
Λίγα χρόνια πριν, το Φλεβάρη του 2016, το NRDC-GR είχε προχωρήσει σε επαφές με το Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ για την υπογραφή ενός μνημονίου συνεργασίας μεταξύ τους.
Σύμφωνα με το σχετικό έγγραφο, το μνημόνιο συνεργασίας απέβλεπε στην «ανάπτυξη στρατηγικής και δράσεων για τη διασύνδεση μεταξύ της πανεπιστημιακής κοινότητας και του Στρατηγείου (...) με σκοπό την εξοικείωση των φοιτητών του πανεπιστημίου με το διεθνές εργασιακό περιβάλλον που προσφέρει το NRDC-GR», όπως και στην προώθηση των «αμοιβαία επωφελών συνεργειών μεταξύ του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ και του αρχηγείου NRDC-GR, την στοχευμένη διασύνδεση της Εκπαίδευσης και της Ερευνας με την κοινωνία».
Η στόχευση να ανοίξει το Πανεπιστήμιο τις πόρτες του στη ΝΑΤΟική μηχανή του πολέμου εμποδίστηκε τότε από το ΜΑΣ και μέλη του Συλλόγου Φοιτητών του Τμήματος, μετά από δυναμική παρέμβαση στη Γενική Συνέλευση όπου θα συζητιόταν η υπογραφή του μνημονίου συνεργασίας. Στο ρεπορτάζ του για το θέμα ο «Ριζοσπάστης» κατέληγε: «Αξίζει όμως να σημειωθεί η στάση μερίδας καθηγητών της Γενικής Συνέλευσης του Τμήματος που, υπερασπιζόμενοι τη συνεργασία, επικαλέστηκαν το γεγονός της συμμετοχής της χώρας μας στον ιμπεριαλιστικό οργανισμό».
Η συγκεκριμένη μερίδα καθηγητών που, σύμφωνα με πληροφορίες, λειτούργησε ως συνδετικός κρίκος του Τμήματος με το αρχηγείο του ΝΑΤΟ, χωρίς να εκπλήσσει κανέναν, αποτελεί και τους πρωτεργάτες του DCN-SEE. Δηλαδή, αφού έπεσαν στο κενό οι σχεδιασμοί μετατροπής του Πανεπιστημίου σε «πρακτορείο» του ΝΑΤΟ, μόλις πέρασε λίγο ο καιρός, προχώρησαν - πιο συγκαλυμμένα αυτήν τη φορά - σε μια «κοινοπραξία» του Τμήματος του ΑΠΘ με την κυβέρνηση των ΗΠΑ!
Αποτελεί ασφαλή εικασία λοιπόν να θεωρήσουμε πως οι ομιλητές από το ΑΠΘ στο σεμινάριο για υψηλόβαθμα στελέχη του NRDC-GR που ακολούθησε, το Νοέμβρη του 2016, ταυτίζονται με τους παραπάνω. Στο σεμινάριο συμμετείχαν, σύμφωνα με δημοσιεύματα, ομιλητές από το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμυνας, το ΑΠΘ, το Σχολείο Πληροφοριών του υπουργείου Αμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως επίσης και η διεύθυνση του Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας του ΝΑΤΟικού στρατηγείου. Στόχος του ήταν η «εξοικείωση του στρατιωτικού προσωπικού στις τεχνικές και διαδικασίες συνεντεύξεων, αλλά και την αλληλεπίδραση με εκπροσώπους των μέσων μαζικής ενημέρωσης για την αμοιβαία κατανόηση θεμάτων που άπτονται στρατιωτικών επικοινωνιακών επιχειρήσεων».
Οι ίδιοι αποτελούν τα δύο από τα τέσσερα μέλη της οργανωτικής επιτροπής της «Διεθνούς Θερινής Ακαδημίας Μέσων Ενημέρωσης της Θεσσαλονίκης - Thessaloniki International Media Summer Academy (THISAM)», μια ετήσια διοργάνωση του Τμήματος Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ. Η 3η Θερινή Ακαδημία, που έγινε στη Θεσσαλονίκη τον περασμένο Ιούλη, έφερε τον τίτλο «Νέες Τάσεις στα ΜΜΕ και τη Δημοσιογραφία», με ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις θεματικές την «καταπολέμηση της παραπληροφόρησης».
