Οι προετοιμασίες και για ενδεχόμενη «άτακτη έξοδο» από την ΕΕ φανερώνουν τις αντιθέσεις που βαθαίνουν σε όλη την Ευρώπη
Ο Μπόρις Τζόνσον συναντήθηκε χτες με την πρωθυπουργό της Σκοτίας Ν. Στάρτζιον |
Σε σχεδόν... «πολεμικές» προετοιμασίες μπροστά στο ενδεχόμενο αντιμετώπισης των σαρωτικών συνεπειών ενός άτακτου Brexit, εμφανίζεται να προχωρεί η βρετανική νέα κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον, με φόντο τις συνεχιζόμενες προειδοποιήσεις του Συνδέσμου Βρετανών βιομηχάνων (CBI) πως Ηνωμένο Βασίλειο και ΕΕ παραμένουν ως τώρα ανέτοιμες για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Ο ίδιος ο Τζόνσον φαίνεται πως επιχειρεί να ανοίξει δρόμο στη διαπραγμάτευση με την ΕΕ αρνούμενος, επί του παρόντος, να καταρτίσει πρόγραμμα επισκέψεων στις πρωτεύουσες των μεγαλύτερων χωρών της ΕΕ. Επιχειρεί, έτσι, να διαμηνύσει κυρίως στους ηγέτες Γερμανίας και Γαλλίας πως δεν έχει νόημα μία συνάντηση μαζί τους, εάν δεν ξεκινήσει νέα διαπραγμάτευση που θα λύνει π.χ. το θέμα του λεγόμενου backstop, δηλαδή των συνοριακών ελέγχων μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας (τμήμα Ηνωμένου Βασιλείου) και Ιρλανδίας (μέλος ΕΕ), χωρίς «να εγκλωβίζει» τη Βρετανία στην ενιαία τελωνειακή ένωση. Πληροφορίες της βρετανικής εφημερίδας «The Guardian» ανέφεραν ότι δεν έχει προγραμματιστεί ουσιαστικά καμία υψηλόβαθμη συνάντηση της νέας κυβέρνησης με ανώτερα στελέχη της ΕΕ, πλην από τη σύνοδο κορυφής της 17ης Οκτώβρη, που θα γίνει ελάχιστες μέρες πριν τη σχεδιαζόμενη πραγματοποίηση του Brexit στις 31/10/19. Με αυτό το σκεπτικό, ο Τζόνσον αποφάσισε την καθημερινή συνεδρίαση της κυβερνητικής επιτροπής αντιμετώπισης εκτάκτων καταστάσεων Cobra, που θα συνιστά στην ουσία ένα «πολεμικό συμβούλιο» για το Brexit, στο οποίο (εκτός από τον ίδιο) θα συμμετέχουν έξι «νευραλγικοί» υπουργοί προκειμένου να αποφασίζουν για τις επόμενες κινήσεις. Πληροφορίες βρετανικών εφημερίδων αναφέρουν πως έχει ανατεθεί ο ρόλος «επόπτη» και συντονιστή των προετοιμασιών ενός άτακτου Brexit στον Μάικλ Γκόουβ, ο οποίος σε άρθρο του στους Κυριακάτικους «Τάιμς» εκτίμησε ότι είναι πλέον πολύ πιθανό ένα Brexit χωρίς συμφωνία...
Παράλληλα, ο Τζόνσον επιχειρεί να εξασφαλίσει την «ενότητα» στους κόλπους του Ηνωμένου Βασιλείου, πραγματοποιώντας επίσκεψη χτες στη Σκοτία, η κυβέρνηση της οποίας διεκδικεί νέο δημοψήφισμα για το Brexit και παραμονή της χώρας στην ΕΕ.
Μεταξύ άλλων συναντήθηκε και με την πρωθυπουργό της Σκοτίας Ν. Στάρτζιον.
Στο Χάλιφαξ, ο Τζόνσον ανακοίνωσε ότι θα δώσει επιπλέον 300 εκατ. στερλίνες για την «οικονομική ανάπτυξη» της Σκοτίας, της Βόρειας Ιρλανδίας και της Ουαλίας. Απέρριψε το ενδεχόμενο νέου δημοψηφίσματος, μετά από εκείνο του 2014 που αποφάσισε την παραμονή της Σκοτίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, λέγοντας πως το θέμα έχει λυθεί για τουλάχιστον μία γενιά. Στη διάρκεια επίσκεψης σε ναυτική βάση της Σκοτίας πρότεινε ξανά την οικοδόμηση «νέας εταιρικής σχέσης με την ΕΕ» και μίας νέας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου, ώστε «να μοιραζόμαστε τη συνεργασία για την άμυνα, την ασφάλεια, τις υπηρεσίες πληροφοριών, την πολιτιστική, επιστημονική συνεργασία, οτιδήποτε θα μπορούσατε να περιμένετε».