Η όλη διοργάνωση είχε ως «εταίρους» φορείς όπως η «Ακαδημία» της «Ντόιτσε Βέλε», η ελληνική ΜΚΟ «Media Literacy Institute» και η αμερικανική ΜΚΟ «Proof». Σπόνσορες ήταν μεταξύ άλλων το γερμανικό Ιδρυμα «Konrad Adenauer» και το αμερικανικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη.
Πήραν μέρος 42 άτομα από Ιταλία, Ρωσία, Γερμανία, ΗΠΑ, Κίνα, Αίγυπτο και Τουρκία. Ανάμεσα στους ομιλητές ήταν ο Christoph Schmidt, στέλεχος της «Deutsche Welle Akademie», ο Γιώργος Πλειός, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και ο Πάσχος Μανδραβέλης, δημοσιογράφος της «Καθημερινής». Μίλησαν επίσης ο πρόξενος των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη, Γκρ. Φλέγκερ, και ο Αμερικανός ακόλουθος Τύπου Μπ. Μούραντ.
Οι δύο τελευταίοι είχαν κάνει εισηγήσεις σε αντίστοιχο «εργαστήρι» για την «παραπληροφόρηση», που διοργανώθηκε τον Ιούνη του 2019, κι αυτό στη Θεσσαλονίκη. Το «εργαστήρι» στήθηκε στο περιθώριο της ΝΑΤΟικής κοπής Συμφωνίας των Πρεσπών, ειδικά για δημοσιογράφους ειδησεογραφικών πρακτορείων από την Ελλάδα και τη Β. Μακεδονία, με διοργανωτές το ΑΠΕ, το πρακτορείο ειδήσεων της Β. Μακεδονίας «ΜΙΑ», το «Παγκόσμιο Κέντρο Διασύνδεσης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ» (GEC), την Αμερικανική Υπηρεσία Παγκόσμιων Μέσων (USAGM) και τις πρεσβείες των ΗΠΑ σε Αθήνα και Σκόπια. Στο συγκεκριμένο «εργαστήρι» συζητήθηκε μεταξύ άλλων το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός «κόμβου ψηφιακών επικοινωνιών στη Θεσσαλονίκη για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης».
Ενδιαφέρον επίσης είχε και η 2η «Διεθνής Θερινή Ακαδημία Μέσων Ενημέρωσης» της Θεσσαλονίκης το 2018, η οποία είχε την ίδια θεματική. Ανάμεσα στους ομιλητές βρέθηκαν η δημοσιογράφος Ινώ Αφεντούλη, στέλεχος του Τμήματος Δημόσιας Διπλωματίας του ΝΑΤΟ, και η δημοσιογράφος της «Καθημερινής» Σίσσυ Αλωνιστιώτου, η οποία είναι και διευθύντρια της ιστοσελίδας «Journalists About Journalism» και της ΜΚΟ «Media Literacy Institute».
Οι δύο αυτοί οργανισμοί, με την υποστήριξη της πρεσβείας των ΗΠΑ, σχεδίασαν τη διοργάνωση σειράς εργαστηρίων για την «ειδησεογραφική παιδεία και την πληροφορία στα ΜΜΕ», με στόχο «να εισαγάγουν βιβλιοθηκονόμους, δημοσιογράφους, εκπαιδευτικούς, μαθητές (15-18), αλλά και όλους όσοι ενδιαφέρονται, στις βασικές έννοιες της ειδησεογραφικής παιδείας και πληροφορίας των μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας, με στόχο την κριτική πρόσληψη του περιεχομένου που διακινείται από όλες τις πλατφόρμες επικοινωνίας και ταυτόχρονα τη δυναμική αντιμετώπιση του φαινομένου της παραπληροφόρησης και των ψευδών ειδήσεων».