Στον αντίποδα αυτών των κινήσεων, ο ηγέτης των Εργατικών της αξιωματικής αντιπολίτευσης Τζέρεμι Κόρμπιν εμφανίστηκε χτες με νέο βιντεοσκοπημένο μήνυμα, κατηγορώντας τον Τζόνσον ότι «δεν έχει σχέδιο για τη χώρα, για το Brexit, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ούτε για τις κλιματικές αλλαγές». Τον χαρακτήρισε πρωθυπουργό «των λίγων και εκλεκτών, που δεν έχει εκλεγεί από το λαό», ρίχνοντας το γάντι για τη διεξαγωγή πρόωρων βουλευτικών εκλογών που προβάλλουν ως ένα από τα πιθανά ενδεχόμενα μέσα στους επόμενους μήνες...
Τις προηγούμενες μέρες, με αφορμή την εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων στην Ελλάδα και γενικότερα την Ευρώπη, έχει επανέλθει στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης, το ζήτημα της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της κλιματικής αλλαγής.
Η συζήτηση βέβαια προσπαθεί να κρύψει τους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες που επιδρούν στην εξέλιξη του φαινομένου «κλιματική αλλαγή» και στο πού βρίσκεται η πραγματική αντιμετώπισή τους.
Για παράδειγμα, οι «ανησυχίες» των ιμπεριαλιστικών ενώσεων, της ΕΕ, των κομμάτων του κεφαλαίου, των αστικών επιτελείων, ανάμεσά τους και οι ΜΚΟ περιορίζονται μόνο στο ζήτημα του «ενεργειακού μείγματος». Αυτή η επιλεκτική επικέντρωση δεν είναι τυχαία, αφού «κουμπώνει» με την ατζέντα που βάζουν μπροστά οι επιχειρηματικοί όμιλοι και από κοντά η ΕΕ και τα αστικά κόμματα, με βάση τα συμφέροντά τους, τους σχεδιασμούς που έχουν ιεραρχήσει.
Η κλιματική αλλαγή αξιοποιείται για την ενίσχυση των καπιταλιστικών επενδύσεων, ώστε το κεφάλαιο να βγάλει και κέρδος και απ' τα προβλήματα που το ίδιο προκαλεί. Οι «πράσινες» τεχνολογίες και η λεγόμενη «πράσινη οικονομία» που προωθούνται στο όνομα της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, αποσκοπούν στο να ανοίξουν νέα επενδυτικά πεδία στα μονοπώλια με μεγάλα και γρήγορα κέρδη.
Αλλωστε, ως βασικός μηχανισμός για την καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη στην ΕΕ παρουσιάζεται το «σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων», ένα αισχρό «χρηματιστήριο εκπομπών ρύπων», όπου βιομηχανίες που εκπέμπουν αέρια θερμοκηπίου χαμηλότερα από το πλαφόν που τους έχει τεθεί, μπορούν να πωλούν, για την ποσότητα που δεν κάλυψαν «δικαιώματα ρύπανσης». Από την άλλη, όμιλοι με ενεργοβόρες εγκαταστάσεις μπορούν να αγοράσουν το «περίσσευμα» αυτό, αποκτώντας το «δικαίωμα» να ρυπαίνουν κατά το δοκούν. Πρόκειται δηλαδή για ένα μηχανισμό επικερδούς αγοραπωλησίας της ίδιας της ρύπανσης που προκαλούν οι καπιταλιστές, που όχι απλώς δεν προστατεύει, αλλά αποδεδειγμένα έχει εντείνει την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Χαρακτηριστικό ακόμη είναι ότι υπάρχουν και επιχειρηματικοί όμιλοι που δεν βλέπουν με κακό μάτι κάποιες μεταβολές που θα φέρει η υπερθέρμανση του πλανήτη, όπως το λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική. Για παράδειγμα, τμήματα του κεφαλαίου όπως ο κατασκευαστικός τομέας, προσβλέπουν ως «επιχειρηματική ευκαιρία» την αντιμετώπιση των συνεπειών στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας, που θα πλήξει παράκτιες πόλεις. Αλλά και ενεργειακοί κολοσσοί «πιάνουν θέση» στο ζήτημα της εκμετάλλευσης του υποθαλάσσιου πλούτου που υπάρχει κάτω από το Βόρειο Πόλο.
Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής γίνεται με τους γνωστούς όρους «κόστους - οφέλους» για το κεφάλαιο. Γι' αυτό και το πραγματικό «ακραίο» σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, όπως και στην Ελλάδα, είναι η έλλειψη ακόμα και στοιχειωδών έργων και μέσων που να υπηρετούν τις λαϊκές ανάγκες, να προστατεύουν τα λαϊκά στρώματα από τις συνέπειες των οξυμένων φαινομένων, με έργα αντιπλημμυρικής, αντιπυρικής, αντισεισμικής προστασίας κλπ. Αλλά και όπου αυτά γίνονται, είναι και πάλι με τους όρους που επιβάλλει η κερδοφορία του κεφαλαίου.
Γι' αυτό εξάλλου από τη συζήτηση αυτή, σταθερή είναι η προσπάθεια να περάσει ως αντίληψη στους εργαζόμενους το ζήτημα της «ατομικής ευθύνης», ενώ την ίδια αποπροσανατολιστική κατεύθυνση υπηρετούν και συνθήματα όπως π.χ. για την «ευθύνη των γενεών».
Πρόκειται για προκλητική επιχείρηση μετατόπισης της ευθύνης από τα μονοπώλια και τις κυβερνήσεις τους στα λαϊκά στρώματα, όταν σύμφωνα με έρευνες «100 εταιρείες αποτελούν την πηγή άνω του 70% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από το 1988».
Σε αυτό τον αποπροσανατολισμό των εργαζομένων, σημαντικό ρόλο παίζουν διάφορες ΜΚΟ που επί της ουσίας ακυρώνουν τους διακηρυγμένους σκοπούς τους για την προστασία του περιβάλλοντος, αφού συμπλέουν τελικά με τις στρατηγικές επιλογές του μεγάλου κεφαλαίου, αποδέχονται τη φιλοσοφία της αντιλαϊκής, βαθιά ταξικής αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», πιέζουν για το παραπέρα χαράτσωμα των εργαζομένων μέσα από την προώθηση των περιβαλλοντικών φόρων, αποδέχονται στο όνομα του εφικτού, αντιπεριβαλλοντικές κατά βάση συνθήκες και αναγνωρίζουν χώρο φιλοπεριβαλλοντικής δράσης στο κεφάλαιο.
Σε κάθε περίπτωση αποτελεί τουλάχιστον πρόκληση, οι πολιτικοί εκπρόσωποι των μονοπωλίων, ΕΕ και κυβερνήσεις, αυτοί που ανεβοκατεβάζουν τα όρια των εκπομπών ρύπων ανάλογα με τα συμφέροντα των βιομηχανιών, να εμφανίζονται ως προστάτες του περιβάλλοντος.
Η μείωση των εκπομπών ρύπων που επιδρούν αρνητικά στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον είναι αναγκαία. Για να επιτευχθεί, απαιτείται να λαμβάνονται μέτρα πρόληψης του κινδύνου στην πηγή, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που δίνει η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας. Τέτοια μέτρα όμως, στο βαθμό που έρχονται σε αντίθεση με το κριτήριο του καπιταλιστικού κέρδους, δεν μπορούν να εφαρμοστούν γενικευμένα στη βάση ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού.
Στον αντίποδα αυτής της πολιτικής, το ΚΚΕ προβάλλει τη θέση ότι η προστασία του περιβάλλοντος, προς όφελος του λαού, προϋποθέτει ένα ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης. Ο πλανήτης κινδυνεύει από την ίδια την καπιταλιστική ανάπτυξη ως σύνολο και γι' αυτό η αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος είναι αδύνατη κάτω από τις συνθήκες κυριαρχίας των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής. Γι' αυτό και η προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας των εργαζομένων πρέπει να γίνει στοιχείο της πάλης του λαού για την εργατική εξουσία, την ανατροπή των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών ενώσεων που τα υπηρετούν.