Τα εργαστήρια προγραμματιζόταν να λάβουν χώρο στο δίκτυο των «Αμερικανικών Γωνιών» της πρεσβείας, με το πρώτο να πραγματοποιείται το Δεκέμβρη του 2019, σε αυτήν της Ξάνθης, το «Xanthi TechLab» (βλέπε σχετικά και «Ριζοσπάστη», 8 - 9/2/2020, Πρόγραμμα «Αμερικανικών Κέντρων και Γωνιών»: Εξωραϊσμός του αμερικανικού ιμπεριαλισμού με μανδύα τον πολιτισμό).
Ενα μήνα πριν, οι ίδιοι οργανισμοί, μαζί με το «Εργαστήρι Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας» του Τμήματος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του ΑΠΘ, το DNC, το Ιδρυμα Konrad-Adenauer, την ΕΣΗΕΜ-Θ, και φυσικά με την «υποστήριξη και συνεργασία της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα» διοργάνωσαν την «Ελληνική Εβδομάδα για την Παιδεία στα ΜΜΕ». Στο πλαίσιο αυτής της πρωτοβουλίας πραγματοποιήθηκε αντίστοιχο διεθνές συνέδριο με θέμα «Παραπληροφόρηση στον Κυβερνοχώρο: Η Παιδεία στα Μέσα συναντά την Τεχνητή Νοημοσύνη», στην «Αμερικανική Γωνιά» της Αθήνας, στο Ιδρυμα Ευγενίδου.
Τέλος, η δεύτερη αναφορά που έκανε στην προαναφερόμενη ομιλία του ο Μπέργκερ στη Θεσσαλονίκη, το Φλεβάρη του 2020, είχε να κάνει με μια παρόμοια «βδομάδα» που έλαβε χώρα το Μάρτη του 2019. Το «#DisΙnfoWeek Europe», μια πανευρωπαϊκή «βδομάδα εκδηλώσεων στρατηγικού διαλόγου με επίκεντρο την παγκόσμια πρόκληση της παραπληροφόρησης», προχώρησε με τη σημαντική συμβολή, όπως τόνισε ο Μπέργκερ, του πρέσβη των ΗΠΑ, Τζέφρι Πάιατ. Σε συνέντευξη που έδωσε ο τελευταίος, στο περιθώριο εκδήλωσης που οργανώθηκε στο πλαίσιο της «#DisΙnfoWeek», εξέφρασε ανάγλυφα τις στοχεύσεις των ΗΠΑ πίσω από την όλη αυτή δραστηριότητα.
Αναφέρθηκε στην ενδεχόμενη ανάμειξη της Ρωσίας στις τότε επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις και απηύθυνε στους «θεσμούς» του αστικού κράτους, στα ΜΜΕ και τους κάθε λογής μηχανισμούς να είναι «σε εγρήγορση» και ετοιμότητα για να αποκρούσουν μια τέτοια «ανάμειξη».
Συγκεκριμένα, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου αν η Ρωσία θα μπορούσε να επηρεάσει τις ευρωεκλογές, τις δημοτικές και τις βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα, ο Αμερικανός πρέσβης φερόταν να λέει ότι υπάρχουν αποδείξεις για τέτοια ανάμειξη:
«Εχουμε δει στοιχεία αυτού του είδους της χειραγώγησης των πληροφοριών στην Ελλάδα. Εχουμε δει τις ρωσικές προσπάθειες στην Εκκλησία, τις προσπάθειες υπονόμευσης του ρόλου του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Δεν μπορώ να σας πω ότι έχω δει ενδείξεις προσπαθειών για ανάμειξη στις επερχόμενες εκλογές της Ελλάδας, αλλά ο σκοπός αυτής της εκδήλωσης απόψε είναι η ευαισθητοποίηση ώστε τα δημοκρατικά θεσμικά όργανα της Ελλάδας, ο ελεύθερος Τύπος της Ελλάδας - που είναι όλοι αρκετά ισχυροί - να είναι σε εγρήγορση και ικανοί να απαντήσουν».
Σε αυτό το πλαίσιο, η πρεσβεία έχει αναλάβει, όπως δείχνουν και όλα τα παραπάνω, να «εφοδιάσει» τους σχετικούς «κρίκους» με τις απαραίτητες «δεξιότητες» για το ψηφιακό «πεδίο μάχης», όπου λαμβάνει χώρα ο ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστών για την επιρροή της συνείδησης των λαών.
Οι επιθετικές εκστρατείες προπαγάνδας, με την επιστράτευση και των fake news, όπως και συνολικά οι «ψυχολογικές επιχειρήσεις» και αυτές για την «κοινωνική επιρροή», όχι μόνο δεν αποτελούν «μονοπώλιο» κανενός ιμπεριαλιστικού κέντρου, όπως διατείνονται ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ δείχνοντας προς τη μεριά Ρωσίας - Κίνας, αλλά στην πραγματικότητα αν κάποιοι είναι «πρωτοπόροι», αυτοί είναι οι ΑμερικανοΝΑΤΟικοί.
Αλλωστε, στο πεδίο ανάπτυξης της έννοιας του «υβριδικού πολέμου», το ΝΑΤΟ λαμβάνει ενεργά μέτρα για την «ανάπτυξη επιθετικών ασύμμετρων μέσων επιρροής», όπως χαρακτηριστικά λέγεται στις σχετικές αναφορές στο αναθεωρημένο εγχειρίδιο «Στρατηγικής Υβριδικού Πολέμου».
Μια σταχυολόγηση για το πώς το ΝΑΤΟ «χτίζει» τις δυνατότητές του και σε αυτό το πεδίο, είναι ενδεικτική:
-- Στη Σύνοδο του 2006 στη Ρίγα, διατυπώθηκε και εγκρίθηκε η «Συνολική Προσέγγιση του ΝΑΤΟ» που περιλαμβάνει τέτοιου είδους απειλές.
-- Το 2015, η επικυρωμένη «Στρατηγική Υβριδικού Πολέμου» του ΝΑΤΟ εστίασε στην αντιμετώπιση των μεθόδων του «υβριδικού πολέμου». Σύμφωνα με το έγγραφο, οι βασικοί στόχοι διατυπώνονται ως εξής: «Εγκαιρος εντοπισμός της ασύμμετρης απειλής και της πηγής της. Προσπάθεια να πειστεί ο ενδεχόμενος αντίπαλος για το ανέφικτο των στόχων του» και «μέτρα για την εξασφάλιση της εσωτερικής ασφάλειας των κρατών - μελών».
-- Στη Σύνοδο της Βαρσοβίας, το 2016, τα κράτη - μέλη δεσμεύτηκαν «για την αφοσίωση στη βελτίωση της ανθεκτικότητας του NATO». Το κείμενο υπογράμμιζε την πρόθεση της Συμμαχίας για την ανάπτυξη της «ατομικής και συλλογικής δυνατότητας αντίστασης απέναντι σε ολόκληρο το φάσμα των προκλήσεων από κάθε κατεύθυνση».
-- Στη Σύνοδο του 2018 στις Βρυξέλλες, αποφασίστηκε η σύσταση υποστηρικτικών ομάδων αντιμετώπισης υβριδικών απειλών. Σε αυτήν την περίπτωση, οι «υβριδικές απειλές» μπορούν να περιλαμβάνουν και «μη στρατιωτικές δράσεις» οι οποίες αντιβαίνουν στα συμφέροντα του ΝΑΤΟ.
Παράλληλα, η κοινή μονάδα Ασφάλειας και Πληροφοριών του ΝΑΤΟ διαθέτει κλάδο υβριδικής ανάλυσης, ο οποίος επισήμως «αντιμετωπίζει ενεργά την προπαγάνδα - όχι με περισσότερη προπαγάνδα, αλλά με γεγονότα - στο διαδίκτυο, στον "αέρα" αλλά και έντυπα».
Αντίστοιχους μηχανισμούς - από κοινού με το ΝΑΤΟ και αυτοτελώς - στήνει και η ΕΕ. Ενδεικτικά, σε ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) της ΕΕ, τον Ιούνη του 2019, σχετικά με τη συνεργασία ΕΕ - ΝΑΤΟ, τονίζεται πως 20 από τις 74 τρέχουσες προτάσεις συνεργασίας εστιάζουν στην αντιμετώπιση «υβριδικών απειλών», ανάμεσά τους και οι «επιθετικές εκστρατείες παραπληροφόρησης».
Το πόσο... μακρά προϋπηρεσία στις προπαγανδιστικές εκστρατείες και στα fake news έχουν οι ΗΠΑ - ΝΑΤΟ, δείχνει και η περίπτωση του Γραφείου Στρατηγικής Επιρροής στις ΗΠΑ, που ξεκίνησε μετά την 11η Σεπτέμβρη, με σκοπό να προετοιμάσει την κοινή γνώμη στο εσωτερικό αλλά και το εξωτερικό για την ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Αφγανιστάν.
Η ύπαρξή του αναφέρθηκε για πρώτη φορά δημόσια τον Φλεβάρη του 2002, σε δημοσίευμα των «New York Times».
Η πρωτοβουλία αυτή, όπως ανέφερε το δημοσίευμα, βασιζόταν στο σημαντικό ενδιαφέρον του Πενταγώνου στις ψυχολογικές επιχειρήσεις, οι οποίες ορίζονταν ως εξής: «Προϊόντα ή/και δράσεις που προκαλούν ή ενισχύουν τη στάση, τις απόψεις και τα συναισθήματα στοχευμένων ξένων κυβερνήσεων, οργανισμών, ομάδων και ατόμων, ώστε να δημιουργηθεί μια συμπεριφορά η οποία υποστηρίζει τους στόχους της εθνικής πολιτικής των ΗΠΑ και τις προθέσεις της διοίκησης του στρατού σε στρατηγικό, επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο».
Σύμφωνα με όσα σημειώνονταν τότε στα σχετικά δημοσιεύματα: «Μια σχετικά μικρή επένδυση μπορεί μακροπρόθεσμα να αποφέρει τεράστια κέρδη για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, τόσο διπλωματικά όσο και στρατιωτικά. (...) Το Πεντάγωνο διαμορφώνει σχέδια για να παρέχει ειδήσεις, ίσως ακόμα και ψευδείς, σε ξένους ειδησεογραφικούς οργανισμούς, ως μια νέα προσπάθεια για να επηρεάσει το κοινό αίσθημα και τους πολιτικούς τόσο σε φιλικές όσο και σε μη φιλικές χώρες, σύμφωνα με στρατιωτικούς αξιωματούχους».
Στις 26 Φλεβάρη του 2002, ο τότε υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ Ντ. Ράμσφιλντ είχε ανακοινώσει πως το ΓΣΕ σταμάτησε να υπάρχει, λέγοντας στους δημοσιογράφους πως έκλεισε καθώς υπέστη μεγάλη ζημιά, η οποία δεν του επέτρεπε να λειτουργεί αποτελεσματικά, αλλά πως το «πρόβλημα» που καλούνταν να λύσει παρέμενε. Τον Νοέμβρη του ίδιου έτους, σε συνέντευξή του έλεγε πως «αναγκάστηκε να παραδώσει το πτώμα και το όνομα του γραφείου», αλλά «ό,τι σκοπευόταν να γίνει από το ΓΣΕ, συνεχίζεται. Οχι από το Γραφείο αυτό, αλλά με άλλους τρόπους».
Οι εκστρατείες παραπληροφόρησης δεν αποτελούν βέβαια μια νέα μέθοδο, αντιθέτως, είναι τόσο παλιές όσο και η ίδια η τέχνη του πολέμου.
Αυτό το οποίο αλλάζει με βάση τις σημερινές δυνατότητες, είναι οι τρομερά αυξημένες διαστάσεις που μπορεί να εκλάβει μια εκστρατεία παραπληροφόρησης και διάδοσης ψευδών ειδήσεων. Καθώς η πληροφορία και η είδηση ταξιδεύουν πλέον σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης σε πραγματικό χρόνο, η εφαρμογή τέτοιων μεθόδων για τη χειραγώγηση των λαών εντείνεται για τα μονοπώλια και τις κυβερνήσεις που έχουν στα χέρια τους τα μέσα ενημέρωσης και το διαδίκτυο.
Ακόμα ένας σημαντικός παράγοντας είναι η διάδοση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η ψευδαίσθηση ότι ο χρήστης δεν είναι πλέον παθητικός «καταναλωτής» των πληροφοριών από έναν κλειστό κύκλο ενημέρωσης, αλλά αποτελεί και ο ίδιος κομμάτι της αλυσίδας διάδοσης της πληροφορίας και της είδησης, διαμορφώνει ένα ιδιαίτερα εύφορο πεδίο για τέτοιες δραστηριότητες. Ο καθένας σήμερα μπορεί να «φυτέψει» μια είδηση στην αλυσίδα αυτή και με τα κατάλληλα μέσα να διαδοθεί όχι απλά ως αληθινή, αλλά και με το «προτέρημα» πως προέρχεται από αυτόπτες μάρτυρες.
Ο εντοπισμός τέτοιων πρακτικών - και βέβαια το ξετύλιγμα των δικών τους σχεδιασμών και σε αυτό το πεδίο - έχει αναχθεί σε σημαντική προτεραιότητα της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και των επιτελείων τους, ενώ ενδεικτικό για τη σημασία που δίνεται είναι πως σύμφωνα με το ΝΑΤΟ, η αρχική φάση μιας ενδεχόμενης σύρραξης «θα αποτελείται από μια μελετημένη και καλά σχεδιασμένη προσπάθεια αποσταθεροποίησης της πολιτικής κατάστασης σε ένα κράτος μέσω μιας επιθετικής εκστρατείας (παρα)πληροφόρησης».
Την ευθύνη αυτή πριν από την έλευση της ψηφιακής εποχής είχαν εξειδικευμένα επιτελεία του στρατού και των υπηρεσιών πληροφοριών. Ωστόσο, καθώς πλέον ο τομέας αυτός αντιπαράθεσης έχει «πλατύνει», εντοπίζεται μια σχεδιασμένη και ιδιαίτερα ενεργή προσπάθεια αξιοποίησης και ενσωμάτωσης στον σχεδιασμό αυτό ολοένα και περισσότερων θεσμών και οργανισμών, ΜΜΕ και κάθε λογής μηχανισμών.
Η καταιγιστική και μελετημένη αυτή παρέμβαση συνιστά υλοποίηση και ενός εκ των βασικών στοχεύσεων του «περίφημου» «Στρατηγικού Διαλόγου» ΗΠΑ - Ελλάδας, τον οποίο εγκαινίασε το 2018 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ολοκλήρωσε πρόσφατα αυτή της ΝΔ.
Να θυμίσουμε πως οι στόχοι του «Στρατηγικού Διαλόγου» «πατούσαν» στα συμπεράσματα της ολοκληρωμένης έκθεσης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την Ελλάδα του 2018, η οποία αναγνώριζε πως «ορισμένα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας είναι ιστορικώς επιφυλακτικά για τη συνεργασία Ελλάδας - ΗΠΑ» και προέτρεπε την αμερικάνικη πρεσβεία στην Αθήνα, σε συνεργασία με τις ελληνικές κυβερνήσεις, να επιχειρήσει και «μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα να αμβλύνει τα αισθήματα αντιαμερικανισμού που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία».
«Οι Ελληνες πολίτες», ανέφερε στη συνέχεια, πρέπει μέσα από τα προγράμματα της πρεσβείας στην Αθήνα «να κατανοήσουν τις προτεραιότητες των ΗΠΑ στην περιοχή και να υποστηρίξουν τη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας με τις ΗΠΑ, τους οικονομικούς δεσμούς και την πολιτική εμπλοκή».
Ξεχωριστή ενότητα του «Στρατηγικού Διαλόγου» αποτελούν οι στοχεύσεις αναφορικά με τις «Σχέσεις μεταξύ των δύο λαών», που ουσιαστικά πρόκειται για την προσπάθεια ενστερνισμού των «αξιών» και των σχεδίων των ΗΠΑ από τη νέα γενιά, μέσα (και) από στοχευμένες προπαγανδιστικές εκστρατείες